Πρόσφατα δημοσιεύτηκε μία διεθνής επιστημονική μελέτη, σύμφωνα με την οποία καμία χώρα στον κόσμο, δεν έχει κατορθώσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πολιτών της με τρόπο που να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμος.
Η αξιολόγηση της κάθε χώρας γίνεται με βάση επτά βιοφυσικούς δείκτες, τα λεγόμενα «πλανητικά όρια», οι οποίοι αποτελούν τα «κατώφλια» βιωσιμότητας των πόρων του περιβάλλοντος.
Ιδεατά, μία χώρα πρέπει να ικανοποιεί τους κοινωνικούς δείκτες ανάπτυξης χωρίς να παραβιάζει τα «κατώφλια» αυτά, ωστόσο καμία χώρα δεν το έχει πετύχει, με την Ελλάδα να έχει την αρνητική πρωτιά στην παραβίαση και των επτά πλανητικών ορίων που έχουν τεθεί για τη βιωσιμότητα του πλανήτη.
Τα επτά πλανητικά όρια - σύμφωνα με έρευνες του Κέντρου Ανθεκτικότητας της Στοκχόλμης και τα οποία έχει υπερβεί η Ελλάδα στο σύνολό τους είναι:
- Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: 1,6 τόνοι διοξειδίου ανά κεφαλή ετησίως (πλανητικό όριο) - Ελλάδα 13,3 τόνοι
- Παραγωγή φωσφόρου: 0,9 κιλά ανά κεφαλή ετησίως (πλανητικό όριο) - Ελλάδα: 4,4 κιλά
- Παραγωγή αζώτου: 8,9 κιλά ανά κεφαλή ετησίως (πλανητικό όριο) - Ελλάδα: 51,6 κιλά
- Κατανάλωση γλυκού νερού επιφανειακού και υπόγειου (πλανητικό όριο): 574 κυβικά μέτρα ανά κεφαλή ετησίως - Ελλάδα: 884 κυβικά μέτρα
- Αλλαγές στη χρήση της γης: 2,6 τόνοι ισοδυνάμου άνθρακα ανά κεφαλή ετησίως (πλανητικό όριο) - Ελλάδα: 2,9 τόνοι
- Οικολογικό αποτύπωμα: 1,7 εκτάρια ανά κεφαλή ετησίως (πλανητικό όριο) - Ελλάδα: 3,9 εκτάρια (ένα εκτάριο ισούται με δέκα στρέμματα)
- Αποτύπωμα υλικών: 7,2 τόνοι ανά άτομο ετησίως (πλανητικό όριο): Ελλάδα: 35,6 τόνοι.
Το WWF εκδίδει κάθε χρόνο την παγκόσμια έκθεση «Ζωντανός Πλανήτης», η οποία είναι ένα οικολογικό τεστ κοπώσεως, που δείχνει τις «αρρυθμίες» και τα «εμφράγματα» που προκαλεί η αδιαφορία για την υγεία του πλανήτη.
Σύμφωνα με την Θεοδόρα Νάντσου, επικεφαλής περιβαλλοντικής πολιτικής του WWF Ελλάς, «στην Ελλάδα της κρίσης βλέπουμε πως αντί να μαθαίνουμε από τα λάθη του χθες, ανοίγουμε μεγαλύτερες πληγές για το μέλλον: στην παγκόσμια πρόκληση για απεξάρτηση από τον άνθρακα, έχουμε νέες ρυπογόνες και πανάκριβες λιγνιτικές μονάδες. Στον αγώνα για προστασία πολύτιμης φυσικής γης που χάνεται με παγκόσμιο ρυθμό 38% από το 1970, η Ελλάδα απαντάει με νομιμοποιήσεις παράνομης καταστροφής δασικών και παράκτιων εκτάσεων».
Με πολύ απλά λόγια, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι κοινωνίες μας παίρνουν από τον πλανήτη πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με το Global Footprint Network, η ανθρωπότητα απορροφά σήμερα πόρους που αντιστοιχούν σε 1,6 πλανήτες.
Τι είναι όμως αυτό το οικολογικό αποτύπωμα και τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Πιο συγκεκριμένα, όπως εξηγεί στο LIFO.gr η υπεύθυνη επιστημονικής τεκμηρίωσης του WWF, Παναγιώτα Μαραγκού, το οικολογικό αποτύπωμα μετρά σε έκταση παραγωγικής γης, τις απαιτήσεις για την κάλυψη των καθημερινών ανθρώπινων αναγκών σε ενέργεια, νερό, φυσικούς πόρους και υποδομές συνυπολογίζοντας την ανάγκη για απορρόφηση των εκπομπών ρύπων.
Η βιοϊκανότητα από την άλλη, εκτιμά την παραγωγικότητα της αγροτικής γης, των βοσκότοπων, των αλιευτικών πεδίων και των δασών, καθώς και τις δυνατότητες απορρόφησης CO2.
Η σύγκριση συνεπώς του οικολογικού αποτυπώματος της Ελλάδας με τη βιοϊκανότητα, φανερώνει αν οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας για φυσικούς πόρους συμβαδίζει με τις δυνατότητες της χώρας.
Όπως παρουσιάζεται στο διάγραμμα, παρά τον ιδιαίτερο φυσικό της πλούτο, η Ελλάδα, όπως και όλη η Μεσόγειος αλλά και ο πλανήτης συνολικά, έχει υπερβεί τα όρια του φυσικού κεφαλαίου.
Στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν οικολογικό αποτύπωμα ανέρχεται σε 4,92gh ενώ η κατά κεφαλήν βιοϊκανότητα είναι μόλις 1,59 gh, αφήνοντας ένα έλλειμα 3,33gh (Global Footprint Network 2012).
Σύμφωνα με τη WWF, ένα μεγάλο κομμάτι του αποτυπώματός μας οφείλεται στις εκπομπές άνθρακα.
Είμαστε έβδομοι από το τέλος στην Ε.Ε. σε επίπεδα μείωσης εκπομπών άνθρακα σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, που αποτελεί το έτος βάσης για τους ευρωπαϊκούς στόχους.
Αυτό οφείλεται στο ότι πάνω από το 1/3 των εκπομπών άνθρακα της Ελλάδας προέρχονται από την καύση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή. Μάλιστα αυτό το ποσοστό είναι το 2ο χειρότερο στην Ε.Ε. με 1η τη Βουλγαρία όπου πάνω από 42% των εκπομπών άνθρακα οφείλονται στο κάρβουνο.
Όπως εξηγεί η κα Μαραγκού, «ένα άλλο μεγάλο κομμάτι οφείλεται στη διατροφή μας και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να σκεφτούμε όχι μόνο τα τρόφιμα που καλλιεργούνται και γενικότερα παράγονται στην Ελλάδα αλλά το σύνολο. Τρόφιμα ελληνικά και εισαγόμενα, ωμά, φρέσκα και επεξεργασμένα...».
Και συνεχίζει: «Το μισό περίπου υδατικό αποτύπωμα της Ελλάδας είναι εισαγόμενο: είναι το νερό που κρύβεται στα τρόφιμα που εισάγουμε, το νερό δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους ή/και για την επεξεργασία τους αλλά και το νερό που ρυπάνθηκε στη διαδικασία αυτή».
«Η σημαντική κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων αλλά και κρέατος στην Ελλάδα συνοδεύεται από υψηλό υδατικό αποτύπωμα (υπολογίζεται ότι για ένα αυγό έχουν καταναλωθεί και χρησιμοποιηθεί 135 λίτρα νερό και για 10 γρ τυρί περίπου 50 λίτρα)» αναφέρει.
«Επίσης πολλά από τα λαχανικά και τα φρούτα που καταναλώνουμε, είναι είτε εκτός εποχής ή/και εισαγόμενα από χώρες με εντατική αρδευόμενη γεωργία και άρα επίσης σημαντική πίεση στους δικούς τους υδατικούς πόρους» προσθέτει.
Οι κοινωνίες μας παίρνουν από τον πλανήτη πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει. Σύμφωνα με το Global Footprint Network, η ανθρωπότητα απορροφά σήμερα πόρους που αντιστοιχούν σε 1,6 πλανήτες.
«Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες μεσογειακές χώρες μπορεί να καλύψει από μόνη της ένα μόνο μέρος των αναγκών της σε φυσικούς πόρους και υπηρεσίες. Για τις υπόλοιπες ανάγκες σε φυσικούς πόρους (πρώτες ύλες, τρόφιμα, κ.ο.κ.) εξαρτάται από εισαγωγές».
«Ο κάτοικος μιας πόλης όπως η Αθήνα, έμμεσα χρειάζεται μεγάλες ποσότητες γης, νερού και αερίων του θερμοκηπίου για να διατηρήσει τις καταναλωτικές του συνήθειες αν και το πιο πιθανό είναι ότι ποτέ στη ζωή του δεν θα δει με τα μάτια του και από πρώτο χέρι αυτές τις συνέπειες». «Μέσω του διεθνούς εμπορίου οι πιέσεις που ο τρόπος ζωής μας ασκεί στα φυσικά συστήματα εντοπίζονται πολύ μακριά από τους καταναλωτές», αναφέρει.
Όπως επισημαίνει, «η εξάρτηση αυτή, σε συνδυασμό με την τρέχουσα οικονομική κρίση, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες των μεσογειακών χωρών να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους σε φυσικούς πόρους και τρόφιμα».
«Συνεπώς, η απώλεια φυσικού κεφαλαίου αποτελεί μια πραγματικότητα και για την Ελλάδα. Πέρα από τη δημοσιονομική, την οικονομική και την κοινωνική κρίση, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη και με μια σοβαρή οικολογική κρίση».
«Οι αρνητικές επιπτώσεις από τον υπερ-δανεισμό μας σε φυσικό κεφάλαιο θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε μεγάλο βάθος χρόνου, αν και ήδη τα συμπτώματα γίνονται φανερά», καταλήγει. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την έκθεση της WWF, οι κοινωνίες μας παίρνουν από τον πλανήτη πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να προσφέρει.
Ο τρόπος της παραγωγής τροφίμων προκειμένου να καλυφθούν οι σύνθετες απαιτήσεις του αυξανόμενου ανθρώπινου πληθυσμού, οδηγεί την κούρσα στην καταστροφή των οικοτόπων, καθώς επίσης και στην υπερεκμετάλλευση της άγριας ζωής. Προς το παρόν, η γεωργία καταλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο των χερσαίων εκτάσεων παγκοσμίως και ευθύνεται για περίπου το 70% της χρήσης νερού. Συνεπώς η ευημερία των πολιτών μέχρι σήμερα δε συνάδει με τη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων.
Όμως σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του διεθνούς WWF, Μάρκο Λαμπερτίνι, ενώ αυτά τα δύο μέχρι σήμερα δε συμβαδίζουν, δεν σημαίνει ότι δεν είναι αλληλένδετα. Όπως σχολιάζει, «όσο περισσότερο συνεχίζουμε να υπερβαίνουμε τα όρια της Γης, τόση μεγαλύτερη ζημιά κάνουμε στο δικό μας μέλλον».
«Βρισκόμαστε σε μια αποφασιστική στιγμή, όπου μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις λύσεις για να στραφούν τα συστήματα των τροφίμων, της ενέργειας και των οικονομιών μας σε μια πιο βιώσιμη κατεύθυνση» τονίζει.
«Ένα ισχυρό φυσικό περιβάλλον είναι το κλειδί για τη νίκη κατά της φτώχειας, τη βελτίωση της υγείας και την ανάπτυξη ενός δίκαιου μέλλοντος ευημερίας. Έχουμε αποδείξει ότι ξέρουμε τι χρειάζεται για να χτιστεί ένας ανθεκτικός πλανήτης για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς απλά πρέπει να ενεργοποιηθούμε επάνω σε αυτή τη γνώση», καταλήγει ο κ. Λαμπερτίνι.