Εκεί που πίνεις ένα βράδυ το ποτό που δεν έπρεπε, το υπερβάλλον, και θυμάσαι πράγματα που μια χαρά η ανάγκη τα έχει σκεπασμένα, σκέφτεσαι φίλους που παραμέλησες – αν και σε ξέρουν απ' την καλή και την ανάποδη.
Ή θυμάσαι τόπους. Ή σπίτια.
Δεν είναι μόνο το ποτό που στρέφεσαι έτσι στη δοκιμασμένη αγάπη. Είναι και τα ερείπια που ζεις. Αλλά ας το πάρουμε απ΄την αρχή.
Μερικοί λένε ότι η κρίση χάλασε τον κοινωνικό ιστό (τον ποιο;), αλλά εγώ νομίζω τον καθάρισε, τον αποκατέστησε, τον έδειξε όπως ακριβώς είναι. Χωρίς ψευδαισθήσεις, ο καθένας φάνηκε στα κυβικά του, τραβήχτηκε εκεί όπου ανήκει.
Και στο ξεβράκωμα των ουρανών, όπως μετά την καταιγίδα, μια ασημένια αχτίδα έπεσε πάνω στο χαμένο πρόβατο:
— Τι γυρεύει ο Τάκης μες στα σκυλιά της πόλης;... Να γυρίσει ο Τάκης αμέσως σπίτι του!
ή
— Τι θέλει δίπλα μας αυτό το υποκείμενο που εκφράζει ό,τι μισούμε;... Να φύγει. Να μην πίνει απ' το ποτήρι μας. Να μην ακούει τις λέξεις μας.
Φίλοι στρέφουν σε φίλους, όπως τα ηλιοτρόπια. Πάω και τους ξαναβρίσκω, έρχονται και με ξαναβρίσκουν. Και λέμε: Πού ήμασταν χαμένοι τόσο καιρό! Δεν μείναμε και πολλοί. Δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο.
Αυτό το αίσθημα, της σχεδόν σωματικής νοσταλγίας προς την ομάδα που σε διαμόρφωσε όταν ήσουν ακόμα εύπλαστος και τόλμαγες να ξυπνάς κάθε πρωί αλλαγμένος, το νιώθω ολοένα, όσο η Ελλάδα μεταμορφώνεται σε έναν λάκκο λεόντων, σε ένα ξεδιάντροπο πουταναριό. Και νομίζω δεν είμαι ο μόνος.
Φίλοι στρέφουν σε φίλους, όπως τα ηλιοτρόπια. Πάω και τους ξαναβρίσκω, έρχονται και με ξαναβρίσκουν. Και λέμε: Πού ήμασταν χαμένοι τόσο καιρό! Δεν μείναμε και πολλοί. Δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο.
Κι εκεί που νομίζαμε ότι είμαστε χαμένοι στην απέραντη, διαρκή ελληνική χρεοκοπία, την ηθική, βλέπουμε τα γνώριμα μάτια, τα οικεία πρόσωπα, που είναι το αληθινό κράτος-πόλη μας, η οικογένειά μας. Και το επείγον αίσθημα της αυτοσυντήρησης μας κάνει να ξεπερνάμε κάτι μικρότητες, κάτι εγωισμούς που μας χώριζαν. Συνερχόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Στο τέλος, ο καθένας γίνεται αυτό που είναι.
Και βεβαίως σε μια παράλληλη Ελλάδα, κτηνωδώς ισχυρότερη από τη δική μας, αλήτες κάθε μορφής δίνουν τα χέρια γύρω από μια κοινή φωτιά. Ενωμένοι από την απάτη, τον φόνο, και το ψέμα. Ή από τα φθηνούτσικα παραπροϊόντα τους: τον φθόνο, τα απωθημένα, τις κοσμικές ονειρώξεις, το μίσος του Άλλου.
Σε αυτή την τόσο ανώμαλη ιστορική φάση, τα νερά, αντί να τρέχουν προς τη θάλασσα, γυρνάνε στις πηγές. «Αποκαλυπτικά». Δείχνοντας ο καθένας πού ανήκει. Και τι είναι τελικά.
Καθάρματα και καλοί άνθρωποι κοιτάζονται από απέναντι λουφάζοντας.
Θέλεις να πας σε αυτούς που ανήκεις. Θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου.