Μαρία Γκάινσα: Οπτικό νεύρο
«Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα κάστρο αρ-ντεκό, με μια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα που η κουπαστή της έκανε καμπύλη. Είχε κι έναν κήπο που έπιανε μισό τετράγωνο με μια πισίνα είκοσι μέτρων, που σκεπάστηκε για να γίνει γήπεδο σκουός. Στο βάθος του κήπου υπήρχε μια πόρτα κρυμμένη από ένα αναρριχητικό φυτό, προορισμένη για τη στρατιά υπηρετών του σπιτιού. Εμένα μου απαγορευόταν να τη χρησιμοποιώ γιατί, σύμφωνα με τη μαμά μου, αν οι γείτονες με έβλεπαν να μπαινοβγαίνω από κει, θα σκέφτονταν ότι είμαι η κόρη κάποιας υπηρέτριας. Τις λίγες φορές που παράκουσα τον κανόνα, ήταν για να συνοδέψω τον μπαμπά μου στου Αμουτσάστεγι. Βγαίναμε από την "πόρτα υπηρεσίας" γιατί έτσι αποφεύγαμε να κάνουμε τον κύκλο του τετραγώνου. Ο Αμουτσάστεγι ήταν ένας ζωγράφος ζώων που κατοικούσε σ' ένα ετοιμόρροπο βικτοριανό σπίτι, και τον οποίο ο μπαμπάς μου επισκεπτόταν όχι τόσο για ν' αγοράσει έργα τέχνης, όσο για να κάνει μια θεραπευτική έξοδο. Καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα που δεν έμοιαζε ν' ανήκει σε καμία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, έπινε τσάι από ένα βαζάκι για μαρμελάδα και χάζευε εικόνες έργων τέχνης πιτσιλισμένες με μούχλα».
Το «Οπτικό Νεύρο» είναι ένα βιβλίο γραμμένο με «ματιές», τις ματιές μιας γυναίκας που εστιάζει σε πίνακες ζωγραφικής, στους καλλιτέχνες που τους ζωγράφισαν, στον ιστορικό τους χρόνο και στην προσωπική ιστορία κάθε ζωγράφου μέσα στο περιβάλλον του. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα δοκίμιο ιστορίας της τέχνης ούτε για κάποια εικαστική προσέγγιση έναντι μιας άλλης. Καθένα από τα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί ως μέρος ενός μυθιστορήματος που αφηγείται μια προσωπική και οικογενειακή ιστορία ή ως μια διαφορετική ιστορία που εισδύει στη ζωγραφική για να ανιχνεύσει τους μυστηριώδεις δεσμούς ανάμεσα στο έργο τέχνης και τον παρατηρητή του.