Προχθές, προτελευταία μέρα του 7ου Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, η διοργάνωση τίμησε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη για το σύνολο του έργου του. Προηγουμένως, προβλήθηκαν δύο ντοκιμαντέρ του για τη σειρά ''Παρασκήνιο'': ένα παλιό, από τη δεκαετία του 1970, για την Αλίκη Βουγιουκλάκη κι ένα πιο πρόσφατο για τον ''Δράκο'' του Νίκου Κούνδουρου. Λογικό, λοιπόν, η κουβέντα να άναβε περί ''εμπορικού'' και ''καλλιτεχνικού'' κινηματογράφου και εν προκειμένω περί ''μικροαστισμού'', όπως αυτός εκφράστηκε στο εγχώριο σινεμά μέσω Βουγιουκλάκη και περί ''τέχνης αυθεντικής'', όπως αυτή εκφράστηκε αντίστοιχα μέσω Κούνδουρου.
Είπε πολλά στην ομιλία του ο Παπαστάθης. Προσπαθώντας τώρα να θυμηθώ ορισμένα απ' αυτά, χαρακτήρισε τη γενιά του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου των 70s, τη γενιά του δηλαδή, εφάμιλλη μ' αυτή των λογοτεχνών - ποιητών του 1930, αναφέρθηκε εκτενώς στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αλλά και στο ότι η ιστορία και η ελληνικότητα απασχόλησε τόσο τον ίδιο στη δουλειά του, όσο και όλους τους σκηνοθέτες της σειράς του. Σε ότι αφορά τον σημερινό ελληνικό κινηματογράφο, δήλωσε ότι του αρέσει ο ''Κυνόδοντας'' του ''κυρίου Λάνθιμου'', όπως τον ανάφερε χαρακτηριστικά, το πρώτο μέρος της ''Στρέλλας'' του Κούτρα, κάποιες ταινίες του Τσίτου και άλλων νέων σκηνοθετών που τώρα δε θυμάμαι. Το συμπέρασμα ήταν σε γενικές γραμμές, όχι μόνο από τον ομιλητή Παπαστάθη, αλλά και από το ακροατήριο, σκηνοθέτες κυρίως ηλικίας sixty plus, πως τα νέα παιδιά που βγαίνουν σήμερα στα διεθνή φεστιβάλ και θριαμβεύουν, έχουν πρόβλημα ανάδειξης εθνικότητας και δε διαφαίνεται στο έργο τους η πολυπόθητη ελληνικότητα.
Διαφωνώ κάθετα και όχι έτσι απλά, από αντίδραση, θέλοντας να υπερασπίσω κι εγώ κάπως τους σκηνοθέτες της δικής μου σειράς. Δεν θα μιλήσω για την ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, μια κι ακόμη δεν έχει βγει στις αίθουσες, αλλά κανείς δε στάθηκε στο ''Αγόρι'' που ''τρώει το φαγητό του πουλιού'' του Έκτορα Λυγίζου; Πρόκειται για μία ελληνική ταινία που σάρωσε τα βραβεία εντός και εκτός Ελλάδας και η τελευταία σεκάνς της νομίζω δε θα μπορούσε να περιγράψει αρτιότερα την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα μας - με τρόπο ποιητικό μάλιστα και λυρικό, απ' αυτόν που γουστάρει ο Παπαστάθης: Μεσ' στον κατεστραμμένο βιομηχανικό χώρο, εκεί που το αγόρι κρύβει το - σκεπασμένο με την ελληνική σημαία - κλουβί με το πουλί, η κάμερα από ψηλά μας δείχνει τεράστια αγάλματα ηρώων της Επανάστασης του 1821, γκρεμισμένα, τσακισμένα με τα πρόσωπα βυθισμένα μεσ' στη βρωμιά και τα χώματα.
Υπάρχει άραγε πιο ποιητική σκηνή απ' αυτήν στον ελληνικό, για να μην πω στον διεθνή κινηματογράφο, με έναν σκηνοθέτη νέο να ομιλεί έτσι περί εθνικότητας και συγκεκριμένα περί ελληνικότητας του;
Πάμε τώρα στον βετεράνο κινηματογραφιστή Λευτέρη Χαρωνίτη, που χθες βράδυ τιμήθηκε με κάποιο βραβείο για την τελευταία του ταινία, η οποία διαγωνιζόταν στο φεστιβάλ.
Ο Χαρωνίτης μας εξέπληξε με τη σύντομη ομιλία του! Δήλωσε χορτασμένος από βραβεία και θα ήθελε - είπε - τα φεστιβάλ να τιμούν περισσότερο τους νέους και να αποζητούν την παρουσία τους και τη συμμετοχή τους. Προσωπικά το εξέλαβα έως και σα να δυσανασχέτησε με το βραβείο που του έδιναν. Γι' αυτό ίσως ξεκαθάρισε πως δεν πρόκειται να ξαναστείλει ταινία του σε κανένα φεστιβάλ και πως απλά θα παρίσταται σε αφιερώματα στο έργο του, που θα του γίνονται ενδεχομένως.
Διόλου παράξενο που δεν καταχειροκροτήθηκε ο Χαρωνίτης, όπως θα έπρεπε να συμβεί. Στην τελετή λήξης του φεστιβάλ, άλλωστε, το παρόν έδωσαν οι τοπικοί άρχοντες και οι παπάδες μαζί με σκηνοθέτες της γενιάς του 1970 στην πλειοψηφία τους. Αφού εγώ που είμαι κάτω από 40 ετών, ένιωσα λίγο σαν τη μύγα μεσ' στο γάλα και ένιωσα τρομερή ανακούφιση μόνο όταν είδα τελευταία μέρα να σκάνε στο ξενοδοχείο μικρομηκάδες σκηνοθέτες, 25 και 30 ετών - κι αυτοί πέντε-έξι ήταν, όχι περισσότεροι.
Τα συγχαρητήρια, όμως, τα πήρε ο Χαρωνίτης όταν τελείωσε η τελετή και βγήκαμε όλοι έξω. Όχι για την ταινία του και το βραβείο που πήρε, αλλά για αυτές του τις γενναιόδωρες δηλώσεις την ώρα που έπαιρνε ακριβώς το βραβείο.