Το ανύπαρκτο /αμφίβολο εργασιακό περιβάλλον (ειδικώς, αυτής της περιόδου), για τον πολύ δημιουργικό, όχι πολύ φαφλατά τύπο έχει κατασκευάσει μία υπέροχη τιμωρία.
Λέγεται «σύσκεψη» και είναι το υπερόπλο των πολιτισμένων κοινωνιών, εναντίον όσων έχουν το κακό συνήθειο να δουλεύουν πολύ, με κόκκινες ταχύτητες και στροφές, να μιλούν λίγο και να κάνουν ακριβώς ό,τι τάζουν.
Οι νεο-ψευτο- γιάπηδες το ‘λέγαν “brainstorming”, οι πιο cozy επιχειρήσεις «να τα πούμε λίγο» και οι κλισέ γαλέρες «μας θέλει ο Μεγάλος».
Όπως και να το πεις η «σύσκεψη» είναι σύσκεψη, οι χαρακτήρες του έργου γνωστοί, οι ρόλοι μοιρασμένοι, το αποτέλεσμα το ίδιο κάθε φορά.
Συνήθως, αυτός που μιλάει περισσότερο, είναι αυτός που δεν έχει τίποτα να πει. Ειδικεύεται στο αμπαλάζ, «πυροβολεί» με καθόλου πρωτότυπες ή εντελώς ανεδαφικές ιδέες, κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά δεν το «ράβει» ποτέ, διακόπτει, είναι αγενής ή αντιθέτως απόκοσμα ευγενής, έχει μονίμως έναν αντίλογο, δεν κρατάει σημειώσεις (τι να τις κάνει, άλλωστε;), έχει μονίμως μία φαρέτρα με προτάσεις, τις οποίες στο τέλος θα υλοποιήσει κάποιος άλλος. Όσο μιλάει, με την περιφερειακή όραση, τσεκάρει τις αντιδράσεις της «κεφαλής». Δεν είναι καθόλου αμετακίνητος (και πρακτικά καθόλου σίγουρος γι’ αυτά που προτείνει), έτσι ώστε αν η «κεφαλή» δυσφορήσει, να μπορεί να πραγματοποιήσει θεαματική κωλοτούμπα, ακριβώς πάνω στο κάθισμα του, και να καταλήξει θριαμβευτικά.
«Απέναντι» του, είθισται να κάθεται ο «εργάτης». Σε αντίθεση με τον... προλαλήσαντα, είναι οργανωμένος, τακτοποιημένος,καλοσυγυρισμένος σαν εργοστασιακά συσκευασμένο κουλουράκι, έχει κανά δυο (τρία, τέσσερα, πέντε) καίρια σημεία που τον απασχολούν (γιατί ξέρει ότι θα σκάσουν στην καμπούρα του), έχει και δυο – τρεις προτάσεις της προκοπής, που αν δεν ιδρώσει μέχρι θανάτου (από τρόμο, τρακ, βαρεμάρα, αηδία) θα καταφέρει να τις ψελλίσει και ίσως τις δει να γίνονται πράξη. Θα φύγει ευτυχής από τη σύσκεψη, αν αυτές τις προτάσεις δεν τις οικειοποιηθεί το «Aμπαλάζ» ή έστω να δημιουργήσει την εντύπωση, ότι εκείνο ενέπνευσε / προώθησε / καλλιέργησε το κλίμα για να «ανθίσουν». Ο «εργάτης», εν αντιθέσει με τα άλλα «συσκευασμένα κουλουράκια» θα μπορούσε να είναι ο πιο επικίνδυνος. Δουλεύει πολύ, αλλά κατεβάζει και ιδέες. Πρέπει να είναι «τόσο – όσο» απασχολημένος, ώστε οι ιδέες να είναι «τόσο – όσο» δημιουργικές. Δεν πρέπει να θυμώσει το «Αμπαλάζ», δεν πρέπει να τον παρα-προσέξει ο «Μεγάλος».
Πίσω και μακριά, όξω και μακριά, τοίχο και μακριά, ούτε μιλιά. Ο «ουρανοκατέβατος», ο κάτι λίγο από «παρείσακτος», ο «- Tι γυρεύεις εσύ εδώ; - Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ, φίλε μου», ο «τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι», δεν θα κάτσει, περαστικός είναι, θα μιλήσει τελευταίος, θα τσαντίσει το «Αμπαλάζ», θα ηρεμήσει τα «κουλουράκια» που φοβισμένα «αρπάζουν» στο «ψήσιμο», θα «σβήσει» μαγικά τον διακόπτη, πριν την ηλεκτροπληξία, θα φύγει αθόρυβα, γιατί η δουλειά είναι δουλειά και τα λόγια κλέβουν τα χέρια, δεν τον νοιάζει που δεν τον «αγαπάει» ο Μεγάλος, (πώς να αγαπήσεις κάποιον που δεν μιλάει πολύ, που δεν ξέρεις πότε είναι έτοιμος να τις «φάει;», μπορείς, όμως, πάντα να εμπιστεύεσαι ένα καθαρό μυαλό, αρκεί), δεν τον πολυσυμπαθούν τα «κουλουράκια» γιατί δεν παίζει μαζί τους στα διαλείμματα, δεν τον αγαπάει το «Αμπαλάζ» γιατί τρέμει τη μέρα που δεν θα «σβήσει», όταν πρέπει, τον «διακόπτη» και εξευτελιστικά θα γίνει κάρβουνο το γυαλιστερό χαρτί. Ίσως και να μη χαιρετίσει, ούτε μπαίνοντας ούτε βγαίνοντας, μπορεί και να μην τον προσέξεις καν, δεν έχει πάντα κάτι να πει, συνήθως έχει πάντα κάτι να κάνει.
Και γύρω γύρω, «κουλουράκια», άλλα φοβισμένα, άλλα τρελαμένα, άλλα αδιάφορα, άλλα διαφορετικά κι απ' αλλού φερμένα, να περιμένουν να τελειώσει η ώρα (οι ώρες!) της μπούρδας, οι χαχανούμπες του γελωτοποιού, να πάρουν σειρά στο θλιβερό πανηγύρι ή απλώς να τελειώσει το κομπαρσιλίκι και να συνεχίσουν με ανία ένα ρημάδι 8ωρο από κάτι που δεν αγαπούν και απλώς το κάνουν, να ανεχθούν την ωραριακή επιβάρυνση, γιατί, ναι, η σύσκεψη είναι κατιτίς το έξτρα, δεν «μετράει», είναι για όλους – παρλαπίπες και μονόχνωτους-, η ίδια κολασούλα.
Η σύσκεψη, η σύσκεψη, βραχνάς και τιμωρία, πώς έβηξαν τα παιδιά του Μεγάλου χθες και που έκανε κακά ο σκύλος του και «άσε, σήμερα ξύπνησε στραβά» και πάλι 2 και 3 ώρες χαμένες από τη ζωή (σου) για ν’ ακούς τα ίδια τσιμενταρισμένα αστεία, τις ίδιες γκαρίκλες για τις ίδιες εμμονές και – α, τι σύμπτωση – αυτό που συζητούσες να προτείνεις χθες, το ακούς σερβιρισμένο από το «Αμπαλάζ» σήμερα κι όσο μουτζουρώνεις λουλουδάκια κι ανθρωπάκια στο χαρτί, (χαρτί που θα πετάξεις μαζί με την αγάπη για τη δουλειά σου στα σκουπίδια, βγαίνοντας), έχεις μια σιγουριά: ότι κάπου εκεί έξω, υπάρχει κόσμος, που όχι δεν επικοινωνεί με καμία εξωγήινη μορφή ευφυίας, αλλά έχει βρει τρόπο να συνεννοείται σε 10 λεπτά, ακόμη και στα όρθια, να μην τρώει τη ζωή και τα χρόνια του σε ανοησίες και παιχνιδάκια εξουσίας και η επιχείρηση να δουλεύει ρολόι.
Κρατάς μυστικό; Ναι, υπάρχει!
σχόλια