Tout le monde μιλά τις τελευταίες μέρες για την παράσταση του Ντον Τζιοβάννι στο Ηρώδειο. Σκηνοθεσία Χουβαρδά, παραγωγή της Λυρικής. Και η LiFO δεν φείσθηκε δημοσιευμάτων –το έκανε και εξώφυλλο. Ο θόρυβος εντάθηκε από κάτι γιουχαίσματα που ακούστηκαν στην πρεμιέρα.
Γιουχαίσματα; Ποιός γιουχάισε; Κάποιος τόσο διατεταγμένα μελομανής, τόσο δοσμένος στο κάλλος της μουσικής που δεν άντεξε κάποιες ανορθογραφίες; Ναι, γιουχάρουν και στην Ευρώπη –γιουχάρουν γενικώς στη Δύση- αλλά ποιοί; Άνθρωποι που κατέχουν τόσο καλά, τόσο αφοσιωμένα την γραμματική μιας τέχνης, που καταλαμβάνονται από Ιερή Αγανάκτηση- προσέξετε: Ιερή! Αν προσαρτήσεις και ένα σχετικό αυτισμό που προϋποθέτει το να ακούς κλασσικές φόρμες μουσικής σε ένα κόσμο ψηφιακά θρυμματισμένο, όπου το attention span δεν κρατάει πάνω από δυό λεπτά –ε, καταννοεί κανείς την αψάδα του μελομανούς. Όσο πιο χωμένοι, τόσο πιο τζώρες.
Αλλά περί αυτού επρόκειτο στο Ηρώδειο;
Πήγα λοιπόν να δω κι εγώ την παράσταση του σκανδάλου. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι επ’ ουδενί δεν άξιζε γιούχα. Ήταν, νομίζω, ατυχής και αλειτούργητη, αλλά όχι προσβλητική. Το εγκάθετο μπλοκ που φωνασκούσε από ένα συγκεκριμένο σημείο της πλατείας ήταν αυτό: εγκάθετο.
Τι ήταν όμως η παράσταση; Δεν είμαι «μελομανής» για να έχει ιδαίτερη αξία η κρίση μου, πιστεύω όμως ότι ήταν γενικώς τραβηγμένη από τα μαλλιά. Έτυχε να δω πρόπερσι στην Όπερα της Βαστίλλης τον Ντον Τζιοβάννι του Μίκαελ Χάνεκε (ανεβαίνει πάλι τον Ιανουάριο του 2015 με άλλη διανομή), που διαδραματιζόταν στο διάδρομο ενός κτιρίου πολυεθνικής. Επρόκειτο για ένα θαύμα μέτρου και ισορροπίας, όπου η μεταφορά δεν έπληττε σε τίποτα το μύθο, καταλάβαινες τα πάντα, και η γιορτή ήταν γιορτή, το δείπνο δείπνο, το ξελόγιασμα ξελόγιασμα και η παραφορά παραφορά -αν και τίποτε δεν είχε αναπαρασταθεί γραμμικά. Ο Ντον Τζιοβάννι (όπως και ο Λεπορέλο) ήταν ντυμένος μέ άψογο κοστούμι, στέλεχος με δύναμη κι αμέριμνη σκληρότητα –οι γυναίκες ήταν το τρόπαιό του σε ένα τριπάκι όπου τα πάντα είναι αριθμοί («Il catalogo e questo...»). Ήταν σαφή τα πάντα: η διαφορά με την οποία ερωτοτροπούν οι πλούσιοι από τους φτωχούς, ο αυτοκαταστροφικός εγωϊσμός του επαγγελματία γόη, η εναλλαγή του σαδομαζοχισμού μεταξύ κυνηγού και θηράματος.
Αντιθέτως, όλα στο ανέβασμα του Χουβαρδά είχαν κάτι θαμπό και φάλτσο που σε αποσπούσε από το έργο και ξενέρωνε τη μουσική. Το εύρημα να προστεθούν 5-6 κλοσάρ, που περικύκλωναν αδιαλείπτως την δράση «κρίνοντας δια της παρουσίας τους» τον μύθο και τα καμώματα ενός εκτροχιασμένου αστού, έπνιξε τα πάντα –ανώριμος ψυχαναγκασμός, σαν δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι. Το εύρημα μιας καντίνας γύρω από την οποία διαδραματίζονται τα πάντα, ήταν εξίσου προβληματικό: μπέρδευε τη πλοκή και σε ορισμένες σκηνές (η καντάδα στο κήπο, το φοβερό δείπνο του τέλους) δεν μπορούσες με τίποτα να κάνεις την αναγωγή. Γενικώς, η απόφαση να μεταφερθεί η δράση από τα σαλόνια στους κακοφημους δρόμους, νομίζω, δημιούργησε αλυσιδωτά προβλήματα.
Εξαιρετικά άστοχα μου φάνηκαν επίσης τα σκηνικά και κυρίως τα κοστούμια. Για την ενδυματολόγο Ιωάννα Τσάμη οι άνθρωποι του θεάτρου μόνο καλά λόγια έχουν να πουν, εμένα όμως ο Ντον Τζιοβάννι μού φάνηκε σαν παλαίμαχο καμάκι των 90s σε καφετέρια της Πειραϊκής, η αστή Ντόνα Άννα ήταν ντυμένη σαν τη Βίρνα Δράκου και η Τσερλίνα σαν την Κατερίνα Γιουλάκη στο Ρετιρέ. Υπήρχε κάτι χονδροειδές στον «εκσυγχρονισμό», που δεν έδειχνε ακριβώς έλλειψη γούστου, όσο παλιομοδίτικο κόλλημα και κυρίως την άρνηση της άποψης ότι όταν «εκσυγχρονίζουμε» κάτι, δεν το κάνουμε τραβεστί του σήμερα, αλλά το απλοποιούμε μέσα από κωδικούς υπαινιγμούς.
Η δεύτερη πράξη ήταν λίγο καλύτερη. Διότι ανέτειλλε το φεγγάρι πάνω από τη σκηνή. Και όποτε σήκωνες τα μάτια κι έβλεπες τα λεπτά σύννεφα να κινούνται αργά (στην επίσης λίγο αργή εκτέλεση του συμπαθέστατου Λουκά Καρυτινού), ξαναθυμόσουν πόσο μαγική, αβυσσαλέας μαγείας, είναι αυτή η όπερα. Η συγγραφέας Ζ.Ζ. που ήταν μαζί μου, γύρισε και μού είπε: «Το φεγγάρι κλέβει την παράσταση –κυριολεκτικά».
Ωστόσο, ο κόσμος χειροκρότησε. Το θέατρο ήταν κατάμεστο –κι αυτό είναι μια μεγάλη επιτυχία της Λυρικής. Ο Χουβαρδάς ατύχησε μεν, αλλά προκάλεσε το ενδιαφέρον της πόλης, έχει λαμπρό παρελθόν, μεγάλες δυνατότητες και μακάρι να δοκιμαστεί ξανά. Το πείραμα της Λυρικής πρέπει να συνεχιστεί, ακόμη πιο τολμηρά, ακόμη πιο πειραματικά: για να κυλήσει το νερό και να ζήσει η Τέχνη. Εκ νέου.
σχόλια