Η «Καρδιά των πραγμάτων» είναι ένα μυθιστόρημα ζόφου, ένα μυθιστόρημα βαρύτατου πένθους, και μόνο έτσι διαβάζεται ― και μόνο έτσι θα διαβαστεί από τους πολλούς και φανατικούς αναγνώστες του Γκράχαμ Γκρην. Και βέβαια είναι ένα από τα μεγάλα Βιβλία του Χαμού αυτού του Καθολικού συγγραφέα. Ο ίδιος, όπως διαβάζουμε στο αυτί της έκδοσης, προλαβαίνει να διαχωρίσει τη θέση του: «Πάντοτε υπενθύμιζα ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου Καθολικό συγγραφέα, αλλά συγγραφέα που τυχαίνει επίσης να είναι Καθολικός». Σαφώς και αυτό ισχύει για άλλα βιβλία του, και μάλιστα τα περισσότερα και τα πιο γνωστά. Σε αυτό όμως, όπως άλλωστε και στο δίδυμό του «Η δύναμις και η δόξα», έχουμε έναν Καθολικό συγγραφέα, εκατό τοις εκατό. Διαφορετικά, δεν θα κρατούσαμε στα χέρια μας ένα τόσο καθηλωτικό βιβλίο, ένα πραγματικά ανατριχιαστικό μυθιστόρημα Καθολικού Τρόμου.
Τοποθετημένη στη Σιέρα Λεόνε (δεν κατονομάζεται) κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα φτωχό, άθλιο προτεκτοράτο της Μεγάλης Βρετανίας όπου ο Γκρην είχε μείνει φυσικά για ένα διάστημα (πάντα χρησιμοποιούσε για σκηνικό των βιβλίων του τα μέρη που επισκεπτόταν, εξ ου και οι τόσο ρεαλιστικές περιγραφές όλων αυτών των εξωτικών τόπων), η «Καρδιά των πραγμάτων» ακολουθεί σαν κατάσκοπος τα βήματα του ευσυνείδητου αστυνόμου Σκόμπι. Είναι ένας περίεργος υπάλληλος του βρετανικού Στέμματος αυτός, είναι φιλαλήθης και τίμιος, φιλότιμος και εργατικός, δεν μοιάζει πολύ με τους άλλους, δεν υποκύπτει σε πιέσεις, δεν δέχεται να δωροδοκηθεί, δεν έχει καν κάποια φιλοδοξία.
Με εξαίρεση τον ήχο της βροχής πάνω στον δρόμο, στις στέγες, στην ομπρέλα του, η σιωπή ήταν απόλυτη· μόνο το μισοσβησμένο βογκητό των σειρήνων συνέχισε για λίγες στιγμές ακόμα να δονείται μέσα στ' αυτιά του. Αργότερα, ο Σκόμπι αναλογιζόταν πως αυτό ήταν το απώτατο όριο ευτυχίας που έφτασε ποτέ: να είναι στα σκοτάδια, μόνος, με τη βροχή να πέφτει, χωρίς αγάπη και χωρίς οίκτο.
Το βιβλίο, παρά τα υλικά του ζόφου από τα οποία είναι φτιαγμένο, διαβάζεται εύκολα και, ξαναλέμε, έχει τόσο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που αισθάνεσαι διαρκώς να παρακολουθείς ένα νουάρ στην τηλεόραση.
Ο Σκόμπι είναι ένα ανθρωπάκι που πασχίζει μεν να μην αφήσει κανένα αποτύπωμα στη γη, μα και ακέραιος σε βαθμό σχεδόν ενοχλητικό, τόσο που ίσως διασαλεύει τη «φυσιολογική» κατάσταση, το πράγμα ως έχει. Αγαπά τη γυναίκα του μόνο όσο τού το επιτρέπει ο οίκτος για αυτήν ― ουσιαστικά δεν την αντέχει πια, δεν υποφέρει την γκρίνια της, τις διαρκείς οχλήσεις της, την ανάγκη της να φύγει από έναν τόπο βρομερό και άθλιο, από μία επίγεια Κόλαση γεμάτη ιδρώτα και λάσπη και χώμα και ζωύφια κάθε λογής. Παραδομένος εκστατικά στη μοίρα του, σε μια ζωή που την ερμηνεύει σαν διέλευση από έναν τόπο μαρτυρίου (κάτι τέτοιο είναι άλλωστε) από τον οποίο δεν επιτρέπεται να αποδράσει, θα απολαμβάνει κάθε στιγμή που ζει μέσα στη φτώχεια, σε μία χαμηλού επιπέδου τάξη, υπό έναν σοφό πυρακτωμένο ήλιο που του υπενθυμίζει διαρκώς πόσο αμαρτωλός και πόσο απολύτως ένοχος είναι. Ο Σκόμπι είναι βαθιά πιστός, κουβαλά τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων σαν δικές του, και τις παραδέχεται μία-μία. Παραδέχεται επίσης πόσο ατελώς είναι σε θέση να πιστεύει και να λατρεύει τον Θεό του. Αμφισβητεί διαρκώς την πίστη του, μανιάζει και τρελαίνεται, αλλά υποδορίως, χωρίς φωνές και εξάψεις, μόνο για αυτόν τον ίδιο.
Για μια στιγμή τού φάνηκε πως ο Θεός παραήταν προσιτός. Δεν υπήρχε δυσκολία στην προσέγγισή Του. Κάπως σαν τους δημοφιλείς δημαγωγούς. Ήταν ανά πάσα ώρα ανοιχτός και για τον τελευταίο από τους ακολούθους του. Σηκώνοντας τα μάτια προς τον Σταυρό, σκέφτηκε: Μέχρι που υποφέρει και δημοσίως.
Μέχρι που έρχεται ο έρωτας, και όλα θα αλλάξουν μέσα του. Ή, δυστυχώς για αυτόν: όλα θα παραμείνουν ίδια, μα λαμβάνοντας πλέον πελώριες διαστάσεις ― τέτοιες που δεν θα είναι σε θέση να τις αντέξει. Τον καταλαμβάνει η ιδέα μιας πελώριας πυρηνικής ενοχής, μιας ανηλεούς προδοσίας απέναντι, όχι στη σύζυγό του και στην κοινωνία ―δεν αισθάνεται (απλώς) μοιχός―, αλλά απέναντι στον ίδιο τον Θεό, επειδή ακριβώς πιστεύει ακράδαντα πως Αυτόν είναι που έχει προδώσει, πως πάτησε κάτω τα δύο χιλιάδες χρόνια της συντριβής Εκείνου και πως Τον χτυπά στο πρόσωπο και Του το ματώνει.
Κι αυτό δεν το αντέχει. Από τη μία. Γιατί, από την άλλη, δεν μπορεί να αντέξει και την ιδέα του χωρισμού από τη νέα του αγάπη, από εκείνο το κορίτσι που εντέλει, πολύ απλά, τον έχει ξεμυαλίσει. Κι έτσι θα αλλάξει και, μέσα σε όλα τα άλλα, θα αποχαιρετήσει μια και καλή και την τιμιότητά του. Θα χρηματιστεί από τον μεγαλύτερο τοκογλύφο, λαθρέμπορο διαμαντιών και χίλια δυο άλλα, Σύρο «αρχιμαφιόζο» του τόπου, τον έμπορο Γιουσέφ, έναν καταπληκτικό δεύτερο ρόλο στο βιβλίο που σου μένει στο μυαλό θες δεν θες. (Η «Καρδιά των πραγμάτων» είναι γεμάτη ενδιαφέροντες δεύτερους ρόλους, κάτι που για τον Γκρην ήταν στοίχημα). Ο Σκόμπι έχει πέσει με το κεφάλι σε μία δίνη που τον καταπίνει ολόκληρο και τον τρελαίνει ολοκληρωτικά. Πια, φταίει αυτός ο ίδιος για καθετί, για κάθε πόνο, για κάθε ανθρώπινη και μη τρέλα.
Κοντοστάθηκε πάλι έξω από τον ξενώνα. Τα φώτα μέσα θα έδιναν μια εντύπωση εκπληκτικής γαλήνης αν κάποιος δεν ήξερε ― όπως ακριβώς και τα αστέρια σε αυτόν τον καθαρό νυχτερινό ουρανό έδιναν την εντύπωση της απόστασης, της ασφάλειας, της ελευθερίας. Αν ήξερε κανείς, αναρωτήθηκε, τα δεδομένα, μήπως θα ένιωθε οίκτο ακόμη και για τους πλανήτες; Αν έφτανε σ' αυτό που λένε καρδιά των πραγμάτων;
Το βιβλίο, για τη συνέχεια του οποίου καλό είναι να μην πούμε άλλα (γιατί έχουμε να κάνουμε και με μία αστυνομική ιστορία τρόπον τινά εδώ, και για ένα κείμενο με στοιχεία, από την άλλη, κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, καθώς επίσης και για ένα έξοχο δείγμα αποικιακής λογοτεχνίας ― αλλά κυρίως που έχει ένα κρεσέντο, και ένα τέλος, υπέροχο), είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα που σε μουδιάζει. Ένας Μπερνανός ανακατεμένος με Μάλκολμ Λόουρι, μία ιδρωμένη περιπλάνηση στην Κάτω Κόσμο: πέντε φορές ή κάτι τέτοιο ακούμε για τους γύπες, τα όρνια, που έρχονται να κουρνιάσουν πάνω στις στέγες των σπιτιών, προστατεύοντας, φρουρώντας ή απλώς εποπτεύοντας τους δυστυχείς βροτούς που ονειρεύονται, όταν και να καταφέρουν να κοιμηθούν, από κάτω τους, την ίδια στιγμή που όλα τα έντομα και τα παράσιτα της Αφρικής φέρνουν βόλτα μέσα στα ρούχα τους, στα υπάρχοντά τους και στην ψυχή τους, κι ενώ μέσα στις σκιές και στις λόχμες γλιστρούν σαν σκιές οι προδοτικοί μαύροι, οι υποταγμένοι μα μοχθηροί λακέδες των λευκών αφεντάδων, παρακολουθώντας τα πάντα με υπομονή βράχου.
Εξαιρετική μετάφραση. Το βιβλίο, παρά τα υλικά του ζόφου από τα οποία είναι φτιαγμένο, διαβάζεται εύκολα και, ξαναλέμε, έχει τόσο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που αισθάνεσαι διαρκώς να παρακολουθείς ένα νουάρ στην τηλεόραση, όπου όλοι οι ήρωες, όταν δεν μηχανορραφούν, πίνουν διαρκώς ουίσκι και τζιν, σε θηριώδεις ποσότητες. Μπας και αντέξουν.