Ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα αισθητικής που πήρα ποτέ στη ζωή μου ήταν από τον ζωγράφο και φίλο Γιώργο Μαυροΐδη πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Η Μαρία και ο Πάνος Νέστορας είχαν προς τιμήν του καλέσει στο σπίτι τους τέσσερις-πέντε φίλους για δείπνο, ανάμεσά τους και η Αλεξίου (κοριτσάκι ακόμα, στην αρχή της καριέρας της), που κάποια στιγμή μάς έκανε το χατίρι και τραγούδησε.
Ενθουσιαστήκαμε όλοι! Την άλλη μέρα, σχολιάζοντας τα της βραδιάς (με επίκεντρο, βέβαια, το τραγούδι της Χαρούλας), ακούω έκπληκτος τον Μαυροΐδη να μου αποκαλύπτει ότι πάνω απ’ όλα (την πραγματικά υπέροχη φωνή, το ωραίο τραγούδι...) εκτίμησε κάτι σπάνιο που χαρακτηρίζει μόνο τους μεγάλους τραγουδιστές, την επίγνωση του χώρου. Είπε επί λέξει: «Ποτέ δεν φώναξε παραπάνω απ’ ό,τι της επέτρεπε ο χώρος».
Ακολουθώ, λοιπόν, τη συμβουλή της κριτικού και αποχωρώ, όχι όμως από την καλλιτέχνιδα και το έργο της! Αντιθέτως, αποχωρώ από αυτήν τη βίαιη καλλιτεχνική καταδίκη σε θάνατο!
Γνωρίζω δύο όμορφα, ψηλά κορίτσια, σχεδόν συνομήλικα. Είναι η Λουίζα Αρκουμανέα και η Λένα Κιτσοπούλου. Έχω την τύχη να συνομιλώ καλλιτεχνικά και φιλικά και με τις δύο. Είναι υπέροχες! Κομψές, διακριτικές, αξιαγάπητες, έξυπνες, μορφωμένες.
Ο καλλιτεχνικός μου εαυτός, υψιπετής και ασουλούπωτος, βρήκε καταφύγιο, μεταξύ άλλων (Καραθάνος, Κούτρας), στον κόσμο της Λένας και ο άλλος μου εαυτός, ο πιο οργανωμένος, ο πιο ψύχραιμος, στον κόσμο της Λουίζας. Μέχρι τώρα τα βόλευα μια χαρά και τα δύο, ώσπου έφτασα στο ασυμβίβαστο μετά την κριτική της Λουίζας για την «Αντιγόνη» της Λένας.
Ακολουθώ, λοιπόν, τη συμβουλή της κριτικού και αποχωρώ, όχι όμως από την καλλιτέχνιδα και το έργο της! Αντιθέτως, αποχωρώ από αυτήν τη βίαιη καλλιτεχνική καταδίκη σε θάνατο! Δεν το κάνω εύκολα, αλλά βλέποντας τη Λένα να παλεύει άφοβα (και μόνη της) ενάντια σε όλους αυτούς που ψάχνουν συνεχώς δικαιολογίες σε κάθε καλλιτεχνική έκφραση, λες και η τέχνη τις έχει ανάγκη, δεν μπορώ παρά να της συμπαρασταθώ με όλες μου τις δυνάμεις.
Είδα την παράσταση. Έχουν περάσει αρκετές μέρες και η χαρά, η ευχαρίστηση, η έκπληξη, ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία, η τόλμη, το κέφι, δεν λένε να καταλαγιάσουν!
Τι κάνει η Λένα στην «Αντιγόνη»; Τα εκμηδενίζει όλα, όχι όμως από ντανταϊστικές πόζες του περασμένου αιώνα αλλά από απολύτως σύγχρονη ανάγκη να ξεκόψει μια και καλή από τα «ζωντανά» φαντάσματα που μας τυραννούν αιώνες τώρα.
Διαλέγει ιδιοφυώς το βαρύ πυροβολικό του θεατρικού λόγου και του εκμαιεύει σπαρταριστά σύγχρονα νοήματα, κάνοντάς μας συμμέτοχους σε αυτή την αποκάλυψη, βάζει την Αντιγόνη σε μια ζυγαριά και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει το βάρος της, παρά μόνο το προσωπικό βίωμα ενός κοριτσιού δεκάξι χρονών (μου έρχεται στη σκέψη το «είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα λύκεια» του Σαββόπουλου) που σπαρταρά να γλιτώσει από την πίεση των γαμπρών, των πεθερών, των συγγενών, ξέροντας πως θα το πάρουν στον τάφο μαζί τους ‒ αλλά πριν ας χαρεί, έστω για μια στιγμή, την αλήθεια της, τον εαυτό της, το χρυσάφι του Σοφοκλή! Δεν μας συνδέει τίποτα, κύριοι, είστε για μένα ξένοι, χωρίς καμιά ελπίδα επικοινωνίας.
Καταδικάζουμε, λοιπόν, έναν καλλιτέχνη; Τίποτα πιο εύκολο! Ο καλλιτέχνης δεν έχει ποτέ άλλοθι, θα είναι πάντα γυμνός μπροστά σε οποιαδήποτε δικαιοσύνη. Σε ποιους παραδίνουμε τη Λένα; Σε ποια χέρια «αγανακτισμένων»; Τι είναι η Λένα; Σε ποια διαπόμπευση τη στέλνουμε; Τι παίζουν τα άλλα θέατρα στις μεγάλες πλατείες;
Όταν τη σκέφτομαι να περνάει με το παλτό της και τα ψηλά της παπούτσια την Ακαδημίας απέναντι, μου έρχονται δάκρυα στα μάτια γι’ αυτό το υπέροχο κορίτσι που, αντί να το προστατεύσουμε ως κόρη οφθαλμού, το «δίνουμε» γιορταστικό μποναμά στα τέρατα. Θα κλείσω όχι με λόγια μεγάλων σοφών αλλά με κάτι δικό μου, απλό: οποιαδήποτε διαδικασία μάς οδηγεί στον «θάνατο» του καλλιτέχνη, να αποσυρθεί αμέσως ως εσφαλμένη.