Στο νέο του βίντεο ο Cypher Pool περιφέρεται με το skate του στους δρόμους της Αθήνας, κάνει wallride στο σποτ του μικρού κήπου στην Ακαδημίας, ραπάρει με μπάσα φωνή και τραγουδάει με ένα σχεδόν ρεμπέτικο ρυθμό στίχους γεμάτους slang από την κουλτούρα του skate:
«Μέσα στην Αθήνα κάνω skate, φίλοι στρίβουν τσιό / κατεβαίνω σκάλες βλέπω τα έργα μου μες στο μετρό / ρίχνω ένα χαμόγελο στον ήλιο και στον ουρανό / για την τέχνη ζω / [...] σου ζήτησα συγγνώμη που στα ραντεβού μου αργώ / σου είπα η τέχνη είμαι εγώ».
Στην κουβέντα είναι πολύ σοβαρός, χρησιμοποιεί ελάχιστα την αργκό που υπάρχει στα κομμάτια του, είναι ένα μετρημένο παιδί που έχει ζήσει την πόλη από την καλή και την ανάποδη και φαίνεται ότι ξέρει τι θέλει.
Το κομμάτι το λένε «Αθηνέζοι» και με μια νέα γλώσσα που ακούγεται στην Αθήνα και στα περίχωρα (η οποία χρειάζεται «λυσάρι» για να την καταλάβεις) εξιστορεί την καθημερινότητά του, τις προτιμήσεις του στο ούζο, παίρνει θέση απέναντι στην χλιδή που επικρατεί στα βίντεο του ελληνικού χιπ χοπ («εμείς έχουμε ταλέντο / αυτοί απλά λεφτά»), παίζει με τον χαρακτήρα με την κίτρινη κουκούλα που έχει επινοήσει και εμφανίζεται στην τριλογία των βιντεοκλίπ που ξεκίνησε να φτιάχνει από την αρχή της χρονιάς.
Οι «Αθηνέζοι» είναι το δεύτερο μέρος, η αρχή ήταν το «Aloha!», ενώ το τρίτο -που ετοιμάζεται αυτή τη στιγμή- θα έχει τίτλο «Κεραυνοί».
Cypher Pool - Αθηνέζοι
Στο ραντεβού μας έρχεται κατευθείαν από τη δουλειά, ντυμένος στα μαύρα, μια εικόνα διαφορετική από αυτή που παρουσιάζει στα βιντεοκλίπ, που είναι πνιγμένα στα χρώματα. Στην κουβέντα είναι πολύ σοβαρός, χρησιμοποιεί ελάχιστα την αργκό που υπάρχει στα κομμάτια του, είναι ένα μετρημένο παιδί που έχει ζήσει την πόλη από την καλή και την ανάποδη και φαίνεται ότι ξέρει τι θέλει.
«Είμαι ο Αντώνης» συστήνεται. «Γενικά ασχολούμαι με την τέχνη, πέρα από τη μουσική, και προσπαθώ να γεμίζω την ημέρα μου με πράγματα που μου αρέσουν. Έχω τελειώσει γραφιστική, τώρα κάνω το μεταπτυχιακό μου πάνω στο graphic and fashion, και παράλληλα τρέχω και ένα brand που έχω φτιάξει, ένα cloth line με ρούχα με δικά μου σχέδια και digital prints. Όλα αυτά βασίζονται πάρα πολύ στο χρώμα.
— Το κίτρινο σου αρέσει όσο φαίνεται;
Μου αρέσει πάρα πολύ, ναι. Αν και το αγαπημένο μου χρώμα είναι το πορτοκαλί, θα έλεγα. Με εξιτάρει το χρώμα, ασχολούμαι φουλ με τη ζωγραφική, φτιάχνω τελάρα και πέρσι έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση στον σταθμό της Ακρόπολης με το MetroStages (σ.σ. δυστυχώς, όταν έγινε η συνέντευξη δεν είχα τσεκάρει ότι ζωγραφίζει τόσο καλά, και ότι τα έργα του θυμίζουν έντονα το στυλ του Basquiat σε μία πιο ελληνική εκδοχή).
Πέρα από αυτό, ασχολούμαι με το design, σχεδιάζω, και ασχολούμαι με τη μουσική εδώ και αρκετά χρόνια. Τώρα που μεγάλωσα λιγάκι βγάζω πιο εύκολα αυτό που έχω μέσα στο κεφάλι μου, γιατί πριν «μπριζωνόμουν» και με έτρωγε, αλλά δεν γίνονταν όλα όπως ήθελα.
Μπορεί να είμαστε ένα φιλελεύθερο μπουρδέλο όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει χωρίς περιορισμούς, μπορείς να βάφεις όπου θες, να σπας στους δρόμους, αλλά κι αυτή την παράνομη ελευθερία δεν την εκμεταλλευόμαστε για να εκφραστούμε δημιουργικά, κι όταν το κάνουμε το κάνουμε με λάθος τρόπους. Όλα οφείλονται στην έλλειψη παιδείας, το ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα μέτρο.
— Τι εννοείς τώρα που μεγάλωσες; Πόσων χρονών είσαι;
Είμαι 21 στα 22, με τη μουσική ασχολούμαι από τα 15, αλλά αυτά τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν για μένα είναι σαν δέκα μέσα στο κεφάλι μου. Και είπα cool, δεν βιάζομαι για κάτι. Όταν θα έχω τη δύναμη να το κάνω όπως πρέπει, θα γίνει. Οπότε, πλέον νομίζω ότι είμαι σε αυτό το μονοπάτι με τη μουσική.
— Τα beat είναι δικά σου;
Όχι, δεν τα κάνω μόνος μου, έχω ένα φιλαράκι, τον Gioni, που είναι πολύ καλός producer και δουλεύουμε μαζί, αλλά οι στίχοι, τα εξώφυλλα, τα βιντεοκλίπ τα κάνω μόνος μου. Ό,τι έχει να κάνει με την εικόνα περνάει όλα από τα χέρια μου. Την εικονοληψία κάνει ο Απόστολος Ζυγούρης, φίλος από παλιά από το skate, με τον οποίο κλεινόμαστε σπίτι του και κάνουμε το μοντάζ, που είναι και το πιο ζόρικο.
— Το «Αθηνέζοι» είναι απάντηση στην Capital;
Όχι δεν είναι για την Capital! Είναι σε αυτή τη φάση, αλλά δεν είναι απάντηση. Το «Αθηνέζοι» δεν έχει να κάνει με την σχέση Αθήνας-Θεσσαλονίκης, ίσα ίσα που στη Θεσσαλονίκη έχω πάει πάνω από 25 φορές και καμία φορά δεν το ένιωσα αυτό, ότι είναι βήτα και ότι υπάρχει κόντρα. Αυτό που ένιωσα είναι να έχουν ανοιχτές αγκαλιές.
Έχω ζήσει και ένα συγκινητικό περιστατικό στη Θεσσαλονίκη. Την πρώτη φορά που πήγα στην πόλη έκανα σκέιτ στον Αλέξανδρο, δίψαγα πάρα πολύ και πάω σε μια καντίνα να πάρω κάτι να πιω. Λέω «μια φάντα», μου δίνει ο τύπος την πορτοκαλάδα και μέχρι να ψάξω να βρω τα ψιλά, μού λέει «δεν πειράζει αγόρι μου αν δεν έχεις, σε κερνάω μια πορτοκαλάδα!».
Το «Αθηνέζοι» δεν είναι σε καμία περίπτωση beef μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, έχω φουλ φίλους πάνω, γουστάρω φουλ Θεσσαλονίκη. Αν θεωρήσεις beef αυτό το κομμάτι είναι επειδή υπάρχει η νοοτροπία που ανοίγει αυτή τη στιγμή: το ότι σε όλο το new wave που έρχεται και που έχει αλλάξει το ραπ έχει μπει το new style μέσα από τη μόδα, έχει μπει η εικόνα, κάτι που στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή γίνεται καραγκιοζίστικα, για τον γλεντζέ.
Αυτό που βλέπω είναι ότι αυτοί που το κάνουν προσπαθούν να πείσουν για κάτι, δεν βλέπω άτομα που να είναι πραγματικά στην κουλτούρα. Βλέπουν κάτι που παίζει έξω και προσπαθούν να το φέρουν, δεν το ζουν, δεν είναι μέσα σε αυτό, δεν το έχουν βιώσει. Δεν μπορεί σε μία μέρα να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι.
— Από την άλλη, το χιπ χοπ ήταν πάντα αυτό που είναι τώρα, κάτι ξενόφερτο, που δεν ξεκίνησε από το μηδέν εδώ, ήρθε έτοιμο. Και πάντα αποκολουθούσε τις τάσεις της Αμερικής. Και όχι μόνο εδώ, παγκοσμίως.
Εννοείται, αλλά ήταν διαφορετικό το υπόβαθρο τότε, είχε μηνύματα προς τον κόσμο, τώρα βλέπεις ότι είναι διαφορετική η προσέγγιση. Και μπορεί να έφαγε το ροκ και να έγινε παγκόσμια μουσική αλλά εδώ θεωρείται ακόμα περιθώριο.
— Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;
Επειδή μέχρι και πριν από λίγα χρόνια το χιπ χοπ στην Ελλάδα είχε τελείως άλλο άξονα, ήταν ο άξονας προς τα έξω, μίλαγες για πράγματα, μίλαγες για άλλους, μίλαγες για κοινωνικά ζητήματα. Με το τραπ πλέον έχει αλλάξει ο άξονας και μιλάς για τον εαυτό σου, καθαρά. Είναι ναρκισσιστικό όσο δεν πάει. Όλοι οι καλλιτέχνες της φάσης είναι πλέον σόλο και οι συνεργασίες που κάνουν είναι μόνο για boost για τον κόσμο.
Το χιπ χοπ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή χιτάρει, δίνει hype, παίρνει κόσμο, έχει γίνει mainstream είδος, αλλά έχω βαρεθεί να ακούω για κόκες, για ούζι, για κωλάρες, για γκόμενες. Έχουμε περάσει σε μια εποχή που έχεις το υλικό στο χέρι σου, έχεις τη δυνατότητα να κάνεις εξαιρετικό ήχο και εικόνα, έχεις το κλιπ με After Effects, Premiere, γιατί αναλώνεσαι ακόμα και λες για τον κώλο μιας γκόμενας ή το γκάνι; Πες κάτι άλλο. Δεν έχουν σχέση με σένα όλα αυτά. Έξω χιτάρει ο τύπος που όντως έχει το γκάνι του, όντως παίρνει το κρακ, κι έρχεται ο Έλληνας που τον βλέπει και τα φέρνει εδώ και νομίζει ότι κάνει κατόρθωμα. Οι νέοι βλέπουν τα ίδια με αυτόν πια, την ίδια στιγμή, και μπορεί να γουστάρουν που ο ξένος λέει για το ούζι του, αλλά εδώ ακούγεται ψεύτικο.
Στα βίντεό μου από το να βάλω μια «κωλάρα» -που δεν ήταν δύσκολο- προτίμησα να βάλω τον παππού μου να οδηγάει μια αντίκα. Και το στήσαμε σε φάση Rick and Morty, το ξέρεις το ενήλικο καρτούν; Ένας παππούς επιστήμονας με τον εγγονό του που κάνουν full adventure. Και τώρα φτιάχνουμε ένα κλιπ στο οποίο είμαστε μέσα στο εργαστήριο και φτιάχνουμε το δικό μας όπλο, που δεν έχει καμία σχέση με θάνατο ή σφαίρες, είναι κάτι πολύ πιο αφηρημένο.
Η φαντασία μετράει, άμα ό,τι ζεις το λες, χάνεις το νόημα της φαντασίας. Με το χιπ χοπ στην Ελλάδα γίνεται ό,τι παλιά με το tattoo, που όταν έβλεπες κάποιον με tattoo στη μούρη έλεγες «πωωω, πώς είναι έτσι αυτός;», ενώ τώρα περπατάς στο Μοναστηράκι, συναντάς δέκα τύπους με face tattoo και δεν σου κάνει καμία αίσθηση. Έχεις συνηθίσει.
Το χιπ χοπ τώρα το συνηθίζει η Ελλάδα. Μπορεί να μην είναι στα μεγάλα μέσα γιατί δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα, γι’ αυτό και πάνε κατά διαόλου, κανένας νέος δεν βρίσκει κάτι εκεί να ταυτιστεί. Δεν ξέρω αν τους πονάει και δεν ασχολούνται μαζί του ή δεν έχουν ιδέα πόσο δυνατό είναι, τι σημαίνει, δεν μπορούν να το νιώσουν.
Δεν μπορείς να καθίσεις να εξηγήσεις στον καθένα όμως τους κώδικες και τι σημαίνουν όσα λες για να καταλάβει. Όλοι γνωρίζουμε ποια είναι η μουσική που προωθείται στην Ελλάδα, η μουσική που θεωρούν ότι θα τους φέρει λεφτά, κι ας μην φέρνει πλέον.
Τη δύναμη του χιπ χοπ δεν μπορούν να την αντιληφθούν, αλλά σε λίγο θα γίνει μόνο του αυτό που κανείς δεν κατάφερε να το κάνει οργανωμένα. Καμία εταιρία. Κι όσοι το επιχειρούν, το κάνουν λάθος.
Έπαιζα πρόσφατα σε ένα event και συναντήθηκα με έναν μάνατζερ, και μου λέει «ωραίος είσαι ρε φίλε, ωραίο style, διαφορετικός από όσους έχω δει, αλλά πες για τις κωλάρες στο instagram, γιατί δεν λες για αυτό;». Του απαντάω: «μου λες ότι πιστεύεις σε μια ιδέα, πόσο πρωτότυπη είναι αυτή η ιδέα σου;». Μου λέει «δεν είναι». Του λέω «τότε τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν την έχω σκεφτεί; Για να μην το λέω, δεν με απασχολεί για να το πω, μου φαίνεται πιο ουσιώδες να πω “τρώω φυστικοβούτυρο με μαρμελάδα για πρωινό, πίνω ούζα με τους φίλους μου”, από το να πω “βλέπω την κωλάρα και της κάνω like”».
Είμαστε ακόμα στην επιφάνεια, δεν έχουμε το θάρρος να βουτήξουμε μέσα στη φάση, φοβόμαστε ότι δεν θα μας φτάσει η αναπνοή μας; Δεν ξέρω. Προτιμάω να πω κάτι που να γουστάρω εγώ, παρά κάτι που αν το πω θα πιάσω πολύ κόσμο, γιατί δεν θα είμαι ποτέ ευτυχισμένος έτσι. Μπορεί να το βλέπω λίγο πιο ρομαντικά από ό,τι το βλέπουν άλλοι, αλλά μπορεί να μην καίγομαι κιόλας.
Το χειρότερο είναι να κάνεις μουσική για τους φίλους σου και πολλοί άνθρωποι έχουν «καεί» από τους φίλους τους. Δεν με ενοχλεί να πεις κάποια πράγματα, αλλά η ρουτίνα μέσα σε αυτό με χαλάει. Βλέπεις ότι είναι όλοι το ίδιο, δεν αναρωτιέται κανείς τελικά ποιος είναι εκεί μέσα, τι τον κάνει ξεχωριστό;
— Πού νομίζεις ότι πάσχει το ελληνικό χιπ χοπ;
Το πιο μεγάλο πρόβλημα που παρατηρώ εγώ είναι ότι υπάρχουν πολλοί που λένε ότι ακούνε ελληνικό χιπ χοπ. Τους ρωτάς «τι ακούς;» και οι 9 στους 10 από τους Έλληνες θα σου πουν «ελληνικό χιπ χοπ», δηλαδή η Ελλάδα καταναλώνει πολύ ελληνικό χιπ χοπ.
— Και, κακό είναι αυτό;
Έχεις κάποιον στην Αμερική που το έχει φτάσει σε ένα υψηλό σημείο και έχεις κάποιον στην Ελλάδα που προσπαθεί να ανεβάσει τον πήχη, αλλά παίζει πολύ πιο χαμηλά, κι ο πιτσιρικάς που τον ακούει αυτόν μένει εκεί, χαμηλά. Δεν έχει την αντίληψη του χιπ χοπ που παίζει έξω. Αλλά αν δεν ακούσει το έξω, πώς θα καταλάβει αν πραγματικά το ελληνικό χιπ χοπ παίζει σε υψηλό επίπεδο; Ο Έλληνας δεν ξύπνησε μια μέρα και έφτιαξε χιπ χοπ, κάτι άκουσε.
— Ναι, αλλά καταλαβαίνει τον στίχο, ο ελληνικός στίχος είναι το στοιχείο που του δίνει τόση δύναμη και τόσο μεγάλη αποδοχή.
Μπορεί να είναι πιο πολύ πιο άμεσο για τον Έλληνα, αλλά λείπει η προσωπική αισθητική του καθενός. Ακούω πράγματα που έχουν ωραία στοιχεία, αλλά είναι μόνο στοιχεία, δεν βλέπω ένα σύνολο, κάτι να δέσει, ένα παραπάνω όραμα σε αυτό. Έχουν ελευθερία, αλλά μέσα σε ένα κουτί. Σκέφτονται τι θα πει ο άλλος, τι θα κάνει, πώς θα το κάνει, πώς θα τον φάνε. Μπαίνουν στο τριπάκι «ωπ αυτός είπε αυτό, εγώ να μην πω το δικό μου;». Πολύ μπλέξιμο.
Βεβαίως και να κοιτάς τι παίζει τριγύρω, αλλά δεν πρέπει να επηρεάζεται ο δικός σου άξονας. Θέλω να δω πιο πολύ κόσμο να φέρνει το χιπ χοπ στα μέτρα του στην Ελλάδα, με ωραία αισθητική. Έχω δει δυο-τρεις artists που το κάνουν αυτό πραγματικά, έχουν καταλάβει τι έχουν ακούσει και έχουν φέρει εδώ τον νέο ήχο, αλλά φτιάχνουν κάτι δικό τους: Ο Νέγρος του Μοριά είναι τούμπανος, ξέρει την αργκό, είναι στο δρόμο, όταν μου πει κάτι μπορώ να το δεχτώ γιατί με πείθει. Ξέρει τι θα πει, δεν λέει κάτι που θα πιάσει. Βλέπω από πού έχει επηρεαστεί (από τον Kendrick Lamar, το Top Dawg Entertainment, το πιο αξιοσέβαστο label αυτή τη στιγμή) και ο μάγκας το έφερε αυτό στα μέτρα του στην Ελλάδα. Δεν «δάγκωσε» κάτι, εμπνεύστηκε, εκφράστηκε. Αυτό λείπει.
Μου αρέσει ο ΛΕΞ γιατί έχει αφήγηση, σου δημιουργεί εικόνες και σκηνές, επίσης ο Elephant Phoenix που έχει ξένο στίχο. Έχουν δική τους αισθητική και σέβονται τον άνθρωπο που θα τους ακούσει.
— Είσαι βέρος Αθηναίος; Τι ρόλο παίζει η Αθήνα σε όσα κάνεις;
Το σόι του πατέρα μου είναι απ' το Ρέθυμνο και της μάνας μου απ' το Ηράκλειο, εκεί είναι οι ρίζες μου, αλλά εγώ έχω γεννηθεί στην Αθήνα. Και είμαι συνέχεια all around, παντού, σε Σύνταγμα, Λυκαβηττό, Μοναστηράκι, Κολωνάκι, Αναφιώτικα, Αστεροσκοπείο. Πάω και βόρεια, Κηφισιά, Μαρούσι, αλλά κυκλοφορώ κυρίως στην Αθήνα, στην Ακαδημίας και στην Ακρόπολη που έχει ωραία skate spots, κάνω κύκλους στην Αθήνα.
Η πόλη παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στα έργα μου. Μένω στον Κορυδαλλό αλλά σπάνια είμαι εκεί, όλη την ημέρα είμαι στην Αθήνα λόγω της σχολής μου και της δουλειάς μου, λόγω του skate, λόγω των εικαστικών, θα καταλήξω στο σπίτι του φίλου μου του Νικόλα που μένει στο Λυκαβηττό ή στο σπίτι της κοπέλας μου της Μάρθας που μένει στην Κηφισιά.
Στο σπίτι μου πάω σπάνια, είμαι όλη μέρα στο τρέξιμο γενικά. Και πραγματικά δεν ξέρω αν δεν ήμουν στην Αθήνα πόση ανάγκη θα ένιωθα να κάνω τη μουσική που κάνω αλλά και τη ζωγραφική.
Η Αθήνα είναι μία πόλη που ταυτόχρονα όσο αγαπάω μισώ, ξεκάθαρα, μου αρέσει το χάος της, γιατί είμαι τύπος που δεν μπορώ να δημιουργήσω στην απόλυτη τάξη. Μου αρέσει να βρίσκω ένα μονοπάτι στο χάος που με οδηγεί στο αποτέλεσμα.
Κι η πόλη μου είναι ένα γκρίζο χαρτί αυτή τη στιγμή, γι' αυτό προσπαθώ να βάλω χρώμα. Κι επειδή το χρώμα με εξιτάρει, προσπαθώ να την χρωματίσω έντονα με τα ρούχα που φτιάχνω, με τη μουσική μου.
Αυτό που με ενοχλεί είναι η αδιαφορία που υπάρχει και η τόση μοναχικότητα, γιατί παρόλο που είμαστε μια πόλη που ζει έντονα, μένουμε μέχρι αργά έξω, διασκεδάζουμε, ζούμε πολύ μοναχικά, είμαστε μια μοναχική ζούγκλα. Με ενοχλεί που δεν κοιτάμε να αναπτυχθούμε εμείς προσωπικά, να εξελιχθούμε και να ανθίσουμε, αλλά προσπαθούμε να δείξουμε τι είμαστε σε κάποιον άλλον λέγοντας «κοίτα, είμαι αυτό».
Μπορεί να είμαστε ένα φιλελεύθερο μπουρδέλο όπου ο καθένας κάνει ό,τι θέλει χωρίς περιορισμούς, μπορείς να βάφεις όπου θες, να σπας στους δρόμους, αλλά κι αυτή την παράνομη ελευθερία δεν την εκμεταλλευόμαστε για να εκφραστούμε δημιουργικά, κι όταν το κάνουμε το κάνουμε με λάθος τρόπους. Όλα οφείλονται στην έλλειψη παιδείας, το ότι δεν καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένα μέτρο. Γινόμαστε συχνά Ελλαδιστάν.
— Πες μου για τον παππού σου, πώς τον έπεισες να παίξει στα βιντεό σου;
Ο παππούς μου είναι από την Κρήτη, ένας πολύ σφιχτός και σκληρός άνθρωπος, και δεν περίμενα ποτέ να ανοιχτεί σε κάτι τέτοιο. Είναι το achievement μου αυτό, κάτι που ήθελα και τίγκα προσωπικό, γιατί από την στιγμή που κατάφερα να πείσω τον παππού μου, είναι πολύ εύκολο να πείσω και τον πιτσιρικά.
Όταν ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε τους «Αθηνέζους» του έδωσα να φορέσει μια μπλούζα με την εικόνα μιας γυμνής κοπέλας που είχα κάνει κολάζ πάνω με τα βυζιά της και μου λέει «με ξεφτίλισες», του λέω «τέχνη, ρε παππού, άραξε». Και ανέβηκε το βίντεο, και κάποια κοριτσάκια στη γειτονιά που μένει το έδειξαν στη γιαγιά τους και της είπαν «ο μαστρο-Αλέκος στο YouTube!», κι αυτή, 70 χρονών, πήρε τηλέφωνο τον παππού και του είπε «κυρ-Αλέκο, σε είδαμε στο Ίντερνετ!».
Ο παππούς μου έπαθε πλάκα, δεν το πίστευε. Πλέον είναι βασικός character στα clip μου, κι έγινε πιο θαρραλέος μετά από αυτό. Τώρα ετοιμάζουμε ένα βιντεοκλίπ που λέγεται «Κεραυνοί», πάλι μαζί.
Πήγαμε στην Σαλαμίνα και πήραμε το σκάφος που είχα και στο πρώτο βιντεοκλίπ, το «Aloha», για να πάμε σε ένα ερημονήσι, αλλά ξεχάσαμε να του βάλουμε την τάπα. Το βάλαμε στο νερό και όταν είδαμε ότι είναι ανοιχτή, τρελαθήκαμε. Και μόλις την κουμπώσαμε, χάλασε η βάρκα, ενώ είμαστε μέσα στη θάλασσα.
Τέλος πάντων, γυρνάμε πάλι στο σπίτι, παίρνουμε μια ψαρόβαρκα και πάμε στο ερημονήσι ο παππούς, εγώ και δυο φίλοι, και όταν γύρισε στο σπίτι μού είπαν οι γονείς μου ότι ήταν μες στην καλή χαρά, «μας έλεγε ενθουσιασμένος τι κάνατε».
Μου αρέσει πολύ που βλέπω στην Αθήνα γέρους και γριές που είναι ντυμένοι με κάτι τρελό και δεν έχουν ιδέα τι φοράνε, γιαγιάδες με μπλουζάκια «fuck me» και παππούδες με σκεϊτάδικα παπούτσια, είναι μια εικόνα πολύ τρυφερή...