Η διαδεδομένη πεποίθηση, ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, ότι τα ζώα είναι πολύ καλύτερα στην όσφρηση από τον άνθρωπο, αποτελεί απλώς έναν μύθο του 19ου αιώνα που διαιωνίζεται έως σήμερα. Η πραγματικότητα είναι ότι η ανθρώπινη μύτη θα μπορούσε να ανταγωνισθεί ακόμη και του σκύλου, όπως υποστηρίζει Αμερικανός επιστήμονας σε άρθρο του στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό "Science".
Ο νευροεπιστήμονας Τζον ΜακΓκαν, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ράτγκερς του Νιού Τζέρσι, ο οποίος μελετά το σύστημα όσφρησης εδώ και 14 χρόνια, συνέκρινε και αξιολόγησε κάθε μελέτη που έχει δημοσιευθεί πάνω στο θέμα.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα πηγάζουν από μια τεράστια παρεξήγηση: το αναλογικά μικρό μέγεθος του ανθρωπίνου εγκεφάλου που ασχολείται με την όσφρηση. Ο λεγόμενος «οσφρητικός βολβός» καταλαμβάνει στον άνθρωπο το 0,01% του συνολικού όγκου του εγκεφάλου του, έναντι 0,1% του εγκεφάλου στους μακάκους, 0,18% στην κατσίκα, 0,31% στον σκύλο και 2% στα ποντίκια.
Για τον λόγο αυτό, με κύριο υπεύθυνο τον Γάλλο γιατρό Πολ Μπροκά από το 1879, επικράτησε η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος υστερεί σημαντικά έναντι των ζώων στο πεδίο της αντίληψης των οσμών. Ακόμη και ο Ζίγκμουντ Φρόιντ είχε επηρεασθεί, υποστηρίζοντας ότι η υστέρηση στην όσφρηση -την οποία θεωρούσε αναπόφευκτη κατά το πέρασμα των ανθρώπων από τη ζωική κατάσταση στον πολιτισμό- έκανε τους ανθρώπους πιο σεξουαλικά καταπιεσμένους και κατ' επέκταση πιο ευάλωτους στις ψυχικέ; παθήσεις.
«Εδώ και τόσο καιρό οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν το ίδιο πράγμα, ακόμη και όσοι μελετούν την όσφρηση επαγγελματικά. Το γεγονός όμως είναι ότι η αίσθηση της όσφρησης στους ανθρώπους είναι εξίσου καλή με τα άλλα θηλαστικά, όπως τα τρωκτικά και οι σκύλοι» δήλωσε ο ΜακΓκαν. «Οι άνθρωποι μπορούν να διακρίνουν ίσως ένα τρισεκατομμύριο διαφορετικές οσμές, πολύ περισσότερες από τις 10.000 που συχνά γράφουν τα εισαγωγικά πανεπιστημιακά εγχειρίδια ψυχολογίας», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τον ΜακΓκαν, το τμήμα για την όσφρηση στον ανθρώπινο εγκέφαλο είναι αρκούντως μεγάλο (μεγαλύτερο σε απόλυτο μέγεθος σε σχέση με πολλά άλλα ζώα) και κυρίως έχει τον ίδιο περίπου αριθμό νευρώνων (εξειδικευμένων εγκεφαλικών κυττάρων) με τα άλλα ζώα.
Οι κυτταρικοί οσφρητικοί υποδοχείς στη μύτη «υποδέχονται» τα μόρια των διαφόρων οσμών και στέλνουν τις σχετικές πληροφορίες στον οσφρητικό βολβό του εγκεφάλου, όπου, σε συνεργασία με άλλα τμήματα του εγκεφάλου (που εμπλέκονται π.χ. στη μνήμη και στο συναίσθημα), γίνεται η αναγνώριση των οσμών.
«Για μερικές οσμές, όπως του καλού κρασιού ή της μπανάνας, είμαστε πιο ευαίσθητοι ακόμη και από τα σκυλιά και τους ποντικούς», υποστηρίζει ο Αμερικανός επιστήμονας και τονίζει πως τίποτε δεν αποδεικνύει ότι το αναλογικά μεγαλύτερο μέγεθος του οσφρητικού βολβού είναι το μόνο πράγμα που βελτιώνει την όσφρηση.
Από την άλλη, όπως επισημαίνει, αρκετές μελέτες δείχνουν πλέον ότι η σταδιακή απώλεια της όσφρησης στους ηλικιωμένους αποτελεί σήμα κινδύνου τόσο για κατάθλιψη όσο και για την εμφάνιση προβλημάτων μνήμης και ίσως νευροεκφυλιστικών νόσων, όπως το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ
σχόλια