Σήμερα, μερικά αποσπάσματα από βιβλία με λάτρες του φαγητού. Μην το θεωρήσετε κλέψιμο: τα μεγάλα μυαλά στα βιβλία τους μας κάνουν τη χάρη να μοιραστούν μαζί μας σκέψεις που δεν λένε ούτε στους καλύτερούς τους φίλους.
Η Σύλβια Πλαθ (27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας μικρών ιστοριών και δοκιμιογράφος.
Προτού αυτοκτονήσει, η Πλαθ τοποθέτησε φαγητό και γάλα στα παιδιά της.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Γυάλινος κώδων» της Σύλβια Πλαθ
Στο μπουφέ της εκδήλωσης Ladies' Day ήταν αραδιασμένα κιτρινοπράσινα αβοκάντο κομμένα στα δύο, γεμιστά με καβουρόψιχα και μαγιονέζα, πιάτα με κρύο ροστ μπηφ και κρύο κοτόπουλο, και ανάμεσά τους που και που ένα γυάλινο μπολ γεμάτο με μαύρο χαβιάρι. Δεν είχα προλάβει να φάω πρωινό στο ξενοδοχείο το πρωί, εκτός από έναν παραβρασμένο καφέ, τόσο πικρό που έκανε τη μύτη μου να στριφογυρίσει, και πέθαινα της πείνας.
Πριν έρθω στη Νέα Υόρκη δεν είχα φάει ποτέ σε κανονικό εστιατόριο. Δεν μετράω το Howard Johnson's, όπου είχα φάει μόνο τηγανιτές πατάτες και τζίζμπουργκερ και μιλκ σέικ βανίλια με άτομα σαν τον Buddy Willard. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αγαπώ το φαγητό περισσότερο από οτιδήποτε. Όσο κι αν τρώω, δεν βάζω ποτέ βάρος. Με μία εξαίρεση, ζυγίζω τα ίδια κιλά εδώ και δέκα χρόνια.
Τα αγαπημένα μου φαγητά είναι γεμάτα βούτυρο και τυριά και κρέμες. Στη Νέα Υόρκη είχαμε τόσα δωρεάν γεύματα με συνεργάτες του περιοδικού και διάσημους επισκέπτες ώστε ανέπτυξα τη συνήθεια να διατρέχω με μεγάλη ταχύτητα τα τεράστια χειρόγραφα μενού, όπου ένα μικροσκοπικό συνοδευτικό αρακά έκανε πενήντα ή εξήντα σεντς, μέχρι να βρω τα πιο ακριβά φαγητά και να παραγγείλω μία σειρά απ'αυτά.
Μας έβγαζαν πάντα με μεγάλο μπάτζετ οπότε δεν είχα τύψεις. Κατάφερνα να τρώω τόσο γρήγορα που ποτέ δεν έκανα τους άλλους να περιμένουν, οι οποίοι συνήθως ζητούσαν μόνο τη σαλάτα του σεφ και χυμό γκρέιπφρουτ γιατί προσπαθούσαν να μειώσουν το φαγητό. Σχεδόν όλοι όσους γνώρισα στη Νέα Υόρκη προσπαθούσαν να μειώσουν το φαγητό.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σέρβιρα στον Βασιλιά της Αγγλίας» του Τσέχου Bohumi Hrabal
Δύο βοηθοί έφεραν δύο τεράστιους δίσκους στη μέση της τραπεζαρίας, δεμένους μεταξύ τους, και επάνω τους τοποθέτησαν την καμήλα, και έφεραν τα μαχαίρια και έκοψαν την καμήλα στα δύο με γενναίες μαχαιριές, κι αυτά τα κομμάτια τα ξαναέκοψαν στα δύο. Ένα εκπληκτικό άρωμα γέμισε το δωμάτιο. Σε κάθε κομμάτι υπήρχε ένα μέρος καμήλας και αντιλόπης, και μέσα γαλοπούλα και μέσα στη γαλοπούλα ψάρια και γέμιση και φέτες από βραστά αβγά.... Ένας σύμβουλος της κυβέρνησης, ένας γνωστός λάτρης του φαγητού, παρασύρθηκε τόσο με την ψητή καμήλα που σηκώθηκε και ούρλιαξε με μία έκφραση ευτυχίας στο πρόσωπό του. Αλλά η γεύση ήταν τόσο ωραία που το ουρλιαχτό δεν ήταν αρκετό, κι άρχισε να κάνει κάτι που έμοιαζε με γυμναστική, μετά άρχισε να χτυπάει το στήθος του και μετά έφαγε άλλο ένα κομμάτι βουτηγμένο στη σάλτσα.
Απόσπασμα από το βιβλίο «The Brotherhood of the Grape» του John Fante
Η κουζίνα. La cucina, η πραγματική μητέρα πατρίδα, αυτή η ζεστή σπηλιά του Καλού στην απομονωμένη χώρα της μοναξιάς, με κατσαρόλες που βράζουν πάνω από τη φωτιά, ένα άντρο μαγικών βοτάνων, δεντρολίβανου και θυμαριού και φασκόμηλου, βάλσαμο λωτού που φέρνει λογική στους τρελούς, ειρήνη στους ταραγμένους, χαρά στους δυστυχισμένους... η κουζίνα είναι ένας βωμός... τα αρχαία παιδιά, δελεάζονται πάλι στις πίσω στις ρίζες τους, με το γάλα της μάνας να στοιχειώνει ακόμα τα όνειρά τους... ο κακός κόσμος να υποχωρεί όσο η μητέρα μάγισσα προστατεύει το γένος της από τους λύκους. Ο εξαπατημένος Virgil γέμισε τα μάγουλά του με νιόκι και μελιτζάνα και βοδινό, και πλημμύρισε το λαρύγγι του με το υπέροχο σταφύλι του Joe Musso, μαγεμένος, γοητευμένος, παρακολουθώντας την μητέρα του.
©LIFO 2013
σχόλια