Περίπολος στην πόλη, ΙΙ
Ο Οδυσσέας Γεωργίου έλαβε με το ταχυδρομείο (!), ναι, στην εποχή μας, ταχυδρομείο!, το κείμενο που ακολουθεί. Το υπογράφει ο ποιητής του Αυτόματου, ο άνθρωπος που έγραψε την Ιστορία της Μουσικής και το Playback, ο Θάνος Σταθόπουλος. Από τον Θάνο Σταθόπουλο, γράφει ο Μάνος Γιαννόπουλος, στον Οδυσσέα Γεωργίου, το κείμενο προσφέρθηκε γενναιόψυχα στον Νίκο Βελή, γνωστό στον στενό κύκλο των Ηλεκτρολεττριστών, και από τον Νίκο Βελή εκλάπη ένα βράδυ από εμένα τον Μάνο Γιαννόπουλο, γράφει, ας το επαναλάβουμε, ο Γιαννόπουλος στον Γεωργίου. Το κείμενο συμπυκνώνει με τρόπο ατσαλάκωτο και με γραφή λαμπίκο την secret life της Ελλάδας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Οι δεκαετίες μέσα από τον βίο του ενός. Η Μεταπολίτευση σε ένα, έστω εκτεταμένο, τηλεγράφημα. Ιδού:
AU REVOIR
Δεν έχω κουλτούρα του κλαμπ. Ίσως επειδή δεν έπαιρνα ναρκωτικά, ελάχιστα έχω ενδώσει στην ατμόσφαιρα του κλαμπ. Ούτε κουλτούρα καφενείου. Τα καφενεία ανήκουν σε παλιότερες γενιές, η γενιά μου μόνο στο τέλος τους τα πρόλαβε, λίγο πριν εξαφανιστούν οριστικά, για να πάρουν τη θέση τους οι καφετέριες και κατόπιν τα νέου είδους καφέ, αυτά στα οποία, ψάχνοντας πλέον με τα κυάλια για να βρω το λιγότερο ενοχλητικό και θορυβώδες και στοιχειωδώς καλαίσθητο, εξακολουθώ να περνάω μία δύο ώρες την ημέρα το πολύ. Ωστόσο, συχνάζω πάνω από τριάντα χρόνια στα λεγόμενα καφενεία. Η κουλτούρα μου είναι κυρίως η κουλτούρα του μπαρ. Ό,τι ισχύει για τα λεγόμενα καφενεία θα ’λεγα ότι ισχύει ακριβώς για τα σημερινά μπαρ. Χρειάζεσαι κι εδώ κυάλια για να βρεις ένα μπαρ που να μη σε προσβάλλει και να πιεις ένα ποτό. Το τελευταίο ασφαλώς που θα επιχειρούσα θα ήταν μια σημειολογία του μπαρ. Δεν υπάρχει λόγος, έχουν γραφτεί τα πάντα, με αποκορύφωμα στην ελληνική γλώσσα, το Περί μέθης, του Παπαγιώργη. Θα πω μόνο ότι στο μπαρ έφτιαξα χαρακτήρα, όπως τόσοι άλλοι πριν από μένα, μαζί μ’ εμένα και μετά από μένα. Πηγαίνω στο μπαρ από δεκαέξι ετών – το πρώτο μπαρ που πάτησα το πόδι μου ήταν το Aurevoir. Ιδέα δεν είχα περί τίνος πρόκειται το 1979. Περπατούσα στην Πατησίων όταν το μάτι μου έπεσε στο ισόγειο μαγαζί του αριθμού 136. Ήταν μεσημέρι - κανονικά θα ’πρεπε να ’μαι στο σπίτι μου, απορώ πώς βρέθηκα στους δρόμους, παρότι δεν μου έλειπαν οι δρόμοι, τουναντίον. Μαγνητίστηκα τόσο πολύ που μου ήταν αδύνατον να μην περάσω την πόρτα. Μπήκα με συστολή και κάθισα. Κανείς δεν έδωσε σημασία στο σκάνδαλο. Κοιτούσα έκθαμβος το μπαρ και την Πατησίων να επιμένει στα μάτια μου. Δεν είχα αρχίσει ακόμη να πίνω, μολονότι κάπνιζα. Δεν θυμάμαι εάν ήταν ο κύριος Θόδωρος ή ο κύριος Λύσανδρος που μού σέρβιρε το φρουτπάντς χωρίς αλκοόλ που παρήγγειλα. Κάπνισα πολλά τσιγάρα ώσπου να ξεκολλήσω. Σκέφτομαι τώρα ότι πιθανώς να συνυπήρξα με πρεσβύτερους θαμώνες που αργότερα συνάντησα εκεί πίνοντας μαζί τους μέχρις εσχάτων. Όπως, για παράδειγμα, με τον ποιητή Γιώργο Καραβασίλη. Και άλλους. Στις σπασμένες δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, θα επισυμβούν συνευρέσεις, χωρισμοί, τσακωμοί και συμφιλιώσεις, εξακολουθώντας μέχρι σήμερα να ζούμε το παρόν ενός παρελθόντος κι ενός μέλλοντος. Η Πατησίων επιμένει λυρικά.
Συνεχίζεται. Αύριο: Περίπολος στην πόλη, ΙΙΙ
σχόλια