Πέντε η ώρα που βραδιάζει
Μπορεί εκεί στην Καλλιδρομίου, την Καμωματού, την Κόρη, καβγάδες να έστηναν πολλούς οι καμποτίνοι οι Έξι, για ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Η ομοφωνία ήταν άγνωστη λέξη σ’ εκείνη την Caverna dell' antimateria, σ’ εκείνο το Σπήλαιο της Αντιύλης που ήταν ο Ένοικος. Ο καθένας και μια Κεντρική Επιτροπή. Ο καθένας και μια Στρατιά της Νύχτας. Ο Καθένας και ένα Σύμπαν, ένας Κόσμος ο καθένας.
Κι όμως, φημολογείται μολαταύτα ότι πάντως συμφωνούσαν, κακήν κακώς είναι η αλήθεια, και πάντα υπό τη βραχνή επιμονή του Λάγιου και του Μπαμπασάκη, ότι το μέγιστο έργο του Γκάτσου δεν είναι η Αμοργός όπως διατεινόταν ο εν προκειμένω μειοψηφών Αρανίτσης, αλλά η σπαραχτικά συνταραχτική (Λάγιος), αδυσώπητα συγκλονιστική (Μπαμπασάκης) μετάπλαση στην ελληνική του Θρήνου για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας. Ο Λάγιος μάλιστα το παρατράβαγε, έπαιζε επικίνδυνα με τα όρια των άλλων, ιδίως του Mister Minimal, του Σταθόπουλου, όταν έπιανε να επιμένει ότι είναι μεγαλειώδης η μελοποίηση του ποιήματος από τον Σταύρο Ξαρχάκο, ενώ ο Μπαμπασάκης άρχιζε να απαγγέλλει μιμούμενος τη φωνή του Μάνου Κατράκη:
Πέντε η ώρα που βραδιάζει/ πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει/ φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./Το οξείδιο σπέρνει/ κρύσταλλο και νίκελ/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Κι η σάρκα μ’ ένα κέρατο θλιμμένο/ πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Βουβοί συντρόφοι στ’ άχαρα σοκάκια/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./Τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Πέντε η ώρα που βραδιάζει, /πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα από καρούλια το κρεβάτι/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Στο μέτωπό του ο ταύρος μουγκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία/ πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κι όλα η σήψη/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια/ πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Πέντε η ώρα που βραδιάζει./ Αχ! Τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει./ Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια, / ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.
Δε θέλω να το βλέπω!/ Πες στο φεγγάρι να φανεί/ γιατί δε θέλω πια να βλέπω/ το αίμα του Ιγνάθιο μες στην αρένα.// Δε θέλω να το βλέπω!// Αχνό φεγγάρι απ’ άκρη σ’ άκρη,
άτι από σύννεφα γαλήνια/ και η σταχτιά του ονείρου αρένα/ με τις ιτιές γύρω γύρω.// Δε θέλω να το βλέπω!// Η θύμησή μου καίγεται!/ Μηνύστε το στα γιασεμιά/ με την αέρινη ασπράδα.// Δε θέλω να το βλέπω!
Συνεχίζεται. Αύριο: Κάθε Πέμπτη διαβάζουμε την Τετάρτη των Τεφρώ
σχόλια