Άννα Αχμάτοβα: Το φως του προβολέα
«Γεννήθηκα την ίδια χρονιά με τον Τσάρλι Τσάπλιν, τη "Σονάτα Κρόιτσερ" του Τολστόι, τον πύργο του Άιφελ και, μου φαίνεται, τον Τ.Σ. Έλιοτ. Εκείνο το καλοκαίρι το Παρίσι γιόρταζε την εκατοστή επέτειο από την πτώση της Βαστίλης – ήταν το 1889. Τη νύχτα της γέννησής μου, 23 Ιουνίου, γιορταζόταν –και γιορτάζεται– η πανάρχαιη γιορτή της παραμονής του Αϊ-Γιάννη (Midsummer Night). Με ονόμασαν Άννα προς τιμήν της γιαγιάς μου, της Άννας Γιεγκόροβνα Μοτοβίλοβα. Η μητέρα της, απόγονος του Τζένγκις Χαν, ήταν η Τατάρα πριγκίπισσα Αχμάτοβα που το όνομά της πήρα για λογοτεχνικό ψευδώνυμο – χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι ετοιμάζομαι να γίνω μια Ρωσίδα ποιήτρια. Γεννήθηκα στη ντάτσα της Σαρακίνα (Μπολσόι Φοντάν, ο 11ος σταθμός του τρένου), κοντά στην Οδησσό. Αυτή η μικρή ντάτσα (πιο σωστά καλύβα) βρισκόταν στο βάθος μιας στενής και κατηφορικής έκτασης γης δίπλα στο ταχυδρομείο. Η ακτή εκεί ήταν απόκρημνη και οι ράγες του τρένου ακολουθούσαν το χείλος του γκρεμού.
Όταν ήμουν δεκαπέντε ετών και ζούσαμε στη ντάτσα στο Λούστντορφ, περνούσαμε κάποτε απ' αυτή την περιοχή, και η μητέρα μου πρότεινε να πάμε να δούμε την ντάτσα της Σαρακίνα, που δεν την είχα δει ποτέ ως τότε. Στην είσοδο της καλύβας είπα: "Κάποτε θα βάλουν εδώ μια αναμνηστική πλάκα". Δεν ήμουν ματαιόδοξη. Ήταν απλώς ένα ανόητο αστείο. Η μητέρα μου στενοχωρήθηκε. "Θεέ μου", είπε, "πόσο άσχημα σε έχω μεγαλώσει"».