H "Eλληνική Ασφυξία" είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ηλία Νίσαρη. Γράφτηκε το καλοκαίρι του 2012 και κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2013 από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Μυθιστόρημα πολυφωνικό και πολυεπίπεδο, η "Ελληνική Ασφυξία'' εκτυλίσσεται από τον Απρίλιο του 2010, όταν και ανακοινώθηκε η είσοδος της Ελλάδας στον Μηχανισμό Στήριξης μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη του 2011. Η δράση του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των τριών παιδιών του εβδομηντάχρονου Παντελή Αγριπιώτη, του Πέτρου, της Νίνας και του Στέλιου και το πώς καθένα από αυτά βιώνει την πολιτική, οικονομική και ηθική κρίση.
Το μυθιστόρημα επιχειρεί να συλλάβει όλη αυτήν την παραφροσύνη των τελευταίων ετών, το άγχος, την κατάθλιψη, την άνοδο του ρατσισμού και του εθνικισμού, όλο αυτό αποπνικτικό αίσθημα που μας δημιούργησε η ύφεση.
Ζήτησα απ' τον Νίσαρη να μου πει πώς έγραψε το βιβλίο, και πώς τον ενέπνευσε η ζωή γύρω μας.
Η ιδέα για την Ελληνική Ασφυξία (που δεν είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα ποτέ, αλλά είναι το πρώτο που εκδίδεται) μου ήρθε στις αρχές του 2012. Εκείνη την περίοδο βίωνα μια δική μου, τριπλή (ας πούμε) ασφυξία: καταρχήν δούλευα σε μια δουλειά που μισούσα αλλά την οποία έπρεπε πάση θυσία να κρατήσω, προκειμένου να συντηρηθώ οικονομικά, κατά δεύτερον ένοιωθα πως δεν είχα καταφέρει να κάνω τίποτα από αυτά που φιλοδοξούσα να κάνω σαν συγγραφέας (και πρώτο από όλα το εξής πολύ απλό: να εκδώσω κάποιο βιβλίο) και κατά τρίτον βίωνα αυτή την ασφυξία που μας φορτώνουν καθημερινά τα μίντια, όλη αυτή την αρρωστημένη καταστροφολογία. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή πως ίσως δεν ήμουν ο μόνος που ένοιωθε έτσι και πως αυτή η αίσθηση του πνιξίματος ίσως να είναι γενικευμένη και θα μπορούσε επομένως να αποτελέσει το θέμα ενός –πολυφωνικού, μάλλον- μυθιστορήματος.
Σιγά-σιγά άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό μου μια υπόθεση, ένας συνδυασμός ιστοριών που είχα σκεφτεί πρόσφατα και τις οποίες τις συνέδεσα με τέτοιον τρόπο, ώστε να αφορούν τελικά τα μέλη μιας όχι τυπικής, αλλά τόσο γνώριμης ελληνικής οικογένειας.
Δεν θα κρύψω ότι βάσισα πολλά στοιχεία του κεντρικού χαρακτήρα πάνω σε μένα τον ίδιο (κυρίως τη μελαγχολία που τον διέπει και την εμμονή του για τη συγγραφή). Αυτό που ήθελα να περιγράψω, άλλωστε, ήταν το άγχος και η σκοτείνια που βίωνα εγώ ο ίδιος και κάποιοι, τουλάχιστον, από τους ανθρώπους που συναντούσα καθημερινά. Στη συνέχεια, όμως, καθώς έγραφα το βιβλίο, ο χαρακτήρας αυτός (όπως, στην ουσία, και όλοι οι υπόλοιποι) ξέφυγε από τα στεγανά που είχα θέσει, έγινε κάποιος άλλος από αυτόν που είχα φανταστεί.
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Στέλιος Αγριπιώτης, βιώνει την ίδια αγωνία και την ίδια μαυρίλα, με έναν διαφορετικό, όμως, τρόπο, σαν να τον καταθλίβει, αλλά παράλληλα, σαν να αντλεί και μια κάποια ευχαρίστηση από αυτήν, και για αυτόν τον λόγο θεωρώ πως είναι ένας πολύπλευρος αλλά επίσης ένας πολύ καίριος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Αυτά που του συμβαίνουν είναι εν τέλει διαφορετικά, έστω κι αν το φόντο είναι το ίδιο. Το αν αυτή η κατάσταση τον καταπνίγει ή τον οδηγεί τελικά στη λύτρωση και την κάθαρση είναι κάτι που εξαρτάται από το πώς θα αναγνώσει/ερμηνεύσει ο καθένας το τέλος του βιβλίου (το τι συνέβη σε μένα είναι μια άλλη ιστορία).
Πέρα, πάντως, από προσωπικές εμπειρίες ή από ιστορίες που είχαν προκύψει από τη φαντασία μου, χρησιμοποίησα επίσης πολλά πράγματα που είχα συγκρατήσει από το πρόσφατο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό παρελθόν αυτής εδώ της της χώρας, όπως το «λεφτά υπάρχουν», το Καστελόριζο, τα παραληρήματα γνωστού δημοσιογράφου που έχει πρωινή εκπομπή στο ραδιόφωνο και στον οποίο δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση οι ταξιτζήδες, την μεγάλη πορεία-απεργία της 5ης Μαΐου του 2010 με την τραγική της κατάληξη, την άνοδο του εθνικισμού και του ρατσισμού και κάμποσα ακόμα –σε όλα αυτά δεν ενέπλεξα άμεσα τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου, αλλά προσπάθησα να αποτυπώσω το πώς τους επηρέασαν ψυχολογικά και πρακτικά. Υπήρξε, φυσικά, μια πρόκληση το να προσπαθήσω να περιγράψω όλα αυτά τα συμβάντα με μυθιστορηματικό τρόπο και, επίσης, να τους προσδώσω μιαν άλλη, διαφορετικού είδους βαρύτητα από αυτήν που είχαν πάνω μου.
Το μυθιστόρημα γράφτηκε από τα μέσα Μαΐου ως τις δεκαπέντε Ιουλίου του 2012 (είχα θέσει στον εαυτό μου ως deadline τις 12 Ιουλίου, όταν και θα εμφανιζόταν στον Λυκαβηττό ο Morrissey, ο οποίος παίζει κι αυτός έναν κάποιο ρόλο στο βιβλίο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερα). Γράφοντάς το, ένοιωσα να ξεδίνω, να ξορκίζω όλα αυτά που με είχαν βαρύνει τα τελευταία χρόνια. Ένοιωσα επίσης πως ήμουν πια ένας διαφορετικός συγγραφέας, πως η γραφή μου είχε γίνει πιο πυκνή, πιο περίπλοκη, και πως είχα καταφέρει να κερδίσω το στοίχημα της πολυφωνικότητας που είχα θέσει εξ αρχής στον εαυτό μου.
Δεν ξέρω πως μπορεί να φανεί το βιβλίο σε κάποιον που θα το διαβάσει. Ίσως ο τίτλος και μόνο να είναι ξενερωτικός για κάποιους. Αυτό που θέλω να καταστήσω σαφές είναι πως το μυθιστόρημα είναι ειλικρινές, πως δεν αποτελεί μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της «καυτής πατάτας» της κρίσης. Επίσης, χωρίς να θέλω να σας προϊδεάσω, πρέπει να πω πως το βιβλίο, παρά τη μαυρίλα του τίτλου και της εποχής που το ενέπνευσε, είναι εν τέλει αισιόδοξο. Ίσως αυτό να είναι το πιο σημαντικό.
σχόλια