Είναι «ισχυρός, αφοσιωμένος και έξυπνος», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ για τον Τζερόμ ή Τζέι Πάουελ, ανακοινώνοντας την απόφασή του να τον επιλέξει ως τον επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) από τον Φεβρουάριο του 2018, όταν λήγει η θητεία της σημερινής προέδρου Τζάνετ Γέλεν.
Μεταξύ των υποψηφίων που εξέτασε ο Τραμπ, ο 64χρονος Πάουελ θεωρείται η ασφαλής επιλογή, καθώς είχε ταχθεί υπέρ της πολιτικής σταδιακής αύξησης των επιτοκίων που ακολούθησε η Γέλεν από τα τέλη του 2015. Σηματοδoτεί, επομένως, μια αλλαγή, αλλά παράλληλα και τη συνέχεια μίας σταθερής νομισματικής πολιτικής. Ο Πάουελ είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed από το 2012, με απόφαση του τότε Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Η θητεία που είχε σε υψηλές θέσεις στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα ήταν τα βασικά προσόντα του, τα οποία εκτιμήθηκαν για να αναλάβει το τιμόνι της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας του κόσμου, αφού προηγουμένως η υποψηφιότητά του εγκριθεί από τη Γερουσία. Ο Πάουελ έχει διανύσει μεγάλο μέρος της καριέρας του στην επενδυτική τράπεζα Read & Co κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και αργότερα, από το 1997 έως το 2005, στη μεγάλη εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών Carlyle Group, της οποίας ήταν εταίρος και ιδρυτής του Industrial Group. Από το 1990 έως το 1993 εργάσθηκε στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, και το 1992 έγινε υφυπουργός Οικονομικών. Τα προσόντα αυτά, όπως και το ότι θεωρείται ρεαλιστής και προσγειωμένος και έχει μετριοπαθή στάση στη νομισματική πολιτική, μέτρησαν προφανώς πολύ περισσότερο από το ότι θα είναι ο πρώτος επικεφαλής της Fed από τη δεκαετία του 1970 που δεν έχει σπουδάσει οικονομικά, αλλά νομικά και πολιτικές επιστήμες.
Γεννημένος στην Ουάσινγκτον, ο Πάουελ είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά. Του αρέσει να παίζει γκολφ και να πηγαίνει με ποδήλατο στη δουλειά του. Η μακροχρόνια ενασχόλησή του στον ιδιωτικό τομέα, τον έχει κάνει ένα από τα πλουσιότερα μέλη της Fed. Με βάση τη φορολογική δήλωση του 2016, η περιουσία του ανέρχεται σε 55 εκατ. δολάρια. Το γεγονός ότι έχει μεγάλη περιουσία είναι, άλλωστε, ένα κοινό χαρακτηριστικό πολλών στελεχών που έχει επιλέξει ο πρόεδρος Τραμπ.
Από τη Γέλεν έως τον Άλαν Γκρίνσπαν, που ξεκίνησε τη θητεία του το 1987, όλοι οι επικεφαλής της Fed είχαν διδακτορικό τίτλο στα Οικονομικά. Η Fed απασχολεί περισσότερους από 300 οικονομολόγους με διδακτορικό τίτλους και ο Πάουελ θα μπορούσε να στηριχθεί στις γνώσεις τους περισσότερο από ό,τι οι άλλοι πρόεδροι - αν και αυτό μένει να φανεί στην πράξη. Θα μπορούσε, αντίστοιχα, να επηρεαστεί περισσότερο από τα επιχειρήματα που διατυπώνουν τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed.
Η επιλογή του σπάει μια ακόμα παράδοση των τελευταίων δεκαετιών, καθώς οι επικεφαλής της Fed προτείνονταν και για μία ή περισσότερες ακόμη θητείες από άλλους Αμερικανούς προέδρους. Ο προηγούμενος πρόεδρος, ο Μπεν Μπερνάνκι, είχε διοριστεί από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και προτάθηκε εκ νέου από τον Ομπάμα. Ο Άλαν Γκρίνσπαν διορίσθηκε από τον Ρήγκαν και τη θητεία του ανανέωσαν οι τρεις επόμενοι πρόεδροι, ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, ο Μπιλ Κλίντον και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος.
Ο Τραμπ είχε επικρίνει στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του την Γέλεν - την πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Fed - ότι καθυστέρησε να αυξήσει τα επιτόκια, δημιουργώντας κινδύνους δημιουργίας «φουσκών» στην αμερικανική οικονομία. Μετεκλογικά, όμως, άλλαξε άποψη και είχε δηλώσει ότι θα εξέταζε μία δεύτερη θητεία της, αλλά και ότι στη Fed «θα ήθελες να αφήσεις την προσωπική σου σφραγίδα».
To πιθανότερο είναι ότι ο Πάουελ θα εξασφαλίσει την έγκριση των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία. Οι Δημοκρατικοί θα ήθελαν ο Τραμπ να ανανεώσει τη θητεία της Γέλεν, αλλά αναμένεται να υπερψηφίσουν τον Πάουελ, ο οποίος στα πέντε χρόνια που βρίσκεται στο Συμβούλιο Διοικητών της Fed έχει στηρίξει πολλές από τις αποφάσεις της Γέλεν για τα επιτόκια και ποτέ δεν έδωσε αρνητική ψήφο για τη νομισματική πολιτική. Φαίνεται να δημιουργεί ανακούφιση στους Δημοκρατικούς ότι ο Πάουελ θα διατηρήσει την ίδια πορεία σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική, καθώς επικεντρώνεται στη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων και την περιστολή της ποσοτικής χαλάρωσης που τέθηκε σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ομπάμα. Και όπως γνωρίζουν καλά οι Δημοκρατικοί, ο Πάουελ έχει μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση στη νομισματική πολιτική σε σχέση με άλλους υποψηφίους διοικητές της Fed που εξέταζε ο Τραμπ.
Εάν ο διορισμός του επιβεβαιωθεί, ο Πάουελ θα αναλάβει την επόμενη χρονιά σε μια κρίσιμη περίοδο για την Fed, η οποία θα πρέπει να διατηρήσει την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, που διάγει τον ένατο χρόνο, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει την αύξηση των επιτοκίων και τη μείωση της ρευστότητας που είχε δώσει στην οικονομία με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Fed, ο Πάουελ έχει εργαστεί σε θέματα που σχετίζονται με το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR. Έχει συμμετάσχει σε μια επιτροπή που ασχολείται με την επικοινωνία και έχει ηγηθεί της φετινής αναθεώρησης των τεστ αντοχής των μεγάλων τραπεζών. Παράλληλα, έχει ταχθεί υπέρ του περιορισμού της ρύθμισης για τις μικρές και μικρομεσαίες τράπεζες. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των απόψεών του για τη νομισματική πολιτική παραμένει άγνωστο.
«Όλως περιέργως...πιθανόν να είναι αυτός (ο υποψήφιος) που έχει γράψει τα λιγότερα και έχει το μικρότερο ιστορικό δηλώσεων για τη νομισματική πολιτική», σχολιάζει στο BBC ο Τζόσεφ Γκάγκνον, πρώην οικονομολόγος της Fed και σήμερα υψηλόβαθμο στέλεχος του Petersen Institute for International Economics. Ο Πάουελ δεν έχει τα συνηθισμένα ακαδημαϊκά προσόντα, γεγονός που μπορεί να τον δυσκολέψει να επιβληθεί ως οικονομική αυθεντία. Αλλά αυτό δεν χρειάζεται απαραίτητα να αποτελέσει πρόβλημα, δήλωσε ο Γκάγκνον. «Εάν ακούς προσεκτικά, είσαι πειστικός και συνεργάζεται με τους συναδέλφους σου προσπαθώντας να βρεθεί κοινό έδαφος, αυτό μπορεί να λειτουργήσει», δήλωσε.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ/BBC, The Atlantic, Guardian, Financial Times, Bloomberg
σχόλια