Ενάμιση μήνα πριν τα Χριστούγεννα το σπίτι της κυρίας Αγνής είναι φουλ στολισμένο, μέσα κι έξω. Σατέν λουλούδια σε ροζ και γαλάζιες μεταλλικές αποχρώσεις ξεπροβάλλουν από τα βάζα και γιρλάντες μαζί με πολύχρωμες γιορτινές μπάλες κρέμονται από παντού μέσα στο καθιστικό, την τραπεζαρία και την κουζίνα του διαμερίσματός της στη Νίκαια. Στο μπαλκόνι-θερμοκήπιο ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο βρίσκεται ανάμεσα σε δεκάδες φυτά εσωτερικού χώρου, δίπλα σε ένα πόστερ με την εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές του μετά την Ανάσταση και σε ένα χτιστό βυζαντινό εκκλησάκι πνιγμένο στα λουλούδια. Δεν έχω ξαναδεί πιο εντυπωσιακό στολισμό σε σπίτι.
Είναι μεσημέρι και η κυρία Αγνή μας υποδέχεται θερμά, παρόλο που είναι ξενύχτισσα, και επιμένει να φάμε τα μίνι χάμπουργκερ και τα τυροπιτάκια που έχει ετοιμάσει. Μας ταΐζει με το ζόρι και επιμένει να μας κεράσει και αναψυκτικό. Παρόλη την ταλαιπωρία της -έχει μόλις επιστρέψει από την βάρδια στην κλινική που δουλεύει ως αποκλειστική νοσοκόμα-, είναι πρόθυμη να μοιραστεί μαζί μας τις εμπειρίες της στο επάγγελμα που σημαδεύει τη ζωή της εδώ και τρεις δεκαετίες. Εκτός από νοσοκόμα είναι και η πρόεδρος του σωματείου αποκλειστικών νοσοκόμων «Το Ρόδο του Αμάραντου» και ξεκινάει με φόρα να μας πει όλα τα προβλήματα του κλάδου και όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αποκλειστικές σε ένα κράτος που «σε σπρώχνει στην παρανομία».
Δεν έχουμε έρθει να ακούσουμε τα συνδικαλιστικά τους, ο λόγος της επίσκεψής μας είναι να καταγράψουμε όσα έχει ζήσει τόσα χρόνια δίπλα σε αρρώστους και την προσφορά της σε ανθρώπους που στην πλειονότητά τους βαδίζουν προς το θάνατο, ή παλεύουν με τη μοναξιά σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Αυτά που μας λέει όμως –ακόμα και αυτά που στην αρχή θεώρησα εκτός θέματος- εκτός από συγκινητικά είναι και η απόδειξη της αδιαφορίας ενός κράτους που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί τις ανάγκες του πολίτη.
Κάποτε, όταν έβγαζα τη σχολή, με είχε ρωτήσει η γιαγιά μου "αν σου πετάξουν ένα μωρό στο δρόμο κι έναν ηλικιωμένο, ποιον θα φροντίσεις;" και της λέω "θα φροντίσω τον ηλικιωμένο". "Γιατί;" μου λέει, "γιατί το μωρό" της λέω "θα το πιάσουν όλοι, ενώ τον ηλικιωμένο ίσως να μην τον τον κοιτάξει κανείς".
«Είμαι νοσοκόμα εδώ και 32 χρόνια» μάς λέει. «Ξεκίνησα να δουλεύω ως μόνιμη βραδινή νοσοκόμα σε κλινική, αλλά το αφεντικό έκανε κάποιες απολύσεις παράνομες και ξαφνικά μείναμε χωρίς δουλειά 17 άτομα. Επειδή υπήρχε το μπλοκ μου συνέχισα να δουλεύω ως αποκλειστική νοσοκόμα, γιατί ως νοσοκόμα είναι δύσκολο πια να βρεις δουλειά». Δίπλα της κάθεται ο σύζυγός της, συνταξιούχος, «πρώτος ξάδερφος του Κούρκουλου και στα νιάτα του τραγουδιστής, κούκλος» μας λέει η κυρία Αγνή και μας δείχνει παλιές φωτογραφίες του (στις οποίες μοιάζει με τον Γιάννη Καλαντζή).
«Έχω δουλέψει στο Μεταξά, στο Τζάνειο, όπου μπορείτε να φανταστείτε από Αθήνα και Πειραιά, δεν μπορώ να θυμηθώ από πόσα νοσοκομεία και κλινικές έχω περάσει. Κι είναι μια δουλειά που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Τη δουλειά της νοσοκόμας δεν μπορείς να την κάνεις αν δεν την αγαπάς. Η επιλογή μου ήταν από πολύ μικρή οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας (στην απομαγνητοφώνηση πρόσεξα ότι δεν χρησιμοποιεί ούτε μία φορά στην κουβέντα μας τις λέξεις «γέρος» ή «γριά») επειδή τους αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες σε έχουν πιο πολλή ανάγκη. Κάποτε, όταν έβγαζα τη σχολή, με είχε ρωτήσει η γιαγιά μου “αν σου πετάξουν ένα μωρό στο δρόμο κι έναν ηλικιωμένο, ποιον θα φροντίσεις;” και της λέω “θα φροντίσω τον ηλικιωμένο”. “Γιατί;” μου λέει, “γιατί το μωρό” της λέω “θα το πιάσουν όλοι, ενώ τον ηλικιωμένο ίσως να μην τον τον κοιτάξει κανείς”.
Πιστεύω ότι δεν μπορεί κάποιος να κάνει αυτό το επάγγελμα εάν δεν το αγαπάει. Κι έχω δει πολλά, συνοδούς να βάζουν γυναίκες που είναι άσχετες να φροντίσουν τους ανθρώπους τους και να προκαλούν ζημιές που μπορεί να είναι και ανεπανόρθωτες. Μια φορά στη βάρδιά μου, νύχτα, κάποια παράνομη νοσοκόμα μέσα στο θάλαμο κοιμόταν δίπλα σε έναν παππού, πάνω στο πάτωμα. Σηκώνεται, λοιπόν, ο παππούς με τον καθετήρα και της λέει “θέλω να πάω τουαλέτα” κι αυτή, μες στον ύπνο της, του λέει “πήγαινε”. Και κατέβηκε αυτός από το κρεβάτι και έπαθε ρήξη και μετά υπέφερε τρις χειρότερα. Δεν τους προσέχουν τους ασθενείς. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι συγγενείς πως εμείς είμαστε τα δεύτερα μάτια τους. Κι αν κάτι δεν είναι όπως πρέπει, θα την πω ακόμα και στον κλινικάρχη γιατί είμαι της δουλειάς, ενώ όσες είναι παράνομες δεν έχουν ιδέα. Μία αποκλειστική που είναι νόμιμη και ξέρει θα ελέγξει την κλινική, τα φάρμακα, αν πήρε τα σωστά ο ασθενής, τι είναι αυτό που μπαίνει στον ορό».
Τη ρωτάω τι κάνει καλή μια νοσοκόμα και ξαναβρίσκει τον ήρεμο εαυτό της: «Καλή νοσοκόμα είναι η άψογη στη δουλειά της, που έχει συναίσθηση τι σημαίνει υπευθυνότητα. Να μην βλέπεις στον ασθενή έναν ξένο, να βλέπεις σε αυτόν έναν δικό σου άνθρωπο. Να βλέπεις τον εαυτό σου. Σκέφτομαι ότι κάποια μέρα θα είμαι κι εγώ εκεί και δεν θέλω να μου φέρονται άσχημα. Ό,τι δεν θέλω να μου κάνουν, δεν θα το έκανα ποτέ.
Το κράτος λέει ότι έχει μπει ενάμιση δις μέσα με τις αποκλειστικές, αλλά αν δεν έχουμε δουλειά όσες είμαστε νόμιμες με μπλοκάκια, πώς να βγάλει λεφτά; Οι παράνομες -που είναι συνήθως ξένες- παίρνουν 50 ευρώ το 12ωρο, ενώ μια νόμιμη αποκλειστική παίρνει 65,40 ευρώ το 7ωρο, χωρίς να έχει δικαίωμα να πάρει λιγότερα, γιατί κόβει απόδειξη και από τα 65,40 τα 30 ευρώ τα κρατάει το ΙΚΑ. Δεν θα βγούμε ποτέ στη σύνταξη, το κράτος κάνει παράπονα, αλλά σταμάτησε να πληρώνει στον άρρωστο τα 30 ευρώ που του έδινε παλιά για την αποκλειστική και έτσι ο κόσμος αναγκάζεται να παρανομήσει. Αναγκαστικά θα πάρει την ξένη που είναι πιο φτηνή. Εκατομμύρια ευρώ χάνονται από μαύρα λεφτά στα νοσοκομεία κι οι κλινικάρχες κάνουν τα στραβά μάτια».
«Τι σημαίνει αποκλειστική νοσοκόμα κυρία Αγνή;». «Ότι έχει αποκλειστική ευθύνη του ασθενούς. Είναι φοβερό να σου εμπιστεύεται ο άλλος τον άνθρωπό του. Υπάρχουν παιδιά που κλαίνε για τις μανάδες τους, τους πατεράδες τους, για τους συγγενείς τους και σου λένε “σε παρακαλώ πολύ, φρόντισέ τους”. Πολλοί πουλάνε τα σπίτια τους για να έχουν μία αποκλειστική στον άρρωστο άνθρωπό τους. Δεν γίνεται να μην τον φροντίσεις σαν να είναι δικός σου άνθρωπος. Φέρουμε και ευθύνη, γιατί αν συμβεί κάτι στον ασθενή στην βάρδιά σου, θα σού πουν “εσύ, ως αποκλειστική, τι έκανες;”. Με το που θα μπεις στη βάρδιά σου, λοιπόν, θα κοιτάξεις να ξεκουράσεις τον άρρωστο, να τον κάνεις μπάνιο, να του κόψεις νύχια, να τον λούσεις, να περιποιηθείς τις πληγές του. Προσέχουμε επίσης τον ορό, τον γυρνάμε το βράδυ, φωνάζουμε τον γιατρό σε ώρα ανάγκης, κάνουμε θερμομετρήσεις, καλούμε τη νοσοκόμα του νοσοκομείο ή της κλινικής για ό,τι δεν μπορεί να δει ένας συνοδός».
Η πιο μεγάλη δυσκολία στο επάγγελμα για την κυρία Αγνή είναι το να δουλεύεις νύχτα. «Είναι δύσκολη η νύχτα και δεν περνάει» λέει, «αλλά είναι κι αυτή μια συνήθεια. Όταν είμαι στη δουλειά μου, όλες οι ώρες είναι το ίδιο. Οι αποκλειστικές δουλεύουν κυρίως νύχτα, γιατί το βράδυ το 90% των αρρώστων "βαραίνουν", τα περιστατικά γίνονται χειρότερα. Την ημέρα όλο και κάποιος δικός τους θα είναι δίπλα τους, έχει και το νοσοκομείο πιο πολύ προσωπικό.
Την πρώτη μου περίπτωση ως αποκλειστική δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήταν μία κυρία καρκινοπαθής. Σοκαρίστηκα. Όταν έμεινα μόνη μου σε ένα δωμάτιο κι έπρεπε να διευθετήσω μερικά πράγματα, έβαλα τα κλάματα. Πόναγε πολύ και στεναχωριόμουν, σκεφτόμουν ότι αν την χαϊδέψω μπορεί και να της περάσει, αλλά δεν κατάφερα να κάνω τίποτα. Ήταν μια εφιαλτική νύχτα. Θυμάμαι ότι μου είπε η προϊσταμένη βάρδιας “άμα θα κλαις, δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά”. Ήμουν σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο για να βρεις τη νοσοκόμα δεν είναι και εύκολο. Είναι δύο στη νυχτερινή βάρδια κι έχουν να φροντίσουν τους ασθενείς σε τρεις ορόφους. Δύο άτομα για 70 και 80 ασθενείς, τι να πρωτοκάνουν;
Δένομαι πάρα πολύ με τους ασθενείς. Εδώ και δυόμιση χρόνια έχω ένα περιστατικό με σύνδρομο Ντάουν, ένα μεγάλο παιδί που με φωνάζει μαμά. Την έφερε η μάνα της 40 χρονών στο νοσοκομείο, επειδή αρρώστησε και δεν μπορούσε να τη φροντίσει. Στους τρεις μήνες η μάνα πεθαίνει και την κόρη ανέλαβε να την φροντίσει ένας ξάδερφος της μάνας, που ανέλαβε επίσης να διαχειριστεί και την μεγάλη περιουσία που της ανήκει. Ο γιος του ήταν δικηγόρος και έκανε ακριβώς ό,τι όριζε η διαθήκη της μαμάς. Κάποια στιγμή η κόρη έπαθε μια λοίμωξη στο αναπνευστικό, την ανέβασαν σε όροφο, και ο δικηγόρος έβαλε τρεις αποκλειστικές να τη φροντίζουν όλο το 24ωρο. Δυστυχώς, ο γιος πέθανε ξαφνικά και στα 40 του παιδιού του ο ξάδερφος έβγαλε τις δύο αποκλειστικές, επειδή –είπε- το κορίτσι είναι 60 χρονών και αφού είναι συνέχεια στο κρεβάτι, δεν βλέπει να έχει νόημα να ζει. Και τώρα, από 8ωρη την βάρδιά μου την έχει κάνει ένα τετράωρο. Αισθάνομαι ότι με εξευτελίζει ως άτομο, γιατί θέλει να με αναγκάσει να αφήσω το κορίτσι. Έχω ένα εγγόνι 4 χρονών και δεν έχει τύχει ως γιαγιά να του μαγειρέψω, αλλά σε αυτό το παιδί μαγειρεύω και του πηγαίνω φαγητό, του πηγαίνω ρούχα, ό,τι χρειαστεί από κρέμες, οτιδήποτε, μόνο και μόνο επειδή έχω δεθεί μαζί του και με πονάει η ψυχή μου. Με φωνάζει “μαμά” και πεθαίνω. Τα βάζω με όλη την κλινική μην τυχόν και πάθει κάτι. Είναι σαν μωρό. Πολλές φορές λέω στις άλλες κοπέλες ότι αυτή είναι η δύναμη του Θεού. Δενόμαστε πάρα πολύ με τους ασθενείς που φροντίζουμε, τους φέρνουμε και στο σπίτι μας, τους κουβαλάμε μαζί μας. Η δουλειά είναι ο χώρος μας, εκεί περνάμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας μας, πιο πολύ καθόμαστε εκεί παρά στο σπίτι μας. Σχολάς το πρωί και πας στο σπίτι και είσαι στην τσίτα. Δεν είσαι και μηχανή να γυρίσεις το κουμπί και να κοιμηθείς αμέσως, θα πάει 10-11 για να σε πάρει ο ύπνος, κι αν κοιμηθείς μέχρι το απόγευμα πάει η μέρα, βραδιάζει και τελείωσε. Συνήθως δεν βλέπουμε το φως της ημέρας.
Κάποια γιαγιά μου έλεγε με παράπονο "ο γιος μου με τάιζε στο στόμα και με φίλαγε και μόλις του τα έγραψα όλα με έκλεισε εδώ". Το ζούμε πολύ συχνά αυτό. Η τρίτη ηλικία ρίχνει πολύ κλάμα. Κι έχει πολλή μοναξιά.
Έχουν πάρα πολλοί άνθρωποι πεθάνει στα χέρια μου. Είναι μια αίσθηση που σε βάζει ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο. Και είναι μια πολύ δύσκολη στιγμή. Περνάς κι εσύ σε άλλη διάσταση. Είναι μια πολύ επώδυνη εμπειρία το να φεύγει ένας άνθρωπος μέσα από τα χέρια σου, αλλά συνάμα πολλοί σου δίνουν κι ευχή. Άλλοι σου πιάνουν το χέρι, άλλοι σε κοιτάνε στα μάτια, άλλοι τα κλείνουν. Εκείνη την ώρα κάνω προσευχή, μόνο αυτό. Κι είναι κάτι που δεν μπορώ να συνηθίσω. Όταν κάποιος πεθάνει στη βάρδιά σου τον φτιάχνεις κιόλας, το κάνεις και αυτό σαν αποκλειστική. Όλα τα κορίτσια που ξέρω τους φτιάχνουν. Αν είναι και χριστιανοί ορθόδοξοι τους φτιάχνουμε όπως ξέρουμε εμείς, με το τελετουργικό που πρέπει, όχι όπως τους φτιάχνουν τα γραφεία. Οι άνθρωποι που φροντίζουμε φεύγουν από μας όπως πρέπει.
Οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ όταν αρρωστήσουν. Θα έλεγα προς το χειρότερο και όχι προς το καλύτερο. Αλλάζει ο χαρακτήρας, γιατί ο πόνος σε διαλύει. Μία γιαγιά που θα την φέρουν να μείνει στο νοσοκομείο για μήνες, επειδή δεν μπορούν να παιδιά να την έχουν στο σπίτι, την παρκάρουν και χάνει το χώρο της. Το καταλαβαίνει ότι δεν είναι στο σπίτι της και το ζητάει. Ζητάει τα παιδιά της. Είναι το μόνο που θέλει. Βλέπουμε και ένα σωρό άθλιες περιπτώσεις. Κάποια γιαγιά μου έλεγε με παράπονο “ο γιος μου με τάιζε στο στόμα και με φίλαγε και μόλις του τα έγραψα όλα με έκλεισε εδώ”. Το ζούμε πολύ συχνά αυτό. Η τρίτη ηλικία ρίχνει πολύ κλάμα. Κι έχει πολλή μοναξιά. Γι' αυτό δενόμαστε τόσο πολύ μαζί τους, δεν είμαστε μόνο νοσοκόμες. Όταν πηγαίνω πάνω από τον άρρωστο αισθάνομαι ότι είμαι παπάς. Μας κάνουν γενική εξομολόγηση. Κι όλες οι περιπτώσεις των ηλικιωμένων που λένε “δεν θέλω αποκλειστική” είναι επειδή θέλουν να φύγουν και να πάνε σπίτι τους.
Δεν έχω να σας πω ούτε μία χαρούμενη ιστορία, ούτε μία στα 30 μου χρόνια. Έχω ζήσει μόνο στενάχωρες καταστάσεις. Έχω πολλές ιστορίες ανθρώπων που γράφουν ό,τι έχουν και δεν έχουν στα παιδιά τους και τελικά αυτά να τους αφήνουν στον άσο σε ένα γηροκομείο, σε ένα ίδρυμα, σε μία κλινική. Και ξέρω περιπτώσεις ηλικιωμένων, πολλές περιπτώσεις, που άλλαξαν τη διαθήκη και τα έγραψαν όλα στο Χαμόγελο του Παιδιού, και τους βοήθησα κι εγώ η ίδια γι’ αυτό. Καλύτερα να τα φάνε τα παιδάκια, παρά αυτός που σε πέταξε. Ιστορίες να κλαις. Δεν θέλω ούτε να τις θυμάμαι, όχι να τις λέω. Είμαι μάνα και δεν θα ήθελα τα παιδιά μου να με αφήσουν και να καταντήσω μόνη, για το χρήμα και μόνο.
Δεν γίνεται να τα αφήσεις πίσω όλα αυτά που ζεις στη δουλειά, όταν έρχεσαι στο σπίτι τα κουβαλάς μαζί σου. Και σε ρίχνουν ψυχολογικά. Εμένα με ρίχνει πάρα πολύ αυτό, αλλά με έχει κάνει πολύ καλύτερο άνθρωπο. Είναι λογικό άμα είσαι μέσα στον πόνο, στην αρρώστια και στον θάνατο. Δεν διπλώνεις ρούχα. Υπάρχει κλάμα και στεναχώρια, των ασθενών, των συγγενών, και ένα αποτέλεσμα που στο 90% των περιπτώσεων είναι ο θάνατος. Σπάνια παίρνει ο άλλος αποκλειστική αν δεν είναι βαρύ το περιστατικό.
Με 400 ευρώ που παίρνει ο κόσμος μισθό -και αν τα παίρνει- πείτε μου ποιος μπορεί να πληρώσει τα λεφτά που έχει ορίσει το κράτος ως αμοιβή για τις αποκλειστικές; Πρώτα πλήρωνε το ΙΚΑ κάτι, τώρα δεν δίνει τίποτα, κι όλοι παρανομούν γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Κι εγώ αν δεν έχω να φάω, θα παρανομήσω. Το ΙΚΑ μας παίρνει το 50%, το φωνάζω αλλά δεν γίνεται τίποτα. Ξέρεις πόσο χρεώνει τις 6 ώρες και 45 λεπτά; 65,40 ευρώ, το 8ωρο κάνει 66 ευρώ το πρωινό, 80 το βραδινό, και οι τιμές ανεβαίνουν για 9ωρο, 10ωρο, 11ωρο, 12ωρο, φτάνουν μέχρι 190 ευρώ τις αργίες. Ποιος μπορεί να πληρώσει τόσα λεφτά; Αν δεν υπήρχαν και οι ηλικιωμένοι που έχουν προνοήσει κι έχουν κάτι στην άκρη για τα γεράματά τους, εμείς δεν θα είχαμε δουλειά. Την έχει ανάγκη την αποκλειστική ο παππούς που κλαίει πάνω από τη γυναίκα του και λέει “δεν έχω 65, να σου δώκω παιδί μου 30;”. Αν δεν μου έπαιρνε τα 30 το κράτος θα του έλεγα “ναι παππού, δώσε μου και 20”.
Απλήρωτη δεν με έχουν αφήσει ποτέ. Αν είσαι καλός στη δουλειά σου, ο άλλος κάνει ό,τι μπορεί για να σε ανταμείψει. Όταν δουλεύω 11 το βράδυ με 6 το πρωί και φεύγω στις 7.30 και στις 8 ακόμα και σε μέρες αργίας, δεν μπορεί να μου πει εμένα το κράτος γιατί δεν πληρώνομαι έξτρα, γιατί όποιος μου το πει θα τον στραγγαλίσω επιτόπου. Γιατί δεν ζει αυτός τον πόνο.
Υπάρχουν παλικάρια που σπάνε το ισχίο π.χ. και χρειάζονται αποκλειστικές και το κράτος δεν τους δίνει ούτε ένα ευρώ γι' αυτό, πώς θα τις πληρώσουν; Θα έπρεπε να έπαιρναν πίσω τουλάχιστον τα μισά. Εμείς δεν θα βγούμε ποτέ στην σύνταξη. Είμαστε με μπλοκάκι κι είμαστε στο ΙΚΑ, και σου λέει ότι για να έχεις το δικαίωμα να έχεις το μπλοκ, για να μπορείς να πας σε έναν γιατρό -γιατί οι αποκλειστικές δεν μένουν 25 χρονών, μεγαλώνουμε- πρέπει να έχεις 100 ένσημα το χρόνο. Κι αν δεν τα έχω, τα κόβω από την τσέπη του άντρα μου, τα πληρώνουμε οι ίδιες, δηλαδή. Το 50αρικο της παράνομης για 12 ώρες είναι πιο πολλά από ό,τι παίρνουμε εμείς, γιατί είναι καθαρά δικά τους, μαύρα. Το κράτος μας λέει “παρανομήστε”. Δεν δίνει λεφτά σε ανθρώπους που έχουν πληρώσει το ταμείο μια ζωή, κι εμείς δεν βγαίνουμε στη σύνταξη κι έχουν την απαίτηση να την πληρώνουμε. Πέρσι έπαθα εγκεφαλικό κι έκατσα ένα μήνα χωρίς δουλειά και δεν πήρα τίποτα. Κι η αντιπρόεδρός μας γέννησε πρόσφατα και δεν πήρε μία.
Σπουδάσαμε, το αγαπήσαμε αυτό που κάνουμε, είμαστε συνέχεια με αρρώστιες, κολλάμε κι εμείς και δεν μπορούμε να είμαστε σε άμεση επαφή με το περιβάλλον μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, πρέπει να κάνουμε συνέχεια εμβόλια. Δεν μπορώ να βάλω και μάσκα, γιατί ο άλλος σου λέει “γιατί την έβαλες, πεθαίνω;”. Κι ο υπουργός αντί να μας φροντίσει λέει “να βγάλουν την άσπρη στολή οι νοσοκόμες και να βάλουν γκρι παντελόνι με άσπρο σακάκι”. Η νέα στολή μας μάρανε».