Σπύρος Γιανναράς: Τη μέρα που θα σηκωνόμουν χορέψω
Ποιος σηκώνεται να χορέψει μέσα στην κρίση;
Παρ' όλα αυτά, στα διηγήματα τον χορό σέρνουν ένα παιδί που προσπαθεί να σώσει μια γυναίκα απ' τον πνιγμό, ένας δικηγόρος του Κολωνακίου που ψάχνει για μπαρμπέρη σ' ερημικό νησί, μια μεταφράστρια που γίνεται κλοσάρ, ένας μαθητής παραμεθόριου χωριού που ζωγραφίζει γκράφιτι, ένας ρέμπελος housekeeper πολυτελούς βίλας στα Κύθηρα και ένα πλήθος ανθρώπων επί ξυρού ακμής. Όπως ο ήρωας που αδυνατεί να σηκωθεί να χορέψει και να ευφρανθεί, αλλά ούτε και να πενθήσει τον πόνο του άλλου, ο πολυμήχανος που στέκει αμήχανος μπροστά στον θάνατο και στην απώλεια είναι αυτός που δίνει το στίγμα του στη συλλογή. Μια συλλογή απ' την οποία ωστόσο δεν λείπει ούτε το γέλιο ούτε ο σαρκασμός, τα κατεξοχήν αντίδοτα στο μεγάλο άλγος.
Τα διηγήματα θέλουν να λειτουργήσουν ως θραύσματα συνθέτοντας ένα ενιαίο σύνολο. Σαν τα πήλινα όστρακα με τα οποία οι αρχαιολόγοι ξαναδίνουν σχήμα σ' ένα σπασμένο αγγείο. Κάθε αναγνώστης ιδανικά δίνει το δικό του σχήμα στο δοχείο. Συλλογή θραυσμάτων, λοιπόν, αλλά και με γνώμονα τον στίχο του Ευγένιου Αρανίτση, ο οποίος λειτουργεί και ως δυνητικός ορισμός του διηγήματος ως είδους : «Το θραύσμα σαν Εν Τούτω Νίκα». Ως απόπειρα επίτευξης εκείνης της λογοτεχνικής γραφής που ψάχνει να κατακτήσει με το λίγο το πολύ. Και με το απόσπασμα να μιλήσει για το όλον.