Η ISABEL ALLENDE ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ
Άλλαξα τρείς χώρες και τέσσερα αεροπλάνα για να την συναντήσω. Η περιέργεια μου-το ομολογώ- δεν αφορούσε μόνο στο συγγραφικό της έργο, παρότι εκεί υπήρχε μπόλικο υλικό, δεδομένου ότι θεωρείται μια από τις πιο εμπορικές συγγραφείς παγκόσμια. Εκείνο που με ιντρίκαρε περισσότερο σ’αυτή την γυναίκα ήταν οι ανατροπές που έχει ζήσει και οι απώλειες που βίωσε, οι οποίες την ανάγκασαν να επανεφεύρει πολλές τον εαυτό της και να ξεκινήσει από την αρχή. Ανακαλύπτοντας σε κάθε αρχή από τι έπρεπε να αποδεσμεύσει το μυαλό της για να ελευθερώσει την ψυχή και την σκέψη της.
Αυτά είχα την περιέργεια να μάθω. Ειδικά σε μια εποχή, όπου ο καθένας μας καλείται να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες του και να ιεραρχήσει αλλιώς το σημαντικό από το ασήμαντο. Ένιωσα πως ήταν χρήσιμο να αναζητήσω μια “συμβουλή” από ένα άνθρωπο, ο οποίος πατά με το ένα του πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο εκεί, όπου κατοικούν τα μυστήρια της ζωής. Ένα άνθρωπο που ενώ βίωσε την μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να βιώσει κανείς κατάφερε να επιβιώσει και να μάθει ταυτόχρονα ένα πολύ σημαντικό μάθημα: Πώς δεν υπάρχει νόημα να αναζητούμε μια ευτυχισμένη ζωή αλλά να συνειδητοποιούμε τί είναι εκείνο που κάνει μια ζωή ενδιαφέρουσα.
Για όλα αυτά λοιπόν πήρα την απόφαση να κάνω ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, χωρίς να έχω ούτε τα χρήματα (δανεικά και πάλι από συγγενείς και φίλους) και χωρίς να προσδοκώ σε κάποια επαγγελματική καταξίωση. Αντιθέτως. Με ενδιέφερε κυρίως η εμπειρία. Η μυρωδιά των φαγητών της πτήσης την ίδια ώρα που διάβαζα το βιβλίο της «Πάουλα» στριμωγμένη πλάι στο στρογγυλό παράθυρο. Η οδός που βρίσκεται το γραφείο της, όπου λίγα μέτρα πιο πέρα είναι η θάλασσα και τα πανάκριβα γιωτ αγκυροβολημένα σε μια τεράστια μαρίνα. Η έκφραση της όταν μου άνοιγε την πόρτα και έμοιαζε λες και ήθελε να με ευχαριστήσει που έκανα ένα τόσο μεγάλο ταξίδι για πάρτι της. Τα δύο της σκυλιά που τα βρήκε αδέσποτα, το ένα γέρικο, το άλλο μικρό και σκανδαλιάρικο, που έχωναν την μουσούδα της όσο εμείς μιλούσαμε για την ζωή και για κείνες τις στιγμές που η πραγματικότητα σε σπρώχνει στο χείλος του γκρεμού. Η αγαπημένη της γραμματέας Ζουλιέτ που μιλάει λίγα ελληνικά γιατί ήταν, λέει, παντρεμένη με ένα Έλληνα και ζούσε κάποτε στην Ρόδο. Και ο γιος της που κατέφθασε αναπάντεχα και μου τον σύστησε λέγοντας μου (γελώντας) πως είναι τόσο ψηλός ώστε ακόμα απορεί μήπως της έχουνε δώσει το λάθος παιδί στη κλινική. Η μυρωδιά του αμερικάνικου καφέ που μου κέρασε και των σοκολατένιων μπισκότων. Τα μεγάλα παράθυρα που είχανε θέα ένα υπέροχο κήπο και η βιβλιοθήκη της που ήτανε γεμάτη από οικογενειακές της φωτογραφίες. Όλα αυτά θα τα έχανα αν δεχόμουν να γίνει η συνέντευξη μέσω email. Θα έχανα δηλαδή τις μυρωδιές, τα χαμόγελα, το φως του ήλιου όπως έμπαινε από τα παράθυρα, τον τρόπο που έπαιζε με τα μαλλιά της ή που κουνούσε τα χέρια της καθε φορά που ήθελε να δώσει έμφαση σε μια λέξη...Την εκφραστικότητα των ματιών της και την τραγουδιστή προφορά της. Την αγκαλιά που μου έδωσε πριν φύγω αλλά και κείνη με την οποία με υποδέχτηκε. Όλα αυτά μαζί με κείνα που μοιράστηκε μαζί μου, μου θύμισαν την φράση που είχε κάποτε πει η Μελίνα Μερκούρη: «Πως περιουσία μας είναι οι ανθρώποι που γνώριζουμε. Αυτό και τίποτε άλλο».
Νύχτωνε όταν έφτασα στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν δηλαδή η ώρα που ο ουρανός παίρνει ένα χρώμα μαβί που έκανε τη γέφυρα Golden Gate να μοιάζει ακόμη πιο παραμυθένια. Την διέσχισα με ένα Μαροκινό ταξιτζή, ο οποίος με πληροφόρησε πως θα μας πάρει ένα μισάωρο μέχρι το Σαουσαλίτο. Σ’αυτή την μικρή πόλη που είναι χτισμένη σε ένα καταπράσινο λόφο και έχει θέα τη θάλασσα και πιο πέρα το Αλκατράζ, θα την συναντούσα. Εδω ζει χρόνια τώρα, με τον δεύτερο συζυγό της τον Ουίλι, ο οποίος ήτανε και η αιτία να πάρει την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αμερική. “Ένας έρωτας με έφερε” εδώ θα μου πει δύο μέρες αργότερα όταν θα χτυπήσω το κουδούνι της στην οδό Caledonia , στο νούμερο 116. Και ύστερα θα μου εξομολογηθεί πως αυτή η χρονιά που πέρασε ήταν ακόμα μια χρονιά γεμάτη από απώλειες για κείνη και το σύζυγο της. “Ο γιος του συζύγου μου πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών” θα μου εκμυστηρευτεί. Χωρίς ωστόσο να μεταφέρει με δραματικό τρόπο την εμπειρία αυτή. Ούτε και τις υπόλοιπες για τις οποίες μου μιλούσε τις δύο ώρες που καθόμουνα απέναντι της σε ένα λευκό καναπέ και την παρακολουθούσα να μου εκφράζει με τα μάτια, τα χέρια, τα χείλη και την φωνή όλα όσα έζησε μέχρι να κατανοήσει πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποφύγεις τον πόνο στην ζωή άρα είναι μάταιο να προσπαθείς να προστατευτείς από αυτόν. “Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ζεις οτιδήποτε έρχεται στο δρόμο σου” μου είπε “και να πιστεύεις στην δύναμη που έχει ο άνθρωπος μέσα του”.
Δεν μιλήσαμε για τα βιβλία της ή μάλλον μιλήσαμε ελάχιστα. Μου είπε πως όλα αυτά τα χρόνια που γράφει δεν έχει μάθει τίποτα για το γράψιμο παρα μόνο πως πρέπει κάθε μέρα να εμφανίζεται μπροστά από τον υπολογιστή της και να περιμένει υπομονετικά την στιγμή που η…μούσα θα παρουσιαστεί μπροστά της. “Πάντα έρχεται εκείνη η στιγμή που κάτι αναπάντεχο γίνεται” είπε “και τότε νιώθω πως όλα όσα έχω φυλαγμένα σε ένα μυστικό συρτάρι μέσα στην ψυχή μου αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Είναι εκείνη η στιγμή που μπορώ να αναπνεύσω”. Μιλήσαμε περισσότερο για το τί σημαίνει απώλεια και πόνος και καινούργιες αρχές. Για το τί σημαίνει να σε σπρώχνει η ζωή στο χείλος του γκρεμού και να ανακαλύπτεις ξαφνικά πως υπάρχει τρόπος να μην τσακιστείς αλλά να συνεχίσεις να περπατάς.
Μου περιέγραψε εκείνη την χρονιά όπου η κόρη της ήτανε σε κώμα μέχρι που την έχασε κι’αυτή η απώλεια ήταν που την έκανε άλλο άνθρωπο. “Ήμουν στην Ισπανία” μου διηγήθηκε “στη παρουσίαση του βιβλίου μου. Ήταν το κόκτειλ πάρτι, ήτανε εκεί και ο Αντόνιο Παντέρας με τον οποίο κάναμε αστεία, όταν ήρθε ο σύζυγος μου για να μου πει πως η Πάουλα μπήκε στο νοσοκομείο. Εκείνη την στιγμή το ένιωσα πως η προηγούμενη μου ζωή μόλις είχε τελειώσει και πως από κει και πέρα θα ήμουν ένας άλλος άνθρωπος”. Είστε ένας άλλος άνθρωπος, την ρώτησα, και η απάντηση της ήτανε τελικά όλη μας η κουβέντα γύρω από το πως απελευθερώνεται κανείς από όλα εκείνα που θεωρεί ότι συνιστούν την ταυτότητα του. Για το πως μαθαίνει κανείς να αποδέχεται πως πάντα θα υπάρχει κάτι που μας υπερβαίνει. Για το πως ο πόνος σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και για το ότι το να είσαι ευάλωτος είναι τελικά δύναμη και όχι αδυναμία. “Δεν θέλω να δείχνω ευάλωτη” μου είπε προς το τέλος της κουβέντας μας και μάλιστα μου ομολόγησε πως είναι ένα πρόβλημα πάνω στο οποίο δουλεύει εδώ και χρόνια μέσω της ψυχοθεραπείας. “Σιγά σιγά μαθαίνω ωστόσο πως το να είσαι ευάλωτος δείχνει και την θέληση σου να μοιραστείς την ζωή και αυτό εμπεριέχει δύναμη όχι αδυναμία” είπε.
Μου είπε κι’αλλα. Για τη σημασία που έχει να παίρνεις ρίσκα στην ζωή, για το τί είναι εκείνο κάνει μια ζωή ενδιαφέρουσα, για το τί τελικά σημαίνει ευτυχία και για το πόσο λάθος έχουν όλοι όσοι πιστεύουν πως τώρα είναι που ζούμε την πιο δύσκολη εποχή. «Γεννήθηκα στα μέσα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου» είπε, «την εποχή του Ολοκαυτώματος, την εποχή που πέφταν οι ατομικές βόμβες στο Νακασάκι και στην Χιροσίμα. Την εποχή όπου κανείς δεν μιλούσε για τα δικαιώματα των εργαζομένων, των παιδιών, των γυναικών. Όχι αγαπητή μου, δεν ζούμε τώρα την πιο δύσκολη εποχή. Η ζωή έτσι ήταν πάντα. Γεμάτη από ανατροπές. Και σας διαβεβαιώ πως ο κόσμος αλλάζει προς το καλύτερο».
Μ’αυτή την διαβεβαιώση φυλαγμένη στο μυαλό μου έφυγα εκείνο το πρωινό από το γραφείο της. Περπάτησα μέχρι την μαρίνα, είχε ένα καυτό ήλιο, το φέρι κατέβαζε καινούργιους τουρίστες που έσταζαν ιδρώτα και ενθουσιασμό και γω κάθισα σε ένα παγκάκι, έβαλα τα γυαλιά του ήλιου και κάπνισα ένα τσιγάρο σκεφτόμενη πως τελικά η κ. Ιζαμπέλ Αλιέντε δεν έχει ζήσει μόνο μια ζωή ενδιαφέρουσα αλλά μια ζωή που την έχει μάθει να είναι ανοιχτή απέναντι σε όλα τα μυστήρια. Την έχει μάθει δηλαδή τί πάει να πει πραγματική ελευθερία...
Info: Η συνέντευξη της Ιζαμπέλ Αλιέντε είναι δημοσιευμένη στο www.elenixenou.com μαζί με ένα σύντομο βίντεο με απόσπασμα από κείνη την συνομιλία.
σχόλια