Τα πράγματα είναι απλά: δε μπορούμε να περάσουμε στο παραπέρα. Ο θεός είναι τώρα, όχι κάποτε και αργότερα. Αυτό κατάλαβα από το Δεκαήμερο. Πολλά χρόνια πριν κάποιοι κατάλαβαν άλλα και το έκαναν τσόντα με καλόγριες και ο Παζολίνι μαγική ταινία. Εχει αυτό το κείμενο ένα δέρμα. Και έναν συγγραφέα που κάποτε έλεγε «εμένα δε με εμπνέει καμία μούσα, με εμπνέει η τάδε γυναίκα». Χοντρικά η ζωή είναι μια αποκάλυψη, μια ανακάλυψη ενός αγουροξυπνημένου που ψάχνει τι συμβαίνει ανάμεσα στα πόδια του. Ετσι, αυτή την παράσταση κανονικά, θα μπορούσε να τη δει κανείς εκεί ανάμεσα στους ηθοποιούς, σε ένα χράμι, ή στο ζουληγμένο από άλλους ύπνους στρώμα. Γιατί εμείς είμαστε και εδώ και απέναντι. Και αυτοί που αφηγούνται και αυτοί που ακούνε τις ιστορίες, στην ίδια πλευρά. Τι λέει η παράσταση του Καραθάνου; Ότι παλιώνουμε και γερνάμε πολύ πιο γρήγορα από παλιά. Ότι γερνάνε οι χθεσινές ιδέες. Λέει να γυρίσουμε στα βασικά, στα πρώτα υλικά. Στην πρώτη ανάγκη. Να δεις μια σκιά και να κάτσεις από κάτω, να δεις το νερό και να πας προς τα εκεί να ξεδιψάσεις. Να ταπεινωθείς, να βγάλεις το πρώτο επίπεδο και μετά να σκεφτείς. Αλλιώς πάντα θα βγαίνει το κακομαθημένο μας παιδί. Ότι οι άνθρωποι όταν ζουν μέσα στην καρδιά του θεάτρου γεννούν θέατρο.
Απλές ιστορίες είναι και αυτές στο Δεκαήμερο. Τις λένε χρόνια, αιώνες, στα χωριά. Για μια γαϊδάρα που θρέφει μια οικογένεια, για μια μάνα που χάνει ένα παιδί και λέει «προτιμώ έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη από πλούτη, από πλούτη που έχουν ανάγκη από άνθρωπο», για μια γυναίκα παντρεμένη με έναν άντρα που πάει με άντρες, για έναν εραστή που τον σκοτώνουν και εκείνη φυτεύει το κεφάλι του, για μια άλλη που απεχθάνεται τη φύση της μέχρι να την ανακαλύψει, για τις υποσχέσεις που δίνουμε όταν είμαστε ζωντανοί ότι θα επιστρέψουμε να πούμε τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά. Το λένε τα παραμύθια, τα δημοτικά και όλα τα τραγούδια του κόσμου που γράφτηκαν από διψασμένους, από χαρμάνηδες της ζωής.
Αυτή η παράσταση είναι σαν θεραπεία, μια απόλαυση, επειδή δουλεύει με αυτά τα σπουδαία υλικά, το σώμα, την αξία της αφήγησης, την ανάγκη της επικοινωνίας. Εχει τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη να προσφέρουν γενναιόδωρα αυτό που κατέχουν. Τον εαυτό τους. Αυτή η από σκηνής γενναιοδωρία είναι σαν ένα πρωινό του κόσμου. Οι σκέψεις έρχονται μετά. Και οι φιλοσοφίες. Και τα συμπεράσματα. Και τα ποτά και τα τσιγάρα. Εκεί, μέσα στην παράσταση, ζεις. Αν υπάρχει κάτι τολμηρό στη ζωή και στην τέχνη σήμερα είναι να γυρίσεις πίσω και να κάνεις θέατρο τη βασική αξία της ζωής. Να πας στο «φοβάμαι να ζήσω, φοβάμαι και να πεθάνω» και να το εξηγήσεις, να το μοιραστείς. Να παίξεις στα ίσα το θεατή. "Αυτή είναι η δική μου ψυχή και είναι και η δική σου".
Το λέει απλά, απλούστατα και η παράσταση αυτή και έτσι είναι: Η ζωή είναι ένα μυστήριο. Έξω είναι άνοιξη, ο θρίαμβος της ζωής επί του θανάτου, το «θανάτω θάνατον πατήσας» της Αναστάσιμης προσευχής, το «γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα» του Σολωμού, «το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα», του Εμπειρίκου,το "τα ματόκλαδά σου λάμπουν" του Βαμβακάρη. Η βόλτα με αυτούς που αγαπάς στο ίδιο πεζοδρόμιο δίπλα σε ένα κορίτσι που αργοπεθαίνει από πρέζα. Η ζωή είναι ένα όργιο από το οποίο δε βγαίνουν όλοι ζωντανοί. Μα μόνο οι ζωντανοί κρατούν το μυστικό και το μυστήριο, τη φύση και τον έρωτα. Δεν υπάρχει γενναιόδωρος νεκρός.
σχόλια