Ως τη μεγαλύτερη σκευωρία στην ιστορία της μεταπολίτευσης χαρακτήρισε την υπόθεση Novartis ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας από το βήμα της Βουλής .
Άσκησε κριτική στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής να «νίψει τας χείρας της» και να «σηκώσει τα ψηλά χέρια», αρνούμενη να εξετάσει τις «άθλιες και συκοφαντικές κατηγορίες», επισημαίνοντας ότι με τον τρόπο αυτό έχει ενσυνειδήτως απεμπολήσει το χρέος της να αποκαταστήσει το κύρος και την αξιοπιστία των θεσμών και της ίδιας της Δημοκρατίας, «που τα τραυμάτισε η οργανωμένη σπίλωση πολιτικών προσώπων και θεσμικών λειτουργών».
Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση κατά το Σύνταγμα να εξετάσει τις κατηγορίες, τις υπόνοιες, τα στοιχεία, και να εκδώσει πόρισμα.
Επανέλαβε ότι ο ίδιος δεν επικαλέστηκε ούτε αποσβεστικές προθεσμίες, ούτε οποιαδήποτε άλλη εξαίρεση ή προνόμιο προβλέπεται για υπουργούς και θύμισε ότι κατά την προηγούμενη συζήτηση στη Βουλή ζήτησε να προστατευθεί η κοινωνία «από τις συνέπειες που θα είχε η επιλογή να παραμείνουν αιωρούμενες και ανέλεγκτες οι κατηγορίες, και να μετατραπεί, έτσι, η συκοφαντία σε θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας, με τη δική σας ανοχή ή συμμετοχή».
«Κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, αν και τα δέκα πρόσωπα που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή, αλλά και σύσσωμη η Αντιπολίτευση, ζήτησαν να προχωρήσει η διερεύνηση της υπόθεσης, η πλειοψηφία της Επιτροπής το αρνήθηκε» τόνισε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι κατά την άποψή του το αρνήθηκε, παρά την περί του αντιθέτου ρητή συνταγματική επιταγή, για τρεις λόγους:
Επιτέθηκε στο γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού, λέγοντας ότι "στο εσωτερικό της χώρας, οι αδιερεύνητες συκοφαντίες έχουν δημιουργήσει νοσηρό περιβάλλον για να παίζουν φτηνό κομματικό παιχνίδι, χωρίς κανόνες, διάφοροι, εις βάρος της τιμής και της αξιοπρέπειας των προσώπων που συκοφαντούνται και, το χειρότερο εις βάρος της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρθηκε και στον Ευκλείδη Τσακαλωτο, λέγοντας ότι αναρωτιέμαι, εν ονόματι ποιας άφρονης μικροκομματικής και φασίζουσας σκοπιμότητας ανασύρεται ως επιχείρημα, με καμβά την υπόθεση Novartis, ο εμφύλιος σπαραγμός του 1944-1949 στο δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση.
Προσέθεσε, δε ότι «Είμαι σίγουρος ότι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, αν ζούσαν θα ήταν περήφανοι για την επούλωση των εμφύλιων πληγών μετά τη Μεταπολίτευση και την ποιότητα της Δημοκρατίας που έχει κατακτηθεί και ανέφερε ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, για παράδειγμα, είμαι βέβαιος ότι θα ήταν περήφανος να βλέπει στα έδρανα της κυβέρνησης, υπουργό Οικονομικών τον ανιψιό του, απόφοιτο της Οξφόρδης, και άξιο συνάδελφο, Ευκλείδη Τσακαλώτο».
σχόλια