«ΤΙ ΚΑΝΩ ΤΩΡΑ;» ΕΙΠΑ. «Δεν μπορώ να αλλάξω τα settings του meeting στο Teams», πρόσθεσα. «Το πατάω και δεν πατιέται, ρε παιδιά», μονολόγησα πατώντας ξανά και ξανά το δεξί κλικ στο ποντίκι σαν μανιακή. «Όλα εντάξει, μπούμερ»; μου είπε συγκαταβατικά μια 28χρονη συνάδελφος και επέστρεψε στην οθόνη της.
Πριν από περίπου έξι μήνες άλλαξα δουλειά και για πρώτη φορά ξεκίνησα να δουλεύω με ανθρώπους πολύ νεότερούς μου. Μέχρι τώρα δούλευα πάντα ή με μεγαλύτερους ή με συνομήλικους. Τώρα σε μια ομάδα 13 ατόμων μόνο τρεις είμαστε άνω των 40. Οι περισσότερες συνάδελφοί μου είναι μεταξύ 23 και 33. Οι πιο νέες θα μπορούσαν να είναι κόρες μου. Το γράφω και νιώθω σχεδόν προδομένη.
Την ώρα που πάλευα με τα settings του teams, θυμήθηκα τη μητέρα μου. Η φράση «αυτό το κινητό πάλι κάτι κάνει» είναι η μόνιμη επωδός της. Εδώ και δύο χρόνια προσπαθεί να ξεφορτωθεί ένα feature από το κινητό της – στην ταπετσαρία της παμπάλαιας συσκευής της με τη 18αρα γραμματοσειρά για την πρεσβυωπία εναλλάσσονται κείμενα από site. («Διακόσιοι τρόποι να αδυνατίσετε με μηλόξιδο», «Συγκινεί ο ιερέας-οικοδόμος της Χάλκης», «Τροφές που κάνουν κακό στη μνήμη μας»). «Μόνο του, κάτι έκανε πάλι», λέει συνέχεια για το λάπτοπ της, το οποίο έχει μαζέψει ό,τι ιό υπάρχει. Όλες οι συσκευές που πέφτουν στα χέρια της είναι με κάποιον μαγικό τρόπο δαιμονισμένες.
Ζούμε σε μια εποχή που λατρεύει τη νεότητα. Πέρα από το ότι όλοι πρέπει να μένουν εμφανισιακά νέοι πάση θυσία, η γενιά μας έχει ένα πρόβλημα ακόμα – ως millennials, έστω και geriatric millennials, θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε ακόμα επιδραστικοί, πως ξέρουμε ακόμα πού είναι «η φάση».
Οι νέες μου συνάδελφοι είναι φανταστικές, με αυτοπεποίθηση, φιλοδοξίες και γνώση του αντικειμένου τους. Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, αλλά εμείς σε εκείνη τη μακρινή ηλικία θυμίζαμε αθώα παπάκια που έπρεπε κάποιος να τα πάρει από τη μανούλα τους και να τα αμολήσει στον ωκεανό. Ο κόσμος τους είναι απόλυτα συναρπαστικός: έχουν μακριά μυτερά νύχια τα οποία συχνά ακολουθούν εποχικές θεματικές: κολοκύθες για το Ηalloween! Κόκκινα ελαφάκια για τα Χριστούγεννα! (Περιμένω ήδη τις μαργαριτούλες για το Πάσχα). Επίσης μιλάνε συνέχεια για το «Κωνσταντίνου και Ελένης». Την έχω δει κι εγώ τη σειρά αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως πρόκειται για το σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης γενιάς, μια πολιτιστική μάστιγα που κυριεύει τα πάντα. Έχουν κολλήσει γνωμικά από τη σειρά στην πόρτα. Ανταλλάσσουν memes και ατάκες από σκηνές με random δευτεραγωνιστές που έπαιζαν σε ενάμισι επεισόδιο. Με λίγα λόγια, αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο Θείος Τζόνι με τη θυμαρορίγανη, τελείωσες.
Φυσικά και με κορόιδεψαν ανελέητα μια μέρα που είπα αφηρημένη ότι θα πάρω σπίτι το κομπιούτερ μου – έπρεπε να πω ότι θα πάρω σπίτι το λάπτοπ. Είναι γενικά ατάραχες, αλλά αν θελήσω να δω τον φόβο στα μάτια τους, μπορώ να τους μιλήσω για τη γέννα. Ή για τον θηλασμό.
Σημειολογούσαμε πάντα τόσο πολύ για το χάσμα των γενεών; Νομίζω πως όχι. Ίσως το χάσμα να μοιάζει αβυσσαλέο πια χάρη στην ιλιγγιώδη πρόοδο της τεχνολογίας. Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μεγάλωσα στα τελευταία αναλογικά χρόνια. Το γεγονός πως δεν υπήρχαν καν κινητά τηλέφωνα μοιάζει μυθικό στα μάτια των νεότερων συναδέλφων μου.
Ζούμε σε μια εποχή που λατρεύει τη νεότητα. Πέρα από το ότι όλοι πρέπει να μένουν εμφανισιακά νέοι πάση θυσία, η γενιά μας έχει ένα πρόβλημα ακόμα – ως millennials, έστω και geriatric millennials, θέλουμε να νιώθουμε πως είμαστε ακόμα επιδραστικοί, πως ξέρουμε ακόμα πού είναι «η φάση».
Στην πραγματικότητα, το να συναναστρέφεται κανείς καθημερινά την Gen Ζ σε κάνει να χάνεις κάθε ψευδαίσθηση νεότητας. H πικρή αλήθεια είναι πως δεν είμαστε επιδραστικοί, συχνά είμαστε απλώς γεροντοφασέοι σαραντάρηδες που λένε «μπρο», βαράνε τατουάζ, πίνουν φυσικά κρασιά και πάνε σε συναυλίες του ΛΕΞ.