Πρεμιέρα με υπόθεση-θρίλερ για την «αυτοκτονία» ενός πατέρα έκανε χθες βράδυ η Αγγελική Νικολούλη.
Η διάσημη εκπομπή «Φως στο Τούνελ» που συνεχίζεται για 23η χρονιά ερεύνησε σε βάθος μία υπόθεση που σπάνια συναντά κανείς καθώς το νήμα της ξετυλίγεται στη Αυστρία και την Ελλάδα.
Η υπόθεση του 31 ετών Δημήτρη Σαράντη από τη Λάρισα, διαδραματίστηκε στη Βιέννη και αποκαλύφθηκε στην Ελλάδα με την εκταφή του πτώματος που ζήτησαν οι συγγενείς του. Η εκταφή έφερες στο φως στοιχεία που κάποιοι ήθελαν να καλύψουν όπως χτυπήματα στο κεφάλι, ένεση με υπερβολική δόση θανατηφόρας ουσίας και μια θηλιά στο λαιμό μετά θάνατον.
Το μπερδεμένο κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται όταν τον περασμένο Μάρτιο στην παρουσίαση του βιβλίου της Αγγελικής Νικολούλη στη Λάρισα, ακούστηκε ξαφνικά μέσα στο πλήθος η φωνή ενός άγνωστου τότε άνδρα. «Θέλετε να γράψετε ένα ακόμα βιβλίο; Αρκεί να σας πω την ιστορία του παιδιού μου...» Αργότερα ο ίδιος αποκάλυπτε στη δημοσιογράφο την ανατριχιαστική υπόθεση του γιου του.
Ο Δημήτρης, πατέρας ενός νεογέννητου αγοριού, ζούσε τα τελευταία δύο χρόνια με την οικογένεια του στην πόλη Μέντλινκ προάστιο της Βιέννης και εργαζόταν ως σεφ σε ελληνικό εστιατόριο με τη γυναίκα του βοηθό στην κουζίνα. Σύμφωνα με τη σύζυγο του, την Κυριακή 3 Απριλίου 2016 έφυγε με το αυτοκίνητο του για την αγορά όπως συνήθιζε, αλλά δεν επέστρεψε.
Δύο μέρες αργότερα βρέθηκε νεκρός από τους φίλους του και τη γυναίκα του μέσα στο αυτοκίνητο του, σε πάρκινγκ αθλητικού κέντρου της περιοχής όπου έμενε. Γύρω από το λαιμό του ήταν περασμένο ένα σχοινί που ήταν δεμένο στην χειρολαβή της πίσω πόρτας. Οι Αυστριακές Αρχές θεώρησαν πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Έκλεισαν άρον – άρον την υπόθεση χωρίς την απαιτούμενη έρευνα και έστειλαν «πακέτο» τον νεκρό νέο πίσω στην Ελλάδα, δίχως να διενεργήσουν νεκροτομή. Η οικογένεια του δεν πείστηκε ότι ο Δημήτρης αυτοκτόνησε και ζήτησε την βοήθεια του καθηγητή Ιατροδικαστικής Ματθαίου Τσούγκα. Με καθυστέρηση επτά μηνών πραγματοποιήθηκε εκταφή της σορού του με εντολή Εισαγγελέα. Τα ευρήματα έφεραν την ανατροπή.
Η εκπομπή «Τούνελ» ζήτησε από την Αυστριακή αστυνομία απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα. Σ' ένα έγγραφο που εστάλη στην εκπομπή, αναφέρεται πως δεν προέκυψε στην υπόθεση καμία υπαιτιότητα τρίτου ατόμου όπως διαπιστώθηκε και από την γιατρό που βεβαίωσε το θάνατο του Δημήτρη Σαράντη. Χαρακτηριστικά αναγράφεται στην απάντηση πως η υπόθεση αυτή, έχει κλείσει για την Αστυνομία της Κάτω Αυστρίας.
«Βεβαίωσα τον θάνατο, δεν έκανα νεκροτομή...»
Το «Τούνελ» επικοινώνησε με την γιατρό που υπέγραψε τη βεβαίωση θανάτου του Δημήτρη Σαράντη στην Αυστρία.
Η παθολόγος ανέφερε πως το όνομα της αναγράφεται στο έγγραφο καθώς ήταν εκείνη που απλώς διαπίστωσε τον θάνατο του. Όπως εξήγησε, η ίδια δεν είναι αρμόδια να διενεργήσει νεκροψία- νεκροτομή και αν είχε διαταχθεί κάτι τέτοιο από τον Εισαγγελέα, αυτό θα γινόταν σε νοσοκομείο της Βιέννης.
« Όταν φτάνει στον τόπο του θανάτου η αστυνομία το αναλαμβάνει αυτή. Αν είναι της άποψης ότι δεν υπάρχει υπαιτιότητα τρίτου, τότε εκκινούνται οι συνήθεις ακόλουθες διαδικασίες ταφής του πτώματος» τόνισε χαρακτηριστικά.
Σε σχετικό ερώτημα της εκπομπής, το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε πως ο ρόλος του Προξενείου της Ελλάδας στη Βιέννη σε τέτοιες υποθέσεις, είναι διεκπεραιωτικός. Περιορίζεται στην έκδοση ληξιαρχικής πράξης θανάτου, αποστολής της πράξης αυτής στο ειδικό ληξιαρχείο και αποστολή της σορού στην Ελλάδα. Το πτώμα του άτυχου νέου ταριχεύτηκε σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και μεταφέρθηκε στην Λάρισα οδικώς.
«Δεν σκέφτηκα να ειδοποιήσω την Αστυνομία...»
Με ήρεμη φωνή και χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο της, η χήρα του Δημήτρη Σαράντη περιέγραψε στον ρεπόρτερ της εκπομπής τι συνέβη τη μοιραία μέρα που έχασε μυστηριωδώς τη ζωή του.
Ήταν Κυριακή 3 Απριλίου 2016. Εκείνο το πρωί ξεκίνησε για να πάει σε μια αγορά μεταχειρισμένων αντικειμένων όπως συνήθιζε. Γύρω στις τρεις και μισή το μεσημέρι, της έστειλε ένα γραπτό μήνυμα μέσω Viber, στο κινητό της τηλέφωνο. Το μήνυμα το έσβησε, αλλά όπως είπε ο Δημήτρης της έγραψε «πως δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο, να προσέχει το λατρεμένο τους γιο και πως κανείς δεν την έχει αγαπήσει όπως αυτός. Τέλος την παρακαλούσε να πληρώσει τα χρέη τους».
Όπως εξήγησε στην εκπομπή, χρωστούσαν σε τρία διαφορετικά άτομα χρήματα, αλλά κανείς δεν πίεζε τον νεαρό πατέρα να αποπληρώσει άμεσα. Λίγη ώρα αργότερα την κάλεσε ο φίλος τους. Της είπε πως είχε στείλει και σε εκείνον ένα μήνυμα που τον ανησύχησε και της πρότεινε να βρεθούν για να «δουν τι θα κάνουν».
«Βγήκα με το μωρό για να τον ψάξω σε διάφορα μέρη γύρω από το σπίτι. Μόλις επέστρεψα βρήκα τον φίλο του να με περιμένει. Εκείνος δεν ήθελε να με στεναχωρήσει και δεν μου αποκάλυψε το περιεχόμενο του μηνύματος που είχε λάβει. Τότε ξεκίνησα να τον καλώ στο τηλέφωνο, αλλά το κινητό του ήταν κλειστό. Ο φίλος του έφυγε για τη δουλειά του και από εκείνη την ώρα ήμασταν συνεχώς σε επικοινωνία» ανέφερε.
Σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου απάντησε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Δημήτρης της έστειλε ένα τέτοιο μήνυμα. Τελευταία φορά έλαβε ένα ανάλογο που έδειχνε τάσεις αυτοκαταστροφής, δύο εβδομάδες πριν χαθεί. «Συνήθως το έκανε μετά από κάποιον καυγά. Έφευγε, μετά ηρεμούσε, επέστρεφε στο σπίτι και όλα ήταν καλά...» τόνισε.
Όπως είπε, αν και ο Δημήτρης θεωρούνταν αγνοούμενος για μιάμιση μέρα, ούτε η ίδια, ούτε ο φίλος του σκέφτηκαν να δηλώσουν την εξαφάνιση του στην αστυνομία, ή να ενημερώσουν τους γονείς και τα αδέλφια του στη Λάρισα.
«Την επόμενη μέρα, συνεννοηθήκαμε με δυο φίλους να νοικιάσουμε ένα αμάξι για να ψάξουμε να τον βρούμε. Την ώρα όμως που τελείωσαν από τις δουλειές τους δεν μπόρεσαν να βρουν κάποιο γραφείο ανοιχτό. Έτσι πήρα στο τηλέφωνο έναν άλλο φίλο που είχε αυτοκίνητο και δουλεύαμε παλιότερα μαζί, για να μας βοηθήσει. Εκείνος υποσχέθηκε να έρθει το βράδυ μετά τη δουλειά του».
Έτσι κι έγινε. Γύρω στη μία τη νύχτα οι φίλοι του Δημήτρη και η σύζυγος του βγήκαν στους δρόμους για να τον ψάξουν. Όπως ισχυρίστηκε στο «Τούνελ» αρχικά πήγαν σε εστιατόρια και μαγαζιά. Καθώς επέστρεφαν προς το σπίτι, αποφάσισαν να ψάξουν στα δύο μεγάλα πάρκινγκ που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του δρόμου κοντά στο διαμέρισμα που έμεναν και που δεν είχαν ελέγξει πρωτύτερα. Στο πρώτο που μπήκαν, είδαν το αμάξι του.
Το σκούρο πράσινο Volkswagen βρισκόταν στην άκρη του πάρκινγκ ενός αθλητικού κέντρου. Από τα φιμέ τζάμια του δεν μπορούσαν να διακρίνουν αν ο Δημήτρης ήταν μέσα στο αυτοκίνητο.
«Πρώτα πλησίασε ο φίλος του. Μας είπε ότι είδε κάτι σχοινιά... Γύρισε και μας ζήτησε να μπούμε μέσα στο αμάξι, για να πάμε γρήγορα στην Αστυνομία. Εμένα με άφησε σπίτι και πήρε την γυναίκα του που μιλούσε αγγλικά μαζί του.
«Δεν γνώριζα τις διαδικασίες...»
Άμεσα έφτασε στον τόπο περιπολικό και ασθενοφόρο. Οι αρχές δεν πραγματοποίησαν νεκροψία και όπως ισχυρίστηκε η χήρα του νεαρού πατέρα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είχε αυτοκτονήσει, μέσα σε δύο ώρες. Συνέχισε λέγοντας πως δεν την ενημέρωσε κανείς αν ήλεγξαν το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας των γύρω καταστημάτων. Ούτε η ίδια ούτε κάποιος φίλος του ρωτήθηκε αν έπρεπε να πραγματοποιηθεί νεκροτομή όπως επιβάλλεται σε αιφνίδιους θανάτους. Το κινητό τηλέφωνο του άνδρα της, βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο και η ίδια το παρέλαβε κλειδωμένο χωρίς να ελεγχθεί. Το ίδιο συνέβη και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που υπήρχε στο σπίτι. Η οικογένεια του Δημήτρη, ενημερώθηκε από τον φίλο του λίγες ώρες αργότερα.
Δεν της έκανε εντύπωση που η αυστριακή αστυνομία έκλεισε την υπόθεση μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, καθώς η ίδια δεν γνώριζε τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν.
Η χήρα του Δημήτρη Σαράντη μίλησε στο «Τούνελ» για ένα περιστατικό που είχε δημιουργηθεί λίγο καιρό πριν ο άντρας της βρεθεί νεκρός. Το πρώην αφεντικό του αφού καταδικάστηκε να αποζημιώσει το ζευγάρι, κατέθεσε μήνυση εναντίον του Δημήτρη. Ισχυριζόταν πως είχε πάει από το μαγαζί του, τον έβρισε και τον απείλησε πως θα τον σκοτώσει. «Ποτέ δεν συνέβη τέτοιο περιστατικό» ανέφερε.
Το «Τούνελ» επικοινώνησε και με τον πρώην εργοδότη του ζευγαριού. Όπως είπε, όντως είχαν μια διαμάχη με τον Δημήτρη σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά δεν υπέβαλλε ποτέ μήνυση εναντίον του.
«Με τον φακό του κινητού μου τον είδα στο σκοτάδι...»
Ο φίλος του Δημήτρη Σαράντη είπε στην εκπομπή πως το μεσημέρι της Κυριακής που χάθηκε, έλαβε κι εκείνος ένα μήνυμα μέσω Viber. Ο Δημήτρης του έγραφε πως είναι σε αδιέξοδο, πως ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή του και πως τα χρήματα που του χρωστούσε θα τα έπαιρνε πίσω από τη σύζυγο του. Τότε ο φίλος προσπάθησε να του απαντήσει στην αρχή με μήνυμα το οποίο φάνηκε ότι διαβάστηκε. Στην συνέχεια τον κάλεσε αλλά δεν πήρε κάποια απάντηση. Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες ώρες μέχρι το απόγευμα. Όπως είπε στον δημοσιογράφο δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι το μήνυμα το έστειλε ο ίδιος ο Δημήτρης, καθώς ποτέ πριν στο παρελθόν δεν είχε λάβει κάτι ανάλογο από αυτόν.
Επικοινώνησε με τη σύζυγο του που δεν έδειχνε να ανησυχεί για κάτι. Θορυβημένος πήγε να την βρει στο σπίτι και του είπε πως ο Δημήτρης είχε στείλει και σε εκείνη ένα παρόμοιο μήνυμα, αλλά δεν της ζήτησε να το δει.
Την επόμενη μέρα ο μοναδικός φίλος από την παρέα που είχε αμάξι πήγε και πήρε τον ίδιο και την γυναίκα του και πήγαν στο σπίτι του Δημήτρη. Άφησε εκεί τη σύζυγο του να φυλάει το μωρό και μαζί με τη γυναίκα του Δημήτρη, βγήκαν στο δρόμο να τον ψάξουν.
«Όπως πηγαίναμε η σύζυγος του Δημήτρη μας είπε πως είδε σε ένα πάρκινγκ κοντά στο σπίτι, ένα αυτοκίνητο που έμοιαζε με το δικό του, αλλά δεν σταματήσαμε. Πήγαμε πρώτα σε διάφορα άλλα μέρη και στο γυρισμό αποφασίσαμε να ελέγξουμε το αμάξι που είχε δει. Ήταν σκοτεινά αλλά όταν φτάσαμε κοντά το αναγνωρίσαμε. Πλησίασα πρώτος αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κάτι. Άναψα τον φακό του κινητού μου και είδα σχοινιά στη θέση του συνοδηγού. Κόλλησα το πρόσωπο μου στο πίσω τζάμι και αντίκρισα το κεφάλι του Δημήτρη με ένα σχοινί γύρω στο λαιμό του, περασμένο από τη λαβή που κρατιόμαστε».
Βρέθηκε νεκρός κοντά στο σπίτι του...
Ο φίλος πανικοβλήθηκε από το μακάβριο θέαμα αλλά δεν είπε τίποτα στους υπόλοιπους. Τους προέτρεψε να μπουν ξανά στο αυτοκίνητο και γύρισαν στο σπίτι του νεκρού που απείχε πέντε λεπτά. Πήρε τη γυναίκα του μαζί με τον άλλο φίλο οδηγό και πήγαν στην αστυνομία.
Σε δέκα λεπτά στο πάρκινγκ έφτασαν αστυνομικοί, ασθενοφόρο και ψυχολόγοι. Σύμφωνα με τον φίλο, η πόρτα του αυτοκινήτου του Δημήτρη πρέπει να ήταν ξεκλείδωτη, καθώς δεν βρέθηκε σημάδι παραβίασης από τους αστυνομικούς. Το αυτοκίνητο ήταν επταθέσιο αλλά είχαν ξηλωθεί τα τρία πίσω καθίσματα.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου είπε πως δεν αξιολόγησε το μήνυμα του Δημήτρη και δεν σκέφτηκε να δηλώσει την εξαφάνιση του στην αστυνομία. Συνήθιζαν να μιλάνε πολλές φορές μέσα στην ημέρα και δεν του είχε δώσει ποτέ να καταλάβει ότι ήθελε να κάνει κακό στον εαυτό του.
Ο ίδιος δεν γνώριζε αν έγινε νεκροτομή και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί εύκολα καθώς δεν ήξερε τη γλώσσα. Οι αυστριακές υπηρεσίες τους κατεύθυναν για το τι έπρεπε να κάνουν από τη πρώτη στιγμή που βρέθηκε νεκρός, μέχρι που μεταφέρθηκε η σορός του στην Ελλάδα. Μέσα σε μισή μόλις ώρα οι φίλοι του ενημερώθηκαν από τις Αρχές πως πρόκειται για περίπτωση αυτοχειρίας.
«Κάναμε ότι μας είπαν. Δεν είναι κάτι καθημερινό να βλέπεις έναν φίλο σου να χάνεται και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο. Σοκαρίστηκα πολύ. Έχω επισκεφθεί ειδικούς και για εφτά μήνες δεν έβγαινα από το σπίτι μου. Για μένα ήταν σαν αδελφός...» ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε: « Όποιος γνωρίζει κάτι ας βγει να το πει... Ήταν ένας φρεσκομπαμπάς με όνειρα.... Αυτό που του συνέβη δεν είναι φυσιολογικό...».
Στο πάρκινγκ του μυστηρίου
Ένας από τους φίλους του Δημήτρη Σαράντη που διέθεσε το αυτοκίνητο του για να τον ψάξουν δύο μέρες αφότου είχε εξαφανιστεί, βρέθηκε στο πάρκινγκ και έστειλε στο «Τούνελ» ερασιτεχνικά πλάνα από τον τόπο.
Σ΄αυτά μπορεί κανείς να δει το ακριβές σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο του άτυχου Δημήτρη στο χώρο στάθμευσης του αθλητικού κέντρου της περιοχής. Γύρω από το πάρκινγκ διακρίνονται κάμερες ασφαλείας. Όπως είπε ο φίλος του Δημήτρη, ο χώρος είναι αφύλακτος και δεν γνωρίζει αν οι κάμερες υπήρχαν εκεί τη νύχτα που βρέθηκε το αυτοκίνητο ή τοποθετήθηκαν αργότερα.
Το χτύπημα, η ένεση και η θηλιά στον λαιμό...
Δύο μήνες μετά το θάνατο του Δημήτρη η οικογένεια του δεν είχε πειστεί ότι αυτοκτόνησε. Οι συγγενείς του στην προσπάθεια τους να μάθουν την αλήθεια, απευθύνθηκαν για βοήθεια στον καθηγητή Ιατροδικαστικής Ματθαίο Τσούγκα. Ο επιστήμονας τους εξήγησε τότε, πως η έρευνα δεν θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο φωτογραφικό υλικό που είχαν στα χέρια τους, αλλά θα έπρεπε να διερευνηθούν κι άλλες παράμετροι.
«Οι συγγενείς με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει όταν μου έδειξαν την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το πτώμα. Ζήτησαν να γίνει εκταφή. Δυστυχώς οι αρμόδιες Αρχές καθυστέρησαν πολύ να κάνουν δεκτό το αίτημα» είπε.
Η εκταφή τελικά πραγματοποιήθηκε την 1η Νοεμβρίου του 2016, επτά μήνες μετά τον θάνατο του Δημήτρη Σαράντη. Δόθηκε εισαγγελική εντολή για την νεκροτομή στην οποία συμμετείχαν και οι ιατροδικαστές Ρουμπίνη Λεονταρή και Χρήστος Κραββαρίτης της σχετικής υπηρεσίας του Γενικού Νοσοκομείου Λαρίσης.
«Υπήρξε μια σύμπνοια όσον αφορά τα αντικειμενικά ευρήματα, αλλά διαφέρουμε λίγο στο τελικό συμπέρασμα. Προσωπικά προχώρησα σε βαθύτερη ανάλυση και εξέτασα το κάθε εύρημα ξεχωριστά» ανέφερε στο «Τούνελ» ο κ. Τσούγκας.
Οι αποκαλύψεις στην εκπομπή
«Τα στοιχεία τα οποία βρήκαμε εμείς δεν συνάδουν με τέτοιου είδους αυτοκτονία, ώστε να πούμε ότι ο άνθρωπος αυτός κρεμάστηκε από τη λαβή της πόρτας και πέθανε. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι δεν αυτοκτόνησε, για πολλούς λόγους. Δεν πρόκειται μόνο για δική μου εμπειρία, αναγράφεται και στα ιατροδικαστικά βιβλία. Στην περίπτωση αυτοκτονίας διά βρόγχου, το εντύπωμα αφήνει τη λεγόμενη ζωική αντίδραση. Στην περίπτωση αυτή υπήρχε μια «αραχνοΰφαντη» θα 'λεγα εικόνα, διακοπτόμενη σε ορισμένα σημεία, χωρίς βάθος. Αυτή λοιπόν η ζωική αντίδραση δεν υπήρχε. Εκ των υστέρων διαπιστώσαμε με τους συναδέλφους ιατροδικαστές, θλαστικές εκχυμώσεις στο θόλο του κρανίου που σημαίνει ότι υπήρχαν δύο χτυπήματα στο κεφάλι του, που προκλήθηκαν από ευρύ θλων όργανο» ανέφερε ο κ. Τσούγκας και συνέχισε:
«Ακόμη χειρότερα ήταν τα ευρήματα που βρήκαμε στην δεξιά κατ' αγκώνα άρθρωση στο σημείο που χρησιμοποιούμε για τις ενδοφλέβιες ενέσεις. Κάποιος έκανε μια ένεση στο άτομο αυτό πριν πεθάνει. Το αποκλείω να την έκανε ο ίδιος, γιατί το άτομο ήταν δεξιόχειρας και το εύρημα βρισκόταν στο δεξί του χέρι. Η ύπαρξη θρόμβου υποδηλώνει ότι η ένεση αυτή, έγινε εν ζωή».
Οι ειδικοί στην προσπάθεια τους να εντοπίσουν την ουσία που περιείχε η ένεση αντιμετώπισαν δυσκολίες. Κι αυτό γιατί το πτώμα για να μεταφερθεί από την Αυστρία στην Ελλάδα ταριχεύτηκε υποχρεωτικά , χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει νεκροτομή. Στην ταρίχευση το αίμα αντικαθίσταται με φορμόλη.
«Αυτό είχε σαν συνέπεια να φύγει το αίμα μαζί με τις οποιεσδήποτε ουσίες περιείχε. Παρ' όλα αυτά εντοπίστηκε η ουσία αμιτριπτυλίνη στο ήπαρ. Πρόκειται για αντικαταθλιπτικό. Στην περίπτωση που κάποιος λάβει παραπάνω από 150 mg αντιμετωπίζει προβλήματα αναπνευστικής καταστολής, κώματος και φυσικά θανάτου» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσούγκας.
Σύμφωνα με τον ειδικό επιστήμονα που όρισε η οικογένεια Σαράντη, τα στοιχεία που εντοπίστηκαν και που έχει στα χέρια της η Δικαιοσύνη, «συνηγορούν σε μέγιστο βαθμό υπέρ αφαίρεσης της ζωής και όχι αυτοκτονίας».
«Συμπερασματικά, το θύμα είχε υποστεί δύο χτυπήματα δυνατά στο κεφάλι και έχασε προσωρινά την επαφή με το περιβάλλον. Στη συνέχεια κάποιος με την ένεση του έδωσε μια υπερβολική δόση ηρεμιστικού κι όταν έπαψε να αναπνέει, τον κρέμασε με σχοινί από τη λαβή του αυτοκινήτου για να σκηνοθετήσει έναν απαγχονισμό» κατέληξε ο κ. Τσούγκας.
«Περίμενα να τον παντρέψω κι όχι να τον κηδέψω...»
Η οικογένεια του νεαρού πατέρα, ακόμα δεν μπορεί να αποδεχτεί τον άδικο χαμό του. Ενωμένοι σαν μια γροθιά, συγκρατούν τη θλίψη τους και συλλέγουν πληροφορίες προκειμένου να αποκαλύψουν τι πραγματικά του συνέβη.
Η μητέρα του Θεοδότη Σαράντη περιέγραψε στο «Τούνελ» την ημέρα που της ανακοίνωσε ξαφνικά ότι θα φύγει για το εξωτερικό. «Δεν πρόλαβα να του αλλάξω γνώμη. Δεν θέλαμε να φύγει. Εκείνος είχε τη δουλειά του εδώ, αλλά ήθελε να βρει εργασία και η γυναίκα του».
«Ο εργοδότης του γιου μου και της γυναίκας του, για να τους παραχωρεί ένα δωμάτιο να μένουν, είχε την απαίτηση να του πληρώνουν την ασφάλεια της νύφης μου επειδή έμεινε έγκυος. Όταν ο γιος μου αντέδρασε γιατί δεν του έφταναν τα χρήματα να νοικιάσει ένα καλύτερο μέρος που δεν θα είχε κοινές τουαλέτες με άλλους ενοίκους, του είπε να τα μαζέψουν και να φύγουν», τόνισε με έμφαση ο πατέρας του άτυχου νέου και συνέχισε: «Τότε διαπληκτίστηκαν άσχημα, με λόγια βαριά... Ο γιος μου είχε καταγράψει τα πάντα στο κινητό του. Τα είδα. Το πρώην αφεντικό του, που ήταν Έλληνας, του είπε να μη χαρεί το αγέννητο παιδί του!» τόνισε με απογοήτευση.
Όπως είπε από την Κυριακή 3 Απριλίου 2016 που λέει η νύφη του ότι έλαβε το ανησυχητικό μήνυμα, ο ίδιος ενημερώθηκε για τον θάνατο του παιδιού του την Τρίτη το μεσημέρι.
«Γνώμη μου είναι πως το παιχνίδι είναι στημένο» είπε χαρακτηριστικά.
Τραγική φιγούρα η μητέρα του 30χρονου. «Αν μας ενημέρωνε η νύφη μου όταν έλαβε αυτό το μήνυμα, εγώ και ο πατέρας του θα ήμασταν εκεί! Όταν τη ρώτησα γιατί δεν το έκανε μου είπε «και τι θα κάνατε εσείς από τόσο μακριά;». Μετά έλεγε ότι δεν είχε σήμα ή σύνδεση στο ίντερνετ.... Γιατί; Γιατί; Αυτό το «γιατί» θα με φάει...».
Ανέφερε πως την Δευτέρα 4 Απριλίου, την επομένη του χαμού του γιου της, χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί, τον καλούσε συνεχώς στο τηλέφωνο και του άφηνε φωνητικά μηνύματα με χρόνια πολλά για τα γενέθλια που είχε. Καλούσε και την νύφη της αλλά ούτε εκείνη της απαντούσε.
«Το παιδί μου ήταν νεκρό κι εγώ τον έπαιρνα τηλέφωνο και του άφηνα μηνύματα...» είπε με πικρία.
Ο αδελφός του Δημήτρη Κώστας Σαράντης περιέγραψε στο «Τούνελ» τι συνέβη μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του. «Οι φίλοι του ενώ στην αρχή μας είπαν να πάμε στη Βιέννη, στη συνέχεια έκριναν ότι δεν απαραίτητο γιατί τα είχαν τακτοποιήσει όλα... Όταν παραλάβαμε τα έγγραφα μετά από καιρό, διαπιστώσαμε ότι όσα μας είχαν πει δεν ίσχυαν. Στην αρχή έλεγαν ότι ο φίλος του άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, αλλά βρήκε τον αδελφό μου κάτω από ένα δέντρο. Τον ακούμπησε στο κούτελο και κατάλαβε ότι ήταν νεκρός. Στη συνέχεια ότι δεν άγγιξαν το αυτοκίνητο για να μην αφήσουν ίχνη. Κάτι που είχε γίνει νωρίτερα...».
Ισχυρίστηκε πως όταν τηλεφωνήθηκε με τον φίλο του Δημήτρη και τον ρώτησε πως έγινε το μοιραίο, εκείνος του είπε ότι το θύμα είχε ανοίξει το πορτ-μπαγκάζ, είχε δέσει το σκοινί από το δέντρο, κάθισε στο κάθισμα του οδηγού, πάτησε γκάζι, το αμάξι έφυγε μπροστά κι έτσι έγινε το μοιραίο... Στη συνέχεια ο φίλος πήρε πίσω, όσα είχε υποστηρίξει αρχικά.
Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή ο Δημήτρης είχε ενημερώσει την οικογένεια του πως θα τους επισκεπτόταν στη Λάρισα με τη γυναίκα του και το νεογέννητο μωρό τους. Μάλιστα έψαχνε να βρει φτηνότερα εισιτήρια.
«Εγώ το παιδί μου το περίμενα. Ετοίμαζα το δωμάτιο του και αγόρασα διπλό κρεβάτι για το ζευγάρι και κούνια για το μωρό... Είχε σκοπό μέσα στον Οκτώβριο να κάνει τον θρησκευτικό του γάμο και να βαφτίσει το μωρό. Εγώ περίμενα το παιδί μου να το παντρέψω, όχι να το κηδέψω...» ανέφερε η τραγική μάνα.
«Το παιδί μου δεν θα αυτοκτονούσε για πέντε χιλιάδες ευρώ που χρωστούσε. Το μωράκι του ήταν σαράντα ημερών. Είναι δυνατόν; Με πολύ κόπο καταφέραμε επιστημονικά να αποδείξουμε με τη βοήθεια του κ. Τσούγκα, ότι το παιδί μας δεν αυτοκτόνησε. Δεν του έκαναν νεκροτομή. Κάποιοι θέλησαν μέσα σε μόλις δυόμιση ώρες να τον ταριχεύσουν. Ποιος έδωσε την εντολή για κάτι τέτοιο; » τόνισε στο «Τούνελ» ο πατέρας του Δημήτρη.
Στα κενά που παρουσίαζε ο φάκελος της υπόθεσης, αναφέρθηκε και ο αδελφός του θύματος: «Δεν έγιναν οι έρευνες όπως έπρεπε. Ούτε καταθέσεις πήραν, ούτε τίποτα».
Όταν επισκέφθηκε το σπίτι που έμενε ο Δημήτρης μία εβδομάδα μετά την κηδεία του, αντίκρισε έναν αφιλόξενο χώρο σαν να μην έζησε ποτέ εκεί ο αδελφός του. Δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία του και όλα τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν μαζεμένα και πεταμένα κάτω από τον καναπέ.
«Αγαπούσε τον κόσμο, τη ζωή, είχε πολύ μεγάλη δύναμη μέσα του... Ήταν γελαστό παιδί, η χαρά της παρέας... Το παιδί μου μέσα μου είναι ζωντανό. Αυτοί μου τον κατασπαράξανε...» ήταν τα λόγια της μητέρας του που στην προσπάθεια της να νιώθει τον γιο της κοντά, φοράει τα γυαλιά ηλίου του, έχει στη τσάντα της το πορτοφόλι του κι άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
«Μπορεί και πεθαμένος να συνεχίσω τον αγώνα να αποκαλυφθεί η αλήθεια για το τι συνέβη στο παιδί μας...» κατέληξε ο πατέρας του άτυχου νέου.
Στην Ανακρίτρια η υπόθεση ως ανθρωποκτονία
Από την πλευρά του ο νομικός εκπρόσωπος της οικογένειας Στέλιος Σούρλας, τόνισε στην εκπομπή:
«Η οικογένεια έχει υποβάλει μήνυση κατά παντός υπευθύνου για ανθρωποκτονία από πρόθεση και ζητά τη διερεύνηση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος. Η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της ανάκρισης». Ανέφερε πως υπάρχουν εγκληματικές παραλείψεις όπως η μη λήψη DNA, η μη διενέργεια νεκροτομής, δεν ερευνήθηκε το αυτοκίνητο ή το σπίτι, δεν έγινε άρση του απορρήτου του κινητού τηλεφώνου του θύματος ούτε αναζητήθηκαν ηλεκτρονικά ίχνη. Λόγω της συνθήκης Σένγκεν υπάρχει η δυνατότητα δικαστικής συνδρομής μεταξύ Αυστρίας και Ελλάδας, η οποία γίνεται μέσω των δύο αρμόδιων Εισαγγελιών.