Θεού αδίκημα- Ένα λογικό επιχείρημα κατά του Χριστιανισμού.

Θεού αδίκημα- Ένα λογικό επιχείρημα κατά του Χριστιανισμού. Facebook Twitter
0

Όλη μας η ζωή είναι μια διαδικασία υπέρβασης. Από τη στιγμή που το έλλογο δίποδο ξεπετάγεται και ανοίγει τα μάτια βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα περιβάλλον ετεροκαθοριζόμενο. Αρχικά πρέπει να εγκαθιδρύσει την ύπαρξη του μέσα σε αυτό. Να εισαχθεί με ομαλότητα σε μια κοινωνία που άλλοι του ίδιου είδους έχουν οικοδομήσει. Πρέπει έτσι να ξεπεράσει την άγνοια του για το κάθε σημαίνον και σημαινόμενο της κοινωνίας, για την υπόσταση του κτιστού κόσμου μέσα στον οποίο εισήλθε. Έναν κόσμο που όντας υλικός ορίζει και βιοτικούς περιορισμούς, τους οποίους ο άνθρωπος καλείται να υπερβεί προκειμένου να επιβιώσει. Τροφή, νερό, και άλλες πρώτες ανάγκες θέτουν τον οργανισμό του δίποδου σε μια εκ του προοιμίου απαραίτητη δοκιμασία που κρατάει για όλη του τη ζωή. Την επιβίωση. Μετά από μερικά χρόνια επέρχεται σταδιακά η συνειδησιακή έκρηξη. Τα ερεθίσματα που το περιβάλλουν φιλτράρονται και οδηγούν σε συμπεράσματα. Πρόκειται για την ενηλικίωση. Είναι τότε που το άτομο καλείται να υπερβεί αξιώματα και πεποιθήσεις συχνά εσφαλμένες, που πηγάζουν είτε από τον κοινωνικό του περίγυρο είτε από τον ίδιο. Τώρα πια έχει ίσως να κάνει με την πιο δύσκολη μορφή της υπέρβασης. Αυτή των ιδεών, πολλών εκ των οποίων τον συνοδεύουν από μικρή ηλικία, και προκειμένου να τις αξιολογήσει αντικειμενικά, πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τα νοητικά του θέσφατα. Να αποκολληθεί από τον ίδιο του τον εαυτό και να τον κοιτάξει από έξω.

Μια από τις ιδέες αυτές, η οποία ορίζει την «ταυτότητα» περίπου 250 εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο, είναι η ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Πρόκειται για μια πίστη που σε μεγάλο βαθμό, ασχέτως από τις τωρινές μορφές έκφρασης της, είναι συνυφασμένη αυτή καθ'αυτή με την έννοια της αγάπης. Μια πίστη στην οποία θα γαλουχηθούν τα άτομα εν άγνοια τους από πολύ μικρή ηλικία και που προτείνει τόσο μια ερμηνεία για την ύπαρξη μας όσο και την νοηματοδότηση της υπερβατικά μιλώντας, δίχως νόημα ύπαρξης του κτιστού κόσμου. Η πίστη αυτή είναι πια θεσμός. Βασισμένοι στην ιδέα του «Κορνηλίου Καστοριάδη» κατέχει έναν φαντασιακά θεσπισμένο ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Όμως η εξέταση της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε αντιφάσεις και σε λογικά επιχειρήματα που μέσω μιας σειράς αδιεξόδων, ίσως ακυρώνει την οντολογική ερμηνεία της για τον κόσμο. Προκειμένου βέβαια να γίνει κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητο να προσεγγίσουμε την εν λόγω πίστη εκ των έσω, γνωρίζοντας ορισμένες θέσεις που αυτή προβάλει, και κατανοώντας την ερμηνευτική της. 

Η Χριστιανική πίστη, και η εκκλησιαστική εμπειρία θεμελιώνεται κατ'ουσίαν επάνω σε έναν κεντρικό πυλώνα: Την υπαρκτική «ελευθερία» του ανθρώπου και την δυνατότητα πραγματοποίησης σχέσης με τον δημιουργό. Την ευκαιρία του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από τους υπαρκτικούς περιορισμούς του κτιστού και να προσεγγίσει το άκτιστο. Αυτός και ο συμβολισμός κατά την εικόνα της γένεσης, την στιγμή που ο άντρας πλανάται στον παράδεισο έχοντας πάντα την επιλογή, την ελευθερία να ενδώσει στον πειρασμό.

Ο θεός λοιπόν μέσα σε ένα -προφανώς- συμβολικό λόγο της Αγίας γραφής δημιούργησε τόσο τον κτιστό κόσμο σε όλο του το φάσμα, μαζί και το δίποδο που μετεξελίχθηκε στο έλλογο, ευφυέστατο (με ένα «μικρό» θεματάκι στην διαχείριση της ευφυΐας του) υποκείμενο. «Και την έκτη ημέρα ο θεός δημιούργησε τον άνθρωπο». 

Με βάση ποια κριτήρια ορίζει ο Χριστιανισμός την κρίση; Επάνω σε τι και ως προς τι θα κριθεί ο άνθρωπος όταν έρθει η πολυπόθητη ώρα; Μα προφανώς τόσο στις πράξεις όσο και στις σκέψεις του. Στο πως η ελευθερία αυτή που του δόθηκε χρησιμοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την πραγματοποίηση σχέσης με το θείο. Μια σχέση που προκειμένου να πραγματοποιηθεί είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να κάνει στην άκρη ορμέμφυτες αμοραλιστικές του κατευθύνσεις και υλιστικές απολαύσεις. Κάτι που όπως δίδαξε και η ίδια η ενσάρκωση του θείου, σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός, σημαίνει αγαπητικές πράξεις και σκέψεις.

Η αφετηρία όμως μιας ζωής, η απαρχή της ύπαρξης ενός έμβιου όντος, η γέννηση ενός ανθρώπου βρίσκει τον ίδιο τον άνθρωπο κέντρο επιρροής ενός περιβάλλοντος κοινωνικού και φυσικού που προφανώς δεν διάλεξε. Όταν ένα μωρό έρχεται στον κόσμο αυτό έρχεται σε συγκεκριμένο μέρος και από συγκεκριμένους γονείς, μέσα σε συνθήκες τις οποίες το ίδιο προφανώς και δεν επέλεξε (σύμφωνα με τον Χριστιανισμό). Η σάρκα και τα οστά που χαρακτηρίζουν ένα έμβιο ον είναι αποτέλεσμα και μέρος της δυνατότητας που δίνει ο δημιουργός στο ον αυτό προκειμένου να έρθει σε σχέση μαζί του, με τον ίδιο, κατά την διάρκεια της ζωής του όντος. Συνεπώς εάν δεν θέλουμε να μιλάμε για έναν δημιουργό που παίζει λόττο την στιγμή που δίνει σάρκα και οστά στα δημιουργήματα του, εάν δεν μας κάνει η λογική της τυχαιότητας ως προς την επιλογή του περιβάλλοντος στο οποίο μια ψυχή θα ξεκινήσει την απόπειρα για την «θεία προσέγγιση», και βάλουμε τον έχοντα σκοπό, θεό στο τιμόνι, τότε αυτομάτως θα πυροδοτήσουμε τον παρακάτω συλλογισμό.

Αρχικά, όλοι οι άνθρωποι ξεκινάνε από άνισα μεταξύ τους σκαλιά, εφαλτήρια, για να προβούν σε αγαπητικές πράξεις, να περιορίσουν τους υπαρκτικούς περιορισμούς του κτιστού, και συνεπώς να φτάσουν στην σχέση με το θείο. Ένας γονιός δολοφόνος σε σύγκριση με έναν γονιό υπόδειγμα ηθικότητας όπως και να το κάνουμε διαφέρουν ως αρχικό ερέθισμα για ένα παιδί που έρχεται στον κόσμο. Και κατ'αναλογία μια ισλαμική συνοικία του Τζιχάντ με γαλουχημένα στην πολεμική τακτική και στο αιματοκύλισμα, από πολύ μικρή ηλικία παιδιά, διαφέρει ως αρχικό περιβάλλον ενός παιδιού σε σύγκριση με ένα μορφωμένο, ηθικό κοινωνικό περιβάλλον. Όποια κι αν είναι η κριτική ελευθερία που διαθέτει το δίποδο που από έμβρυο θα γίνει ενήλικας, όποια κι αν είναι αυτοβουλία στον τρόπο χρησιμοποίησης της δυνατότητας που του παρέχει ο δημιουργός, το πρώτο παιδάκι είναι πολύ πιο πιθανό να καταλήξει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα από έναν τοποθετημένο επάνω του εκρηκτικό μηχανισμό αφού πρώτα γαζώσει μια λαοθάλασσα, σε σχέση με τις πιθανότητες που έχει το δεύτερο παιδί να προβεί σε ανάλογες ανήθικες πράξεις (χωρίς να αναιρώ φυσικά την πιθανότητα να το κάνει). Συνεπώς η εν άγνοια των παιδιών τοποθέτηση τους σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα έχει ως αποτέλεσμα την άδικη προσφορά δυνατοτήτων εκ του προοιμίου στα ίδια, εκ μέρους του δημιουργού και συνεπώς στην ανισότητα ως προς την κατανομή των ευκαιριών για αγαπητικές πράξεις και προφανώς για την επίτευξη σχέσης με τον ίδιο. Η επίτευξη των αγαπητικών πράξεων ή αναλόγως η πραγματοποίηση αντίθετων ως προς την σχέση, αμοραλιστικών πράξεων θα αποτελέσει εκτός των άλλων, σύμφωνα με τον Χριστιανισμό, αντικείμενο κρίσης.

Όμως πριν φτάσουμε στο σημείο αυτό της κρίσης είναι αναγκαίο να εξετάσουμε μια ένσταση που ενδεχομένως προκύψει. Ο δημιουργός, θα μπορούσε κάποιος να πει, έδωσε στον άνθρωπο στην ευρύτερη έννοια του, στην απαρχή κατά την δημιουργία, την ευκαιρία και την ελευθερία να πράξει αυτόβουλος. Συνεπώς η ένσταση έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος ενδεχομένως απέτυχε στο να εκμεταλλευτεί την ελευθερία του και συνεπώς δημιούργησε ένα περιβάλλον εχθρικό για τους απογόνους του στο μέλλον. Ακόμη κι αν δεχτούμε όμως την εφημερία και την πεπερασμένη ικανότητα και επιρροή του δημιουργού επάνω στην γέννηση μιας ζωής ως μονάδα, και αρκεστούμε σε μια επικαιρική ή μόνο αρχικά χρησιμοποιημένη ικανότητα δημιουργίας, τότε πάλι οι περιορισμοί ενός προϊόντος του, της φύσης, προβάλουν ακράδαντοι.

Πέρα από την ανθρώπινη κοινωνία, το φυσικό περιβάλλον παίζει τεράστιο ρόλο ως προς την αδικία κατά την θέση που κατέχουν στην αφετηρία τους τα έμβια όντα στην Χριστιανική προσέγγιση. Ένας οργανισμός που έχει από την απαρχή της ζωής του ως ανάγκη για πρώτο μέλημα, την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών απαραίτητων για την επιβίωση του, εάν τεθεί σε σύγκριση με έναν άλλο του οποίου το φυσικό περιβάλλον είναι άκρως ευνοϊκό για τον ίδιο, τότε κάνει εμφανή μια αδικία. Ο πρώτος οργανισμός ίσως χρειαστεί να βιαιοπραγίσει, να σπαταλήσει την ζωή του μακριά από το κυνήγι πνευματικών αρετών, αιχμάλωτος μέσα σε ένα καθημερινό παιχνίδι επιβίωσης, ενώ ο δεύτερος έχοντας εξασφαλίσει τα προς το ζην λόγω των περιβαλλοντικών, φυσικών συγκυριών, έχει την ευκαιρία να καλλιεργηθεί τόσο ηθικά, όσο και πνευματικά. Έτσι η επίτευξη σχέσης με το θείο για μια ακόμη φορά δεν παρέχεται αφετηριακά ως ίση δυνατότητα στα έμβια όντα, αυτή τη φορά λόγω μιας φύσης που ο ίδιος ο δημιουργός έπλασε όπως είναι. Ανάλγητη και αδιάφορη για αρετές.

Απόδειξη; Για την φύση ένα κουνούπι του Αμαζονίου δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άνθρωπο υπόδειγμα ηθικότητας σε όλη τη του τη ζωή. Ένας απεχθής Μεξικανός βαρόνος των ναρκωτικών και της οπλοκατοχής δεν φέρει καμιά διαφορά με τον Αριστοτέλη, τον μητροπολίτη, ή τον Πάπα. Και αυτό γιατί τα φυσικά φαινόμενα, (σεισμοί, τσουνάμι κλπ) απλούστατα δεν έχουν αξιολογικά κριτήρια, απλά συμβαίνουν, είτε ως ανάγκη για την αυτοσυντήρηση της ενότητας στην οποία συμπεριλαμβάνονται, σε πρώτο στάδιο τον πλανήτη ετούτο, την ίδια την φύση, είτε μιας τυχαίας κληρωτίδας που μοιράζει πόνο και χαρά. Θα προτιμούσα την ερμηνεία της ανάγκης. Από τα ηλεκτρόνια που στροβιλίζονται μέσα στο άτομο, από τα κύτταρα μας που ακολουθούν συγκεκριμένη πορεία, μέχρι τον πλανήτη αυτό που εκτελεί συγκεκριμένη τροχιά, τα πάντα, το παραμικρό συστατικό στοιχείο του σύμπαντος αποτελεί μηχανισμό στρατευμένο στην ανάγκη της αυτοσυντήρησης μιας ολότητας. Ο απώτερος σκοπός της ύπαρξης μας όπως και της ύπαρξης του κουνουπιού, όπως και του δέντρου, είναι να συμβάλουμε σε μια αναγκαία αυτοσυντήρηση της ενότητας. Πρόκειται για την αρετή του Αριστοτέλη. Αυτή που κάνει το κάθε τι να λειτουργεί τέλεια ως προς τον σκοπό του. Έτσι το σύμπαν είναι ενάρετο γιατί ικανοποιεί με τον αρτιότερο τρόπο τον σκοπό του, δηλαδή την αυτοσυντήρηση του. Είμαστε όλοι στρατιώτες και νόμος το «υπάρχειν».

Και κάπου εδώ έρχεται η στιγμή μιας διαφωτιστικής, κομβικής σύνδεσης με την κρίση. Εφόσον λοιπόν είναι άνιση η κατανομή των συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύσσονται οι οργανισμοί, μαζί και ο άνθρωπος, εφόσον η δικαιοσύνη στις δυνατότητες επίτευξης σχέσης με τον δημιουργό αναιρείται από παράγοντες ενός κόσμου που έπλασε ο κτίστης, τότε πως είναι δυνατόν να υπάρξει μια δίκαιη κρίση;

Γιατί εάν η κρίση θα επέλθει με βάση καθολικά αντικειμενικά κριτήρια όπως οι αγαπητικές πράξεις, αγαπητικές εντολές που δόθηκαν στο ανθρώπινο γένος μέσω αγίων, βιβλικών προσώπων, ευαγγελίων, και κυρίως του Χριστού, τότε η αδικία είναι προφανής. Το να κρίνεις τα δημιουργήματά σου για αυτά που κάναν ή για αυτά που σκέφτηκαν και μόνο, έχοντας δώσει διαφορετική εύνοια στο καθένα από την αφετηρία, είναι αν όχι άδικο, τουλάχιστον τραγικό. Εάν πάλι η κρίση γίνει μεμονωμένα στο κάθε άτομο λαμβάνοντας υπόψη και τις εύνοιες ή τις κακουχίες που αυτό δεν επέλεξε αλλά γεύτηκε στην ζωή του, τότε αυτό θα πυροδοτούσαμε μια αλλεπάλληλη σειρά αδικιών. Γιατί τότε δεν θα κρίναμε επάνω στις πράξεις αυτές καθ αυτές, αλλά στην υποκειμενική διαχείριση της ελευθερίας που έχουν τα υποκείμενα, σε συνδυασμό με τον βαθμό εύνοιας του περιβάλλοντος τους. Είναι κάτι σαν την μετάνοια. Όποιος μετανιώνει πάει στον παράδεισο. Και στις δύο περιπτώσεις οι πράξεις χάνουν παντελώς το νόημα τους και την αξιολογική τους σημασία για την κρίση καθώς ένας τύραννος που έχει εξολοθρεύσει τον μισό πληθυσμό της γης και έχει βασανίσει άλλους τόσους, παίρνει συγχωροχάρτι και εισιτήριο για τον λουλουδότοπο και στις δυο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση αφενός γιατί μπορεί να είχε γονείς εγκληματίες που αντί για αρκουδάκια του έδιναν στο χέρι καλάζνικοφ, και στην δεύτερη περίπτωση γιατί πολύ απλά μετάνιωσε. Έτσι όχι μόνο ο πιο ηθικός και πιστός στην Χριστιανική θρησκεία άνθρωπος μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με έναν εγκληματία που ( μας προτρέπεται να στρέψουμε το κεφάλι από την άλλη για να δεχτούμε πυρά και από την άλλη σιαγόνα) αφάνισε τον μισό πληθυσμό της γης, αλλά κάτι τέτοιο είναι απρονοητικό ως προς τις ανθρώπινες κοινωνίες. Διότι προκειμένου να επιβιώσει το ανθρώπινο είδος, προκειμένου να μην κάνουν πάρτι τα φύσει ανήθικα μας ένστικτα και αφανίσουν και εμάς τους ίδιους,  ένας τέτοιος άνθρωπος όχι μόνο δεν πρέπει να αγαπηθεί, να του δοθεί η δυνατότητα να μας χτυπήσει από την άλλη σιαγόνα, αλλά πρέπει να σωφρονιστεί και προ παντός να τιμωρηθεί. Διαφορετικά η λειτουργικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών οδηγεί στην αυτοκαταστροφή μας.

Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η αναλγητική νομοτέλεια της φύσης ή οι υπαρκτικοί περιορισμοί της κτιστής μας φύσης, το φύσει αμοραλιστικό κομμάτι του εαυτού μας, δεν είναι δημιούργημα του θεού, παρότι οι γραφές μας βεβαιώνουν για το αντίθετο. Στην περίπτωση αυτή θα απαντούσε η σκέψη του Επίκουρου που συνοψίζεται στην παρακάτω φράση. «Είναι ο θεός πρόθυμος να εμποδίσει το κακό αλλά όχι ικανός; Τότε δεν είναι παντοδύναμος. Είναι ικανός αλλά όχι πρόθυμος; Τότε είναι κακόβουλος. Είναι και ικανός και πρόθυμος; Τότε πως υπάρχει το κακό; Δεν είναι ούτε ικανός ούτε πρόθυμος; Τότε γιατί να τον αποκαλέσουμε θεό;» Η σκέψη αυτή οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια ακόμη αντίφαση της Χριστιανικής σκέψης όσον αφορά την παντοδυναμία του δημιουργού. Από την στιγμή που το κακό υφίσταται, τόσο με το σύμβολο του φιδιού και τον απαγορευμένο καρπό, όσο και με ορμέμφυτο τρόπο στην ανθρώπινη φύση ως περιορισμός του κτιστού, τότε είτε ο θεός είναι ανίκανος να το εμποδίσει και συνεπώς όχι παντοδύναμος, είτε συνειδητά αφήνει το κακό να υπάρξει και συνεπώς είναι τελικά (κακών υπαίτιος). Το «πιστεύω» που φωνάζει τελικά ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του με το χέρι στην καρδιά, για έναν θεό μεγαλοδύναμο κι όχι παντοδύναμο, είναι ίσως το πιο επιθυμητό από τα δυο αναπόφευκτα συμπεράσματα που αναφέραμε λίγο πιο πάνω. Ο Αριστοτέλης μας λέει ότι η διαδικασία δημιουργίας του σύμπαντος είναι αποτέλεσμα μιας τυχαιότητας που γεννήθηκε από την αυτο-συνειδησία του θεού. Δεν μας μιλά για ανώτερο αγαπητικό σκοπό, ούτε για μια δοκιμασία που στήνεται και μετά παίρνεται πίσω κατά την συρρίκνωση του σύμπαντος. Μας μιλά για το αποτέλεσμα της ανάγκης του θεού να βρίσκεται σε κατάσταση συνειδησιακής και ερωτικής έκστασης μέσω της αυτο-συνειδησίας. Ο μόνος τρόπος προκειμένου ο θεός να είναι απόλυτα αγαπητικός και δίκαιος είναι να δημιούργησε τον κόσμο μέσω της ανάγκης και όχι μέσω ανώτερων σκοπών ή κινήτρων, καθώς η αδικία που έχει το κτίσμα ριζωμένη στο μεδούλι του θα αντιτάσσεται σε οποιοδήποτε απολύτως αγαπητικό κίνητρο κι αν ορίζουν οι πίστεις, μαζί και ο Χριστιανισμός.

Φτάνουμε έτσι στο σημείο να έχουμε σχηματίσει ένα συνονθύλευμα από λογικές σκέψεις που οδηγούν σε διαδοχικές αντιφάσεις όσον αφορά τον Χριστιανισμό. Το αδιέξοδο της αυτοακύρωσης είναι αναπόφευκτο. Τι είναι λοιπόν αυτό που πρέπει να υπερβούμε; Ο Καμύ μας μιλά για αυτό προτείνοντας την «παράλογη ζωή» και κατακρίνοντας τις βολικές υπερβατικές ψευδαισθήσεις, ο Φρόιντ μας μιλά για «το τέλος των ψευδαισθήσεων». Ο Νίτσε για μια τραγική για την ζωή θρησκεία. Όλοι τους ξεκινάνε από μια σταθερή αφετηρία. Μπορείς όντως να είσαι ευτυχισμένος ζώντας σε μια ψευδαίσθηση, όμως τότε η ευτυχία σου είναι πολύ απλά κούφια. Αληθινά μακάριοι εκείνοι που ζουν σε αυτό το κόσμο και ο κόσμος αυτός, ο κτιστός και ο άδικος, ο ανάλγητος και σπλαχνικός, μπορεί να τους προσφέρει την λύτρωση.

Γιώργος Ψωμιάδης, φοιτητής φιλολογίας ΑΠΘ

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την ΕΥΕΔ στην ΕΔΕΜ: Ο Χρήστος Νικολόπουλος γράφει για τον νέο οργανισμό διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων

Στήλες / Από την ΕΥΕΔ στην ΕΔΕΜ: Ο Χρήστος Νικολόπουλος γράφει για τον νέο οργανισμό διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων

«Το τραγούδι δεν το φέρνει ο άνεμος»: Ανοιχτή επιστολή του μουσικοσυνθέτη για το ζήτημα διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων.
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ