Η ποιότητα και διαθεσιμότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης έχει βελτιωθεί στις περισσότερες χώρες του κόσμου μετά το 1990. Όμως, από την άλλη, έχουν αυξηθεί οι ανισότητες τόσο μεταξύ των χωρών, όσο και στο εσωτερικό τους.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μιας νέας διεθνούς μελέτης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κρίστοφερ Μάρεϊ του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, η οποία δημοσιεύθηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό "The Lancet".
Η μελέτη ανέπτυξε ένα νέο παγκόσμιο δείκτη (Healthcare Access and Quality Index), που βαθμολογεί σε κλίμακα 0-100 195 χώρες ανάλογα με την ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψής τους και του βαθμού στον οποίο έχει ο πληθυσμός έχει πρόσβαση σε αυτήν. Ο δείκτης λαμβάνει υπόψη στοιχεία της περιόδου 1990-2015 και βασίζεται στη θνησιμότητα που υπάρχει σε κάθε χώρα για 32 παθήσεις, η οποία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με την κατάλληλη ιατρική φροντίδα. Ουσιαστικά, ο δείκτης αξιολογεί το σύστημα υγείας κάθε χώρας ανάλογα με το βαθμό που οι κάτοικοί της πεθαίνουν με ρυθμό ταχύτερο του αναμενομένου από αιτίες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική παρέμβαση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δείκτης εμφανίζει αύξηση από 40,7 το 1990 σε 53,7 το 2015, καθώς οι 167 από τις 195 χώρες εμφάνισαν διαχρονικά βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Όμως, την ίδια περίοδο, το χάσμα ανάμεσα στις χώρες με τις καλύτερες και τις χειρότερες ιατροφαρμακευτικές επιδόσεις διευρύνθηκε κατά σχεδόν πέντε μονάδες από 23,1 - 84,7 το 1990 (απόκλιση 61,6) σε 28,6 - 94,6 το 2015 (απόκλιση 66).
Το 2015 το υψηλότερο «σκορ» εμφάνισε η Ανδόρρα (94,6) και ακολουθούσαν κατά σειρά η Ισλανδία (93,6), η Ελβετία (91,8), η Σουηδία (90,5), η Νορβηγία (90,5), η Αυστραλία, η Φινλανδία, η Ισπανία και η Ολλανδία. Στην τελευταία θέση βρίσκεται η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (28,6). Γενικότερα οι χώρες της Ευρώπης βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις και της υποσαχάριας Αφρικής στις χαμηλότερες.
Η Ελλάδα
Η Ελλάδα, με 87 μονάδες, βρίσκεται στην 20ή θέση της παγκόσμιας κατάταξης, ακριβώς πάνω από τη Γερμανία (86). Η Κύπρος βρίσκεται στην 27η θέση (85 μονάδες), οι ΗΠΑ στην 36η (81 μονάδες) και η Τουρκία στην 81η (76).
Η Ελλάδα παίρνει «άριστα» (100) στην αντιμετώπιση ασθενειών όπως αυτές που προκαλούν διάρροια, η διφθερίτιδα, ο κοκκύτης, η ιλαρά, η επιληψία και η σκωληκοειδίτιδα. Χαμηλότερες είναι οι επιμέρους βαθμολογίες της χώρας μας στον καρκίνο του δέρματος πλην μελανώματος (62), στον καρκίνο των όρχεων (67), στο λέμφωμα Hodgkin (31), στη λευχαιμία (62), στην ισχαιμική νόσο της καρδιάς (61), στην αγγειακή εγκεφαλική νόσο (72) κ.α.
Σχολιάζοντας το γεγονός ότι ισχυρές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία κ.α.) δεν βρίσκονται στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης με βάση το νέο ιατρικό δείκτη, ο Μάρεϊ επεσήμανε πως «το να έχει μια χώρα ισχυρή οικονομία, δεν αποτελεί εγγύηση για καλή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ούτε το να έχει προχωρημένη ιατρική τεχνολογία. Το γνωρίζουμε αυτό καλά, επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν την φροντίδα που θα έπρεπε για παθήσεις για τις οποίες υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες. Η κατάταξη π.χ. των ΗΠΑ αποτελεί ντροπή, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι δαπανούν κάθε χρόνο πάνω από 9.000 δολάρια ανά κεφαλή, περισσότερα από κάθε άλλη χώρα».
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ
σχόλια