ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
3.11.2012 | 10:34

Ο άγνωστος γείτονάς μου…

Πριν 3 χρόνια όταν αναγκάστηκα να επιστρέψω στην άθλια -γκέτο πλέον- γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, ανακάλυψα ότι υπήρχαν σημεία ζωής στο ακατοίκητο με στοιχεία εγκατάλειψης διαμέρισμα που βρίσκεται ακριβώς απέναντί μου. Η πρώτη μου αίσθηση ήταν ότι υπήρχε κάποιος άνδρας μελαμψός ο οποίος κυκλοφορούσε στα σκοτάδια γυμνός και κοιμόταν σε ένα στρώμα στο πάτωμα. Κοιμόταν ατελείωτες ώρες. Στη συνέχεια ανακάλυψα την ύπαρξη ενός παλιού ξύλινου κρεβατιού με ένα πρασινοπορτοκαλί σεντόνι. Έπειτα ένα καλώδιο να στηρίζεται στα σκουριασμένα κάγκελα, δίκην κεραίας τηλεόρασης και κάποια σημάδια φωτός τις νύχτες. Ομολογώ πως τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν στο μυαλό μου! Κρύβεται, έλεγα! Είναι παράνομος μετανάστης, είναι κακοποιός, παρακολουθεί κάποιον, είναι επικίνδυνος! Κι εγώ μόνη μου εδώ τι θα κάνω με έναν «τέτοιο» στα 3 μέτρα από το μπαλκόνι μου??????Το σπίτι αυτό προ 20ετίας ανακαινίστηκε. Οργίασαν οι φήμες στη γειτονιά τότε! Έλληνες του εξωτερικού σου λέει. Ήρθαν από τη Νότιο Αφρική. Πολλά λεφτά!!! Διαμάντια, θησαυροί!!! Ευγενέστατη και πολύ comme il faut η νέα ένοικος του πρώτου ορόφου που εγκαταστάθηκε με τις κόρες της. Εκπληκτικά τα έργα τέχνης που κοσμούσαν το σαλόνι τους. Στοιχεία ανδρικής παρουσίας πουθενά. Οργίασαν πάλι οι φήμες της μικροαστικής μας λογικής…Δεν κατάλαβα πότε άδειασε ο πρώτος όροφος. Δε μπορώ να το τοποθετήσω χρονικά. Μπορεί να έγινε όταν απουσίαζα στις δικές μου αναζητήσεις εις την αλλοδαπήν, μπορεί να έγινε όταν δε ζούσα πια εδώ. Ή το πιο πιθανό να έγινε όταν ζούσα εδώ αλλά ήμουν παραδομένη στο δικό μου παράλληλο σύμπαν… Γιατί τελικά εμείς οι άνθρωποι ασχολούμαστε με τους άλλους ανθρώπους όταν μας μπαίνει στο μάτι η ευτυχία τους, ο πλούτος τους, η φανταχτερή εικόνα τους και το κάνουμε από περιέργεια, από ζήλεια, από φθόνο, από κακία… Όταν αυτό το σκηνικό που φθονούμε αλλάζει, περνά τελείως απαρατήρητο, κάνουμε delete, γίνεται αόρατη η αλλαγή σα να ικανοποιείται το μέσα μας που ξεθώριασαν τα φανταχτερά του χρώματα…Περνούσαν οι μήνες. Δυο χρόνια πριν, το καλώδιο της TV τραβήχτηκε. Το λιγοστό φως που έδινε σημεία ζωής τις νύχτες έπαψε να υπάρχει. Που και που αχνόφεγγε ένα κερί… Η φιγούρα του ίδιου γυμνού άνδρα πάντα παρούσα. Οι φόβοι μου και τα αστυνομικο-θριλερικά σενάριά μου επίσης παρόντα! Ξαφνικά φορτηγά πήγαιναν κι έρχονταν! «Να ρε κακοπροαίρετη. Ο άνθρωπος μετακομίζει. Απλά λόγω εξωτερικού και τελωνείου καθυστέρησε να φέρει τα πράγματά του», είπα! Έτσι φάνηκε. Τα φορτηγά όμως ανέβαζαν πίνακες και πολυελαίους, μετά από λίγες μέρες τα έπαιρναν πάλι. Έσκασαν μύτη και κάτι κουστουμαρισμένοι με τεφτέρια. «Δικαστικοί επιμελητές», αναφώνησε η ομήγυρις!!! Οργίασαν πάλι οι φήμες στη γειτονιά… Ναι και τα κληρονομικά και τα «εξ αδιαιρέτου» στη μέση. Ξάφνου να κι ένα πανό στα κάγκελα: «Πωλείται το παρόν μετά του δικαιώματος του υψούν». Κορόιδεψα εγώ η έξυπνη και πολυσπουδαγμένη που το ‘γραψαν λάθος! Δεν ήξερα το «υψούν»! Έρχονταν τα φορτηγά, το πανό κρυβόταν, έφευγαν τα φορτηγά το πανό ξαναέμπαινε. Τα φορτηγά ξαναπήραν τα πράγματα και δεν ήρθαν πάλι. Ούτε οι κουστουμαρισμένοι με τα τεφτέρια. Το πρασινοπορτοκαλί σεντόνι στη θέση του…Και οι μήνες περνούσαν. Ο άνδρας δειλά δειλά αποκάλυψε το πρόσωπό του. Γοητευτικός άνδρας. Αυτός στα νιάτα του θα ράγισε καρδιές. Ψηλός, αρρενωπός, γεροδεμένος. Που και που έβγαζε μια παλιά ψάθινη καρέκλα και καθόταν με τις ώρες στο μπαλκόνι, καπνίζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς. Εφοδιάστηκε και με ένα σκουπόξυλο να κυνηγά τα περιστέρια. Δεν άργησα να τον αναγνωρίσω στο πρόσωπο κάποιου που είχα σταμπάρει κάθε πρωί μα κάθε πρωί να βρίσκεται έξω από ένα προπατζίδικο-ιπποδρομάδικο της Κηφισίας πίνοντας καφέ μαζί με άλλους δυο γνωστούς τζογαδόρους της γειτονιάς. Ικανοποιήθηκε το μέσα μου! Όλα τα κομμάτια έδεναν πλέον. Ο χαραμοφάης, ο σπάταλος, ο απερίσκεπτος, ο τυχοδιώκτης, ο τεμπέλης, που έζησε μεγάλη ζωή, που σκόρπισε την περιουσία του και που κατέληξε μόνος στον άσσο. Μη σας πω ότι χάρηκα κιόλας που έλυσα το μυστήριο! Νέα ανακάλυψη ότι η comme il faut πρώην ένοικος του πρώτου ορόφου ζει τώρα στο ισόγειο, αθόρυβα και διακριτικά, μαζί με μια ηλικιωμένη που μοιάζει τόσο πολύ στον άγνωστό γείτονά μου… Λύθηκε και το μυστήριο των «κληρονομικών»!!! Οι επόμενοι μήνες συνεχίστηκαν κάπως έτσι, με μια σημαντική διαφορά. Οι φοβίες μου και η τρομολαγνεία των πρώτων μηνών άρχισαν να μετατρέπονται σε θυμό και αποστροφή. Έλεος πια με αυτόν τον τύπο. Ότι ώρα κι αν ανοίξω τα παράθυρά μου είναι εκεί, με κοιτάζει, με παρακολουθεί, κάνει μπανιστήρι, ξέρει πότε ξυπνώ, πότε φεύγω, πότε επιστρέφω, πότε λείπω, πότε είμαι μόνη, πότε έχω παρέα… Άπειρες φορές προτιμούσα να κλείνω το φως της μέρας έξω από το σπίτι μου για να μην ανοίξω το παράθυρο και δω τη φάτσα του. Και τα λουλούδια μου, τι θα απογίνουν??? Πώς θα βγω τώρα να ποτίσω τα λουλούδια μου και να χω ΑΥΤΟΝ να μετράει πόσες φορές θα βγω και θα μπω με το ποτιστήρι??? Ρίξε και κάτι απάνω σου κοριτσάκι μου! Πώς θα βγεις στο μπαλκόνι έτσι να κάνει μπανιστήρι ΑΥΤΟΣ! Πρόσεξε πώς σκύβεις, σε κοιτάζει! Μα πότε θα ξεκουμπιστεί να φύγει από εκεί? Εισβάλλει όποτε γουστάρει στο χώρο μου, στη μοναχικότητά μου! Ποιος του έδωσε το δικαίωμα? Γιατί με ενοχλεί? Εγώ δεν επιτρέπω σε κανέναν να με ενοχλεί εδώ στο καταφύγιό μου…Φευγαλέα, όταν επέστρεφα για λίγο από το δικό μου παράλληλο σύμπαν αναρωτιόμουν. Μα πώς την παλεύει εκεί μέσα σε ένα άδειο σπίτι χωρίς ρεύμα? Και τι τρώει? Έχει χρήματα? Τον έβλεπα μετά ξανά στο ιπποδρομάδικο, τον έβλεπα να κουβαλάει τα πακέτα τσιγάρα πέντε-πέντε και που και που καμιά σακούλα super market, τον έβλεπα να τρώει μέσα από μια κατσαρόλα και έμπαιναν πάλι όλα μέσα μου στη θέση τους... Ο χαραμοφάης, ο τεμπέλης, ο ανεπρόκοπος, πάλι ιππόδρομο πήγε κι έπαιξε κι αφού έχει να πετάει τα λεφτά του σε τόνους τσιγάρα, δεν πεινάει. Να αφού τρώει κιόλας μέσα σε κατσαρόλα! Μην ασχολείσαι. Get back to YOUR life! Τον τελευταίο μήνα, δεν έβγαινε από το σπίτι. Έκοψε την προσφιλή του πρωινή συνήθεια του ιπποδρομάδικου. Ήταν ξαπλωμένος άπειρες ώρες ή καθόταν στο μπαλκόνι. Κάπου κάπου άκουγα και φωνή σα να μιλάει στο τηλέφωνο. Ησύχαζε πάλι το μέσα μου. Με κάποιον μιλάει. Άρα να δεν είναι μόνος! Μια μέρα τον πέτυχα καθώς επέστρεφα σπίτι να έχει ρίξει μια πλαστική σακούλα με ένα σκοινί από το μπαλκόνι κι ένα πιτσιρίκι από τη διπλανή πολυκατοικία να του βάζει μέσα τσιγάρα. Πάλι φευγαλέα σκέφτηκα. Μα ούτε για τσιγάρα δεν βγαίνει πια? Το προσπέρασα και αυτό…Το Σάββατο που πέρασε ξύπνησα με φωνές. Έχω συνηθίσει πια τη φασαρία καθότι οι νέοι μου μη ελληνόφωνοι γείτονες τυγχάνουν εξαιρετικά ζωηροί! Η κρίση δεν έχει αγγίξει τους μετανάστες… Γελούν, χαριεντίζονται, φωνάζουν, αγαπιούνται, συναναστρέφονται, ζουν έντονα. Μάλλον ζουν, απλά… Μουρμούρισα τα καθημερινά μου ρατσιστικά μπινελίκια και άλλαξα πλευρό. Μέσα στη ζαλάδα της Παρασκευο-βραδινής μπυροποσίας, του Μορφέα που δεν ήθελα να με εγκαταλείψει ακόμα, της μόνιμής μου δυσθυμίας και του παράλληλου δικού μου σύμπαντος, οι φωνές αυτές φάνταζαν αλλιώτικες. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσουν να κοιμηθώ και σηκώθηκα βαριεστημένα να δω τι συμβαίνει. Ο άγνωστος γείτονάς μου ήταν στο μπαλκόνι του. Στην ίδια ψάθινη καρέκλα. Με μια όψη, Θεέ μου τι όψη! Κι αν έχω δει προσωπείο πάσχοντος κι αν έχω δει αγωνία επικείμενου θανάτου και πόνο και φόβο. Καθημερινότητά μου είναι αυτά. Η ίδια η δουλειά μου! Αυτή η όψη ήταν αλλιώτικη. Συνταρακτική. Χαράχτηκε βαθειά μέσα μου και δε θα την ξεχάσω ποτέ… Η απόλυτη μοναξιά, η καθαρή απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Μαζί με πόνο ασθένειας, μαζί με φόβο. Αυτό που τα κάλυπτε όλα όμως ήταν η απόλυτη μοναξιά…Δεν άργησα να καταλάβω πως είχε στηθεί διάλογος με τον διαγωνίως απέναντι του, επίσης άγνωστο γείτονά μου, ο οποίος τον παρότρυνε να φωνάξουν ασθενοφόρο. Άκουγα μπερδεμένες κουβέντες, αποσπασματικές. Κάτι για ένα γιατρό στο τάδε Νοσοκομείο, κάτι για το κινητό του που δεν είχε μπαταρία και δε μπορούσε να βρει τα νούμερα που ήθελε και δε μπορούσε να ειδοποιήσει κανένα, κάτι για μια σύνταξη που παίρνει, κάτι για ένα πιάτο φαγητό που το ‘λεγε ο άλλος να του δίνει, κάτι για συγγενείς που νοιάζονται μόνο για την περιουσία…ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΝΕΝΑΝ! ΜΕ ΑΦΗΣΑΝ ΟΛΟΙ ΜΟΝΟ ΜΟΥ! Αυτές ήταν οι τελευταίες του σπαρακτικές κουβέντες καθώς ανέβαινε στο ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ που ήρθε παραδόξως μέσα σε 3 λεπτά. Η «ομήγυρις» που οργίαζε με τις φήμες της όλα αυτά τα χρόνια, άφαντη. Η comme il faut συγγενής-ένοικος του ισογείου κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα παρακολουθούσε αθόρυβα και έδωσε σημεία ζωής αφού ξεμάκρυνε το ασθενοφόρο. Εγώ βιδωμένη στη θέση μου στο μπαλκόνι. Δεν έκανα καν την κίνηση να κατεβώ, να προσφέρω κάτι σε όλο αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου. Και θέλω να λέω ότι είμαι και γιατρός ανάθεμά με!!! Ο μόνος που ασχολήθηκε, αντελήφθη την ανάγκη, τηλεφώνησε στο ΕΚΑΒ, κατέβηκε στο δρόμο, του έκανε παρέα μέχρι να τον πάρουν, τον στήριξε με έναν καλό λόγο ανθρωπιάς ήταν αυτός ο «αλβανός» επίσης άγνωστος γείτονάς μου, ο οποίος με εκνευρίζει κάθε πρωί που κατεβαίνω μες στη μουντρουχίλα να πάω για δουλειά γιατί με παίρνει από πίσω μέχρι να φτάσω στη γωνία να μου πει καλημέρα! Όχι μόνο αυτό αλλά έχει και το «θράσος» να μου «τη λέει» κιόλας, ότι οι γείτονές του δεν λένε ούτε καλημέρα. Αυτός που μου ‘ρχεται να του πω κατάμουτρα «εσείς στο Τεπελένι παρκάρατε καλύτερα τα κάρα?» όταν τρέχει να με βοηθήσει να παρκάρω λες και του το ζήτησα ή λες και το χω ανάγκη! Αυτό το τελευταίο πού το πας?? Εγώ να θέλω βοήθεια για να παρκάρω? Είναι ο ίδιος αλβανός ο οποίος όταν μετακόμιζα έτρεξε να κουβαλήσει στον ώμο του την τραπεζαρία μου και εκνεύρισε τον πατέρα μου και τον τότε άντρα μου, γιατί από πού κι ως που να το κάνει? Τι θέλει από σένα?? Στην πέφτει! Μην του ξαναμιλήσεις! Μην τον ξανακοιτάξεις! Θα σε στριμώξει καμιά νύχτα μες στα σκοτάδια που γυρίζεις! Το νου σου! Από το Σάββατο το παράθυρό μου έχει μείνει ανοιχτό… Δε φοβάμαι καθόλου μην ανεβούν και με σφάξουν οι αλλοδαποί γείτονές μου… Κι όχι δεν έμεινε ανοιχτό γιατί τον ξεφορτώθηκα και μπορώ ανενόχλητη να κινηθώ στο χώρο μου χωρίς το «μπανιστήρι» του. Παραφυλάω μπας και δω σημεία ζωής… Σε κάθε ήχο μηχανής αυτοκινήτου που σταματάει πετάγομαι σαν ελατήριο από τον καναπέ να δω μήπως επέστρεψε. Μάταια όμως. Το παράθυρό του έχει μείνει ορθάνοικτο. Η παλιά ψάθινη καρέκλα βρέχεται στο μπαλκόνι. Δίπλα της γέρνει το σκουπόξυλο, το όπλο κατά των περιστεριών! Το πρασινοπορτοκαλί σεντόνι τρία χρόνια στην ίδια θέση, στο ίδιο ξύλινο ξεφτισμένο κρεβάτι. Στο βάθος κρέμεται και μια πορτοκαλί μπλούζα. Του άρεσε το πορτοκαλί φαίνεται… Ήταν το μόνο «χρώμα» που είχε μείνει στη ζωή του… Είναι όλα στη θέση τους, όπως τα τρία τελευταία χρόνια. Λείπει όμως εκείνος. Έμαθα ότι τον λένε Γ. Έχει το όνομα του πατέρα μου… Ίσως και την ηλικία του. Να χει άραγε παιδιά κι εκείνος? Να είναι κάπου μακριά? Να ζουν στη Ν. Αφρική που ήταν κι εκείνος? Ή να είναι κάπου κοντά αλλά τόσο «μακριά» του συγχρόνως? Αυτό δεν κάνω κι εγώ τελικά με τους δικούς μου ανθρώπους? Μπα, δε θα έκανε οικογένεια ποτέ. Αυτός θα ήταν ορκισμένος εργένης, bon viveur, έκλυτος βίος, πάθη, καλοπέραση… Κι αν όμως δεν?Πέρασαν τρεις σχεδόν ημέρες και δεν έχει επιστρέψει. Θα τον κράτησαν για νοσηλεία. Άρα είχε και θέμα υγείας. Να ‘ταν στηθάγχη? Να έπαθε έμφραγμα? Ζει άραγε? Ή έχει πεθάνει? Και πώς θα το μάθω? Ο δε «κάτω όροφος» της comme il faut κυρίας συνεχίζει να ζει κανονικά... Ομολογώ πως μου λείπει... Άδειασε το σπίτι μου… Κοιμάμαι, ξυπνάω, κλαίω, γελάω, βγαίνω από το μπάνιο γυμνή, είμαι ντυμένη κανείς δεν το καταγράφει πια. Ποτίζω τα λουλούδια μου βαριεστημένα. Κι είμαι τώρα εγώ εκείνη που ρίχνω κλεφτές ματιές απέναντι αναζητώντας σημεία ζωής… Αναζητώντας τρόπο να διασκεδάσω κι εγώ τις όχι τόσο ευχάριστες πάντα ώρες που είμαι αναγκασμένη να περνώ στο σπίτι.Πέρασαν τρία χρόνια, ήρθαν κι έφυγαν γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα… Δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν μπορούσα να κάνω κάτι για εκείνον. Ένα πιάτο φαγητό, λίγο ψωμί ζυμωτό που μου αρέσει να φτιάχνω και μετά το πετάω γιατί θυμάμαι ότι κάνω δίαιτα (…), μια σακούλα φρούτα από τον κήπο μου που σαπίζουν γιατί δεν προλαβαίνουμε να τα καταναλώσουμε, μια κουβέντα, ένα «χρειάζεστε κάτι?», ένα χαμόγελο όταν συναντιόνταν τα βλέμματά μας στο μπαλκόνι. Ούτε αυτό το τόσο δα μικρό χαμόγελο δε θέλησα να του προσφέρω. Κι είμαι υποτίθεται η «χαμογελαστή γιατρός» που με περίμεναν πως και πως κάθε πρωί να κάνω επίσκεψη στους θαλάμους για να τους «ανοίξω την καρδιά» με το (σας ομολογώ) ψεύτικο χαμόγελό μου. Εκεί όμως είναι ρόλος που έμαθα να παίζω! Και το κάνω με οσκαρική επιτυχία… Γιατί είναι η δουλειά μου, η ατσαλάκωτη εικόνα μου! Όταν πέφτουν οι μάσκες όμως… Πόσο άθλιοι και μικροί είμαστε εμείς οι άνθρωποι…Όποια κι αν είναι η κρυφή ζωή του άγνωστου γείτονά μου, όποια τα λάθη του, όποιες οι ευθύνες του, όποια τα κληρονομικά του και η σχέση του με την οικογένειά του, ΚΑΝΕΙΣ άνθρωπος δεν αξίζει τέτοιο φινάλε… Ο καθένας από μας όσο «ηθικός και σώφρων» κι αν υπήρξε στη ζωή του, όσο καλά καμωμένα νομίζει πως τα έχει κάνει όλα, είναι ένας εν δυνάμει άστεγος, ένας εν δυνάμει περιθωριοποιημένος, ένας άνθρωπος μονάχος…Μου στοίχησε η ιστορία του κ.Γ. Βλέπω σε αυτήν τον εαυτό μου. Βλέπω σε αυτήν, φίλους μου αγαπημένους. Και θλίβομαι… Για την αναισθησία μου, για την αδιαφορία μου, για τις λάθος επιλογές μου, για την αδιάκοπη μανία μου για το βάθρο της «επιτυχίας». Αγχώθηκα πολύ δε σας κρύβω. Κι όχι πως δεν τα χω ξανασκεφτεί όλα αυτά. Όχι πως δεν τα βλέπω να συμβαίνουν συνέχεια γύρω μου, στη δουλειά μου ιδιαίτερα. Τι «τραβάμε» κάθε φορά να δώσουμε εξιτήριο σε άστεγους, να βρούμε αποξενωμένους συγγενείς να ειδοποιήσουμε για το επερχόμενο τέλος, να «ξεφορτωθούμε» σωρούς που είναι στα αζήτητα μέρες… Γίναμε πολύ σκληροί οι άνθρωποι. Τυφλωθήκαμε. Χαθήκαμε σε σκοτεινά μονοπάτια. Ο καθένας θεωρεί εαυτόν το κέντρο του κόσμου. Τα δικά του προβλήματα είναι τα πιο σημαντικά κι όχι του διπλανού. Αυτός πως δε θα χάσει το μισθό του κι όχι ο συνάδελφός του. Βγαίνουν μαχαίρια για μια θέση παρκαρίσματος, πέφτουν σφαλιάρες για μια θέση στην ουρά της τράπεζας. Και δε μιλώ για εγκληματικότητα. Αυτό ας το κάνουν άλλοι, που είναι ειδικοί. Μιλάω για εμάς. Για εμένα, για εσένα για την καθημερινή μας μικρή πραγματικότητα. Αποξενωθήκαμε, διώχνουμε από κοντά μας ανθρώπους που μας αγαπούν, ενίοτε διώχνουμε από μόνοι μας συνειδητά αυτούς που εμείς αγαπάμε, έχουμε μπουρδουκλώσει στο μυαλό μας τα κριτήρια της συνύπαρξης μας με τους άλλους και τελικά… μένουμε μόνοι, στα αζήτητα! Κανείς δε μας εγγυάται ότι θα βρεθεί ένας «αλβανός» από το απέναντι μπαλκόνι να τηλεφωνήσει στο ΕΚΑΒ… Κανείς δε μας εγγυάται ότι τα καθημερινά 13ωρα καριέρας του σήμερα θα μας εξασφαλίσουν θέση στο πιο πολυτελές «ευ ζην» γηροκομείο του αύριο… Αλλά κι αν το κάνουν οικονομικά, τα μεταξωτά ριντό και οι δερμάτινοι καναπέδες δε θα γαληνέψουν την ψυχή μας στη δύση της ζωής μας. Ανθρώπους χρειαζόμαστε… Και φοβάμαι πως τους χάσαμε…
 
 
 
 
Scroll to top icon