Όπως σας είχα υποσχεθεί σε προηγούμενο σημείωμά μου (Αμαξά! Τους ίππους σου κατά τα Πατήσια!) θα ολοκληρώσουμε σήμερα την επίσκεψή μας στα Πατήσια με ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «ΕΥ» για το «Έθνος». Βρισκόμαστε στο 1938. Η Αθήνα είναι πλέον μια μοντέρνα, «αγνώριστη» για τους Παλιούς Αθηναίους Πόλις!
«Συνεχίζοντας τις... “ανταποκρίσεις” απ’ την περιοδεία μας ανά το Άστυ, φτάνουμε απόψε στη μεγαλείτερη αθηναϊκή “πόλι”, που είνε, χωρίς άλλο, η “συμπρωτεύουσα” της Αθήνας, μαζί με το Ζάππειο! Τη σκίζει στη μέση η φαρδειά, ασφάλτινη κορδέλλα της οδού Πατησίων. Αρχίζει απ’ το Μουσείο και ξαπλώνει γύρω της σ’ εκτάσεις ατέρμονες, γεμάτες απ’ τ’ ασύμμετρα “ορθογώνια” και “παραλληλεπίπεδα” της ρυμοτομίας, το άφθονο μπετόν-αρμέ της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, το φορμαρισμένο σε ψηλούς, μονοκόμματους συνοικισμούς πολυτελείας, με κυβικούς εξώστες και κομψές πέργκολες.
"Πατησίων" Πίνακας του Σπύρου Βασιλείου
»Είνε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα “πόλις”! Κι’ ασφαλώς ανήκει στην αριστοκρατία των μεγάλων “καρτιέ”. Αμιλλάται με το Κολωνάκι και με τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Μπορεί να μην έχει την αρχοντική τους επιβλητικότητα, ούτε και τη βαρειά αίγλη και τον αυστηρό γαλαζοαιματισμό τους, μα έχει τη μοντέρνα χάρι και το σύγχρονο γούστο∙ τη φρεσκάδα και τη γοητεία της εξελιγμένης αισθητικής. Εκπροσωπεί την εποχή μας! Είνε πλημμυρισμένη απ’ τις πολύχρωμες, φωτεινές δέσμες σωληνωτών επιγραφών. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπενζίνα.
»Βραδάκι. Φώτα, θόρυβος, κίνησις, κλάξον. Εδώ δε γίνεται περίπατος στο δρόμο. Πού να γίνη; Οι πεζοί έχουν περιορισθή αναγκαστικώς στα πέτρινα περιθώρια της ασφάλτου. Το κόρτε γίνεται μεταξύ κομψών τροχοφόρων. Μια κούρσα παίρνει από πίσω την άλλη. Τη... διπλαρώνει. Κάποτε την προσπερνά. Συνήθως φθάνουν και οι δύο στο ίδιο τέρμα. Κατεβαίνει εκείνος, κατεβαίνει εκείνη, κι’ αφού γνωρίστηκαν οι κούρσες τους, γνωρίζονται κι’ αυτοί. Φλερτ ραφιναρισμένο! Αλλά καμμιά φορά γίνεται και σύγκρουσις. Αυτό συμβαίνει όταν μπη και τρίτη κούρσα στη μέση. Συγκρούονται... τ’ αντίζηλα αυτοκίνητα, ενώ το πολυτελές τετράτροχο με το κομψό του έμψυχο φορτίο, που είνε η αιτία της συγκρούσεως, φεύγει μ’ εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα!
»Τώρα, όσοι δεν έχουν την κοινή πολυτέλεια τεσσάρων ιδιοκτήτων τροχών, αναγκάζονται να φλερτάρουν στις “πατισερί” του “μπουλβάρ”. Τέσσερα ή πέντε “Ζοννάρ” διακοσμούν το δεξί πεζοδρόμιο του κομματιού που αρχίζει απ’ του Λεβίδη και τελειώνει στη πλατεία Αγάμων (σ.σ. πιο γνωστή σήμερα ως Πλατεία Αμερικής).
»Κάθε βράδυ, τα πεζοδρόμια κατάσχονται απ’ τον κομψό θηλυκόκοσμο της συνοικίας και γίνονται σωστή βιτρίνα περιποιημένων θελγήτρων. Άφθονες ταβέρνες. Μοντέρνες, υπαίθριες, περιποιημένες, με όλα τα κομφόρ που απαιτεί η εμφάνισι της πρόχειρης εμπορικής πολυτέλειας, με σκηνοθετημένη γραφικότητα που έχει κατασκευάση το “δαιμόνιο πνεύμα” του επιχειρηματίου, τοποθετώντας μπλε και κόκκινα φώτα μέσα στα δέντρα. Με τον απαραίτητον ντιζέρ (σ.σ. μια από τις καινούριες λέξεις που προστέθηκαν στο λεξιλόγιο του Αθηναίου, ένα κράμα τραγουδιστή-παρουσιαστή-περφόρμερ), και την περιοδεύουσαν, εις τα τραπεζάκια, ορχήστραν, πουλάνε παγωμένο κρασί, κακομαγειρεμένο φαΐ και άφθονον, μελωδικόν ρωμαντισμόν... Οι ταβέρνες αυτές είνε “σικ” κέ- ντρα και με ανεγνωρισμένο, νομίμως, τον τίτλο της πολυτελείας.
»Αυτό δεν εμποδίζει ως τόσο νάρθουν κάποτε και θαμώνες ανεπιθύμητοι. Μέσα στις άψογες βοστρυχωτές κομμώσεις και τα παρφουμαρισμένα εμπριμέ, εμφανίζεται άξαφνα ένας ιδιόρρυθμος δανδής με κασκέτο, κόκκινο πουκάμισο και λαδωμένη αφέλεια. Συνοδεύει το “κορίτσι”: Πλούσιες στρογγυλότητες... αδέξιο μπογιάτισμα με φτηνά καλλυντικά, ίχνη αποτυχημένου μπιγκουντί στο κεφάλι, ντόπιο άρωμα που θυμίζει κουρείο, πρόστυχο βερνίκι στα νύχια, το “κορίτσι” προσωποποιεί τον ονειρώδη έρωτα του νταήδικου δανδισμού. Ο καβαλλιέρος κρατάει διαρκώς τα χέρια του μετέωρα, κοντά της. Είν’ εύθραυστη και φοβάται μην πέση και σπάση!... Το βλέμμα του καρφώνει μαχαίρια τριγύρω της!
»Κάθονται, παραγγέλλουν. Κι’ έρχεται ο ντιζέρ. Αβρός, μελισταγής, γλυκανάλατος, σκύβει κατά τη συνήθεια κοντά σ’ εκείνην και της ψιθυρίζει λιγωμένος στ’ αυτί το ρεφραίν:
«Κάποιο μυστικό έχω να σου πω
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ...»
– Τι λες, ρε; εκρήγνυται άξαφνα ο καβαλλιέρος τραβώντας μια μαχαίρα σαν γιαταγάνι.
»Τα παρφουμαρισμένα εμπριμέ τσιρίζουνε απεγνωσμένα. Ο ατσαλάκωτος καθωσπρεπισμός το βάζει στα πόδια. Κερώνει ο ντιζέρ. Παγώνει ο μαιτρ. Μαρμαρώνει το γκαρσόνι. Έρχεται ο διευθυντής:
– Παρεξήγησις, κύριε...
– Τι παρεξήγησις; Αφού της έσκασε το παραμύθι μπρος στα μάτια μας! Για μπακλαβάδες μας περνάς; Άντρες με μουστάκια είμαστε!
»Ζητεί τότε συγγνώμην ο διευθυντής, υβρίζεται ο ντιζέρ, έρχεται μια μπουκάλα κρασί, “δίνει τόπο της οργής” ο θιγείς θαμών και το επεισόδιον λήγει.
»Άφθονα θεάματα η συνοικία: “Έσπερος”, “Αθηνά”, “Ρουαγιάλ”, “Παρκ”, “Λίντο”, “Γκλόρια”, “Κυβέλεια” κλπ. Σινεμά-βαριετέ τα δύο πρώτα, κινηματογράφοι τα υπόλοιπα, συγκεντρώνουν όλο τον κόσμο το βράδυ.
»Ο νεαρός θηλυκόκοσμος απολαμβάνει οπτικώς τη γοητεία του Γκάρυ Κούπερ... Ολίγον Φοξ-Μούβιτον, “όλα τα νέα επίκαιρα” κατά τον πλεονασμόν της προβολής, ολίγη Γκρέτα Γκάρμπο..., ολίγη λεμονάδα και ολίγη αθώα παρεκτροπή των βλεμμάτων προς τα θεωρεία, όπου γίνεται η συνήθης παράταξις γυμνών γαμπών και η βραδυά επέρασε. Ένα παγωτό στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας, λίγη συζήτησις χωρίς ενδιαφέρον, τέσσερα χασμουρητά και “Καληνύχτα σας...”».
Μη λησμονείτε, αν σας πιάνει έντονη νοσταλγία, να επισκέπτεστε κάπου-κάπου την Παλιά Αθήνα, είναι το καλύτερο «ηρεμιστικό».
σχόλια