Αν συνειδητοποίησα κάτι από τα πρώτα λεπτά της συζήτησής μου με τον Αθηναίο μουσικό της «εναλλακτικής folk-rock», Γιώργο Γουδή -υπογράφει με το καλλιτεχνικό όνομα George Gaudy- είναι πως φαντάζει σχεδόν αδιανόητο να μιλήσεις μαζί του αποκλειστικά για μουσική.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που ο διάλογος έμοιαζε να έχει φαινομενικά μουσικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα αποτελούσε μόνο το σημείο εκκίνησης για να καταλήξουμε κάπου άλλου: στον κοινωνικό, τον πολιτικό, τον φιλοσοφικό, τον υπαρξιακό προβληματισμό της εποχής.
Κάτι που φάνηκε από τις πρώτες στιγμές της συνάντησής μας όταν στο ήσυχο καφέ του Αιγάλεω που καθίσαμε, η σερβιτόρα μας προσέφερε ως επιλογή τρεις διαφορετικές ποικιλίες καφέ.
Σε αυτό το σημείο τού εξομολογήθηκα πως η πληθώρα επιλογών με μπερδεύει, με τον Gaudy να μου αποκρίνεται πως αυτό ακριβώς αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας: η υπερεκθέση στην πληροφορία και στις εναλλακτικές δυνατότητες μας έχει παραλύσει, τόσο ως οντότητες όσο και ως κοινωνία.
Με λίγα λόγια, μια απλή παραγγελία εξελίχθηκε στην αποδόμηση του σύγχρονου τρόπου ζωής και κάπως έτσι μοιάζει μία τυπική, ελεύθερη συζήτηση με τον Gaudy.
Αυτή την περίοδο ο Γιώργος βρίσκεται σε δημιουργικό οργασμό. Έχοντας ως βάση το Λονδίνο, έγραψε μαζί με τον Κώστα Γεωργιάδη την πειραματική μουσική για την θεατρική παράσταση «Η Εβραία-Ο Χαφιές» σε σκηνοθεσία της Ανδρονίκης Χριστάκη που παίζεται στο θέατρο «Από Μηχανής», ένωσε τις δυνάμεις του με τον The Boy και τον Ευθύμη Κούρτη για ένα νέο project, συζητά την προετοιμασία του νέου του προσωπικού EP στο πλευρό ενός πολύ σημαντικού Βρετανού παραγωγού που έχει δουλέψει με τον Lou Reed και έχει έτοιμα δύο νέα τραγούδια, τα οποία μπορείτε να ακούσετε αποκλειστικά από την LiFO.gr μέσα σε αυτό το άρθρο.
Για να είμαι ειλικρινής, έπαθα ένα βαρύ καταθλιπτικό επεισόδιο που μου πήρε πολύ καιρό να το ξεπεράσω. Όταν γύρισα, ένιωθα τα πάντα ανοίκεια με έναν μεταφυσικό τρόπο. Είναι ένα καταπληκτικό συναίσθημα, γιατί σε τρομάζει στον πυρήνα της ύπαρξης σου, σε ένα βαθμό που δεν περίμενα ποτέ πως γινόταν να νιώσω τόσο άσχημα.
Στην συζήτηση που κάναμε, με προσκάλεσε με φανερή προθυμία να βουτήξουμε βαθιά στη σύνθετη σκέψη του και τον έντονο ψυχισμό του. Μέσα από την αφήγηση της ζωής του, βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για την κατάθλιψη που γέννησε τον πρώτο του δίσκο, την μουσική δημιουργία στην εποχή της δικτατορίας της έκφρασης και την βαθιά νοσταλγία για το ασφαλές πεπερασμένο που διέπει τους καιρούς μας.
«Θεωρώ πως αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους πριν καν μπορούν να μιλήσουν, είναι τα πιο καθοριστικά πράγματα της ζωής τους. Έχω την αίσθηση πως κάθε άνθρωπος δεν έχει στην πραγματικότητα την επιλογή του χαρακτήρα του, γιατί γεγονότα, όπως η αγάπη που παίρνεις ως μωρό ή μία εγκατάλειψη όταν είσαι μικρός, επηρεάζουν σε ένα τόσο βαθύ επίπεδο την ύπαρξη μας που δεν μπορούμε να τα αποτινάξουμε. Μπορούμε να κάνουμε διορθώσεις ή καλλωπισμούς στην πορεία, αλλά ο πυρήνας της προσωπικότητας, είναι προ-διαμορφωμένος από αυτά τα βιώματα» μου απάντησε σχεδόν ενστικτωδών όταν τον ρώτησα για τις εικόνες και σκέψεις της παιδικής του ηλικίας.
Ο Γιώργος έχει μία πολύ καλή σχέση με την οικογένεια του. Οι γονείς του είναι και οι δύο ζωγράφοι. Μεγάλωσε σε ένα αντισυμβατικό περιβάλλον στη Νεάπολη Εξαρχείων, που είχε κάτι βαθιά αστικό και ελληνικό στον πυρήνα του. Ο πατέρας του ήταν μαθητής του Μόραλη και διατηρούσε επαφές με τον Τσαρούχη. Τον θυμάται να ζωγραφίζει πολύ στο σπίτι και να ακούει κυρίως Χατζιδάκι και Beatles.
«Είναι μνήμες που κουβαλώ μαζί μου ακόμη και σήμερα. Ακόμη και στην εφηβεία όταν αναζητούσα την αληθινή μου ταυτότητα, συνειδητοποίησα πως περιφερόμουν κυκλικά γύρω από αυτό το περιβάλλον, το οποίο είχε ως ιερό κανόνα την εκτίμηση της ομορφιάς στην απλότητα. Έτσι, οι επιρροές που μου χάρισε ο πατέρας μου, έχουν καθορίσει πλήρως τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την τέχνη και την ζωή.»
Στη συνέχεια, ήθελα να μάθω την άποψη του σχετικά με την αξία των μουσικών του σπουδών, η οποία τελικά αποδείχθηκε το ίδιο αντισυμβατική με τον χαρακτήρα του.
Το νέο κομμάτι The World του George Gaudy παρουσιάζεται αποκλειστικά στο LIFO.gr
«Θεωρώ σχεδόν απαραίτητο για κάθε μουσικό να μην έχει θεωρητικό υπόβαθρο και δεν θα μπω στην διαδικασία να το απορρίψω. Ωστόσο, πιστεύω πως η κλασική μουσική μου παιδεία με έχει βάλει σε ένα πλαίσιο που δεν είναι δικό μου, και το οποίο προσπαθώ να αποβάλω την τελευταία δεκαετία. Ακόμη και με συνειδητή προσπάθεια, δυσκολεύομαι να μην κάνω αυτό που έχω μάθει.
»» Πιστεύω, γενικότερα, ότι η μόρφωση είναι για τους μέτριους, και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Σε μία κοινωνία, όταν μπεις στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο ή στο ωδείο για να πάρεις ένα πτυχίο, τα πράγματα είναι κατά τέτοιον τρόπο δομημένα, έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να πάρει αυτό το χαρτί. Για να γίνει αυτό, θα κληθείς να μάθεις ύλη και γνώση που είναι συμβατική. Με αυτό τον τρόπο «κινδυνεύεις» να γνωρίσεις κάποιον πολύ ιδιαίτερο, πεφωτισμένο άνθρωπο μέσα στο σύστημα, που θα σου ανατρέψει όλη την εικόνα που είχες για τα πράγματα. Μέσα από αυτούς, καταλαβαίνεις τι σημαίνει στα αλήθεια η λέξη δάσκαλος και το θεωρητικό υπόβαθρο. Τα υπόλοιπα είναι στην πραγματικότητα μία έτοιμη συνταγή, ένας τυφλοσούρτης».
Μέχρι το 2008, έπαιζε μουσική σε διάφορα σχήματα, μερικά από τα οποία πήγαιναν καλά και είχε μία άνετη ζωή μέσα από αυτά. Όμως, εκείνη την περίοδο πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Άμστερνταμ, μία κίνηση που τον οδήγησε σε μία βαθιά, προσωπική κρίση. Μου περιγράφει με λεπτομέρεια αυτή την τραυματική εμπειρία.
«Για να είμαι ειλικρινής, έπαθα ένα βαρύ καταθλιπτικό επεισόδιο που μου πήρε πολύ καιρό να το ξεπεράσω. Όταν γύρισα, ένιωθα τα πάντα ανοίκεια με έναν μεταφυσικό τρόπο. Είναι ένα καταπληκτικό συναίσθημα, γιατί σε τρομάζει στον πυρήνα της ύπαρξης σου, σε ένα βαθμό που δεν περίμενα ποτέ πως γινόταν να νιώσω τόσο άσχημα. Έβλεπα την πόρτα του σπιτιού που έχω μεγαλώσει και δεν την αναγνώριζα, δεν σήμαινε τίποτα για εμένα, ενώ παράλληλα ήξερα πως ήταν εκεί. Δεν μπορούσα να δω τον Άνθρωπο μέσα στους ανθρώπους.
»Περιτριγυριζόμουν από άτομα που με αγαπούσαν και ένιωθα απίστευτα μόνος, οι άνθρωποι έμοιαζαν με κούκλες βιτρίνας. Έζησα κάποια χρόνια σαν ένας άνθρωπος που έκανε αποτοξίνωση από ναρκωτικά. Θεωρώ πως αυτή η εμπειρία είχε την μεγαλύτερη επίδραση στη ζωή μου: αν άνοιξα ένα βιβλίο παραπάνω, εάν έκανα μία παραπάνω προσπάθεια, ήταν για να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση στην οποία βρέθηκα χωρίς κανένα λόγο».
Όλα αυτά τα βιώματα, φανερώνουν ένα άτομο που μετέβη βίαια από τον ασφαλή κόσμο της ανήλικης ζωής στο χάος της ενηλικίωσης - ήταν μία κίνηση που έκρυβε άγνοια κινδύνου. Του το αναφέρω και μου εξομολογείται:
«Το παλιό μας θυμίζει ότι όλοι θα πεθάνουμε μία μέρα. Αυτό το φριχτό υπαρξιακό άγχος προσπαθούμε να αποφύγουμε με χιλιάδες τρόπους. Οτιδήποτε κάνουμε για να μας προσφέρει ευχαρίστηση, μας βοηθάει να ξεχνάμε προσωρινά ότι θα πεθάνουμε κάποια στιγμή. Η ενηλικίωση είναι κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου και το λέω εντελώς συνειδητά.
»Θεωρώ ότι η αθωότητα είναι τόσο μεγάλη αρετή, που είναι σχεδόν δολοφονικό που προσπαθούμε να την καταστρέψουμε σε τόσο μικρή ηλικία. Άμα γνωρίζαμε αυτό το πράγμα, θα ήμασταν όλοι πολύ πιο χαρούμενοι. Το να μένεις πάντα λίγο πίσω είναι ευτυχία».
George Gaudy feat MO - The Sunshine Kid
Επέμεινα ευγενικά να μείνουμε λίγο παραπάνω σε αυτό το οδυνηρό βίωμα του θέλοντας να μάθω για τα μαθήματα, τις γνώσεις και τα οφέλη που κέρδισε μέσα από αυτή την μάχη.
«Το μυαλό του ανθρώπου, η ίδια η κατασκευή του, τον ωθεί σε καταστάσεις που δεν μπορεί να λύσει. Ο μόνος τρόπος για να αποδεχτούμε την μοναδικότητα μας και την διαφορετικότητα των άλλων, είναι να αποδεχτούμε και να αγκαλιάσουμε κάθε πτυχή τους εαυτού μας, ακόμη κι αυτές που νομίζουμε ότι δεν μας χαρακτηρίζουν, αλλά υπάρχουν μέσα μας. Αν μας ενοχλεί κάτι στον διπλανό μας, μάλλον το έχουμε και εμείς. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν θα λυθεί κανένα πρόβλημα, ποτέ.
»Όταν απαγορεύουμε στους εαυτούς μας να εκφραστούμε ελεύθερα για πράγματα που θεωρούμε ότι δεν είναι καλά, δεν θα προχωρήσει η κοινωνία. Αν συνεχίσουμε έτσι, αν δεν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας όλοι να αντιμετωπίσουμε την σκιά μας, προβλέπω πως θα γυρίσει πίσω με μία απίστευτη εκδικητικότητα».
Όλη αυτή η εμπειρία γέννησε τον πρώτο του δίσκο, το "Millionaire". Παρόλο που είχε επαφές με διάφορους παραγωγούς, για κάποιον λόγο που δεν βγάζει στον ίδιο νόημα τώρα, αποφάσισε να κάνει τον δίσκο μόνος του, χωρίς καν να ξέρει να ηχογραφεί. Συγκέντρωσε με την βοήθεια του πατέρα του τα απολύτως απαραίτητα προκειμένου να βγει ο δίσκος.
Ηχογράφησε, τελικά, το άλμπουμ στην σοφίτα του πατρικού μου, όπου για ένα ολόκληρο χρόνο ζούσε μέσα στα καλώδια και σε μία δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση, η οποία όμως «τώρα μοιάζει με δώρο για την έμπνευση που χρειαζόμουν», όπως μου λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζει λέγοντας πως «δουλέψαμε 14 άτομα γι αυτό τον δίσκο, τον οποίο ηχογράφησα ουσιαστικά σπίτι μου, χωρίς γνώσεις και με φοβερές δυσκολίες.
»» Τελικά τον ξανάφτιαξα από το μηδέν γιατί την πρώτη φορά δεν τα κατάφερα καλά. Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να τον ολοκληρώσω και εκ των υστέρων βλέπω τα ελαττώματά του. Παρόλα αυτά ήταν μία μαγική στιγμή».
Ο δίσκος τελικά κυκλοφόρησε το 2012 και τον έβαλε για τα καλά στον εγχώριο και εναλλακτικό χάρτη της μουσικής.
Στο ενδιάμεσο αυτή της περιόδου, συμμετείχε και κέρδισε βραβεία σε δύο διαγωνισμούς για τα κομμάτια «Come Again» και «Absence of Many».
Στο δικό μου μυαλό μία τέτοια απόφαση μοιάζει θαρραλέα για έναν χαρακτήρα σαν αυτόν του Gaudy, οπότε ήθελα να μάθω περισσότερα για τους λόγους που αποφάσισε να διαγωνιστεί.
«Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν ήμουν κοινωνικός, οπότε δεν είχα τις αναγκαίες επικοινωνιακές ικανότητες που απαιτεί ο χώρος της μουσικής. Οι διαγωνισμοί μου έλυσαν αυτό το πρόβλημα.
»Κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να απολογηθούν, επειδή αυτό που κάνουν είναι δημοφιλές! Αυτό χαρακτηρίζει την τέχνη και την pop μουσική τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι ένα μαζικό φαινόμενο. Εν τέλει, οι διαγωνισμοί με βοήθησαν να βγω από το καβούκι μου, να γνωρίσω αξιόλογους και σοβαρούς ανθρώπους, και τελικά να υπογράψω συμβόλαιο με την Archangel, που ήταν ένα όνειρο για μένα ως μία εγχώρια, ανεξάρτητη δισκογραφική με σημαντικές κυκλοφορίες, όπως το ντεμπούτο της Monika».
George Gaudy - Come Again
Με αφορμή την αναφορά του στην Monika, τον ρωτάω για την γνώμη του πάνω στην εγχώρια, μουσική πραγματικότητα. «Θεωρώ ότι στην Ελλάδα αυτή την στιγμή μουσικά συμβαίνει μία έκρηξη. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν πολύ ωραία πράγματα, ωστόσο, παρά την έντονη δημιουργικότητα, η οικονομική κατάρρευση που ισοδυναμεί με την έλλειψη ενέργειας σε αυτή την περίπτωση, δημιουργεί ένα ταβάνι και περιορίζει τα πράγματα σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.
»» Όταν τα πράγματα κολλάνε, έρχεται το αίσθημα της ματαίωσης και προκαλεί κούραση, στεναχώρια και άλλα αρνητικά συναισθήματα. Πάντως, στην Ελλάδα αρκετοί άνθρωποι έχουν κατακτήσει ένα βαθμό διασημότητας σε συγκεκριμένους χώρους, γεγονός το οποίο δημιουργεί και μία ψευδαίσθηση του τύπου "πρώτος στο χωριό".
Όπως μου αποκαλύπτει στη συνέχεια, μετά τον πρώτο δίσκο και όσο περνούσαν τα χρόνια άρχισε να μειώνεται ο κόσμος στα live του. Οπότε άρχισε να κάνει μερικές incognito συναυλίες με άλλα δύο άτομα, στις οποίες έπαιζαν παλιομοδίτικο ροκ χωρίς καμία είδους εκλέπτυνση. Παραδέχεται πως αυτό που έπαιζε δεν ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνε και το έβρισκε παρωχημένο, αλλά η ενέργεια που μπορούσε να μεταδώσει μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν τόσο έντονη που συνειδητοποίησε πως έπρεπε να την διοχετεύσει κάπου.
«Μετά από ένα φοβερό live με τον Πουλικάκο στα Εξάρχεια, ήμουν τόσο χαρούμενος σαν να έχω πάρει ναρκωτικά. Εκεί συνειδητοποίησα πως σε κάτι τέτοιες συναυλίες και καταστάσεις κρυβόταν όλη η αλήθεια». Ποια είναι η δικιά του αλήθεια λοιπόν;
«Πιστεύω πως η έκφραση είναι ένα πάρα πολύ υπερτιμημένο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας και ζούμε σε μία εποχή δικτατορίας της έκφρασης. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η προσπάθεια κατασκευής ενός κόσμου μέσα από την τέχνη. Στο δικό μου σύστημα, η ανάγκη του απλώς να εκφραστείς, είναι κάτι που πιστεύω δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Υπάρχει ένα επίπεδο έκφρασης και ένα επίπεδο ουσίας - το δεύτερο μου λείπει πολύ από την τέχνη.
Μετέπειτα, σχημάτισε τους Sun και άρχισαν να παίζουν live στο Faust, βρίσκοντας ξανά τον ήχο του. Λίγο καιρό αργότερα συμμετείχε σε ένα tribute για τον Bowie, όπου γνώρισε τον Theodore και έγιναν αμέσως φίλοι.
Του πρότεινε, λοιπόν, μέσω της εταιρείας του «United We Fly» και σε συνεργασία με τη «Universal», να κάνουν ένα μεγάλο live στο Gagarin ως headliners. Αυτό του προσέφερε μία τελεία, ένα καλό κλείσιμο στην προηγούμενη περίοδο του: έπαιξαν όλο τον πρώτο του δίσκο. Του χρωστούσε ένα τέτοιο live. Κατά τη διάρκειά του συνειδητοποίησε πως θα έπρεπε να αλλάξει κεφάλαιο στη ζωή του.
«Δεν είχα σκοπό να μετακομίσω στο Λονδίνο αλλά όταν επισκέφθηκα τον Tom Yosi έδωσα χαλαρά μία audition στο μουσικό του κολέγιο. Πήγε τόσο καλά που μετά δεν είχα επιλογή να φύγω, ήταν κάτι σαν μονόδρομος» λέει.
Θεωρώ πως μόνοι μας μπαίνουμε σε έναν παρανοϊκό συντηρητισμό, στον οποίο προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μία επίφαση κανονικότητας και ευτυχίας – γιατί κανείς δεν είναι ευτυχισμένος σήμερα, είναι το χαρακτηριστικό της εποχής -, και κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας
Επόμενο θέμα της συζήτησης μας, ήταν η σημασία της τέχνης στις περίεργες εποχές που ζούμε. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι είναι αυτό που θεωρεί πως λείπει περισσότερο στην μουσική σήμερα και που αποδίδει την αδυναμία της να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε κάποτε στην διαμόρφωση της πραγματικότητας.
«Δεν βλέπω την αγωνία του ανθρώπου σήμερα στην τέχνη» μου εξηγεί και αναλύει την σκέψη του, «Όλοι φτιάχνουμε περσόνες οι οποίες είναι ναρκισσιστικές, ενώ αυτό που δεν κάνουμε είναι να εκφράσουμε την αγωνία μας. Εγώ έχω λ.χ μόνο δύο κομμάτια που έχουν κοινωνικό περιεχόμενο : το «Absence Of Many» που είναι μισό για τον Γρηγορόπουλο και μισό για την Marfin και το «Berlin», μέσα στο οποίο έκρυψα καλά το κοινωνικοπολιτικό του μήνυμα.
»Θεωρώ πολύ περίεργο που οι μουσικοί δεν βρίσκουμε τρόπους να χωρέσουμε κάτι τελείως κοινωνικό στα τραγούδια μας. Θεωρώ πως μόνοι μας μπαίνουμε σε ένα παρανοϊκό συντηρητισμό, στον οποίο προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μία επίφαση κανονικότητας και ευτυχίας – γιατί κανείς δεν είναι ευτυχισμένος σήμερα, είναι το χαρακτηριστικό της εποχής -, και κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας».
Για τον ίδιο, η νοσταλγία του παρελθόντος είναι αυτή που χαρακτηρίζει την τέχνη και την κοινωνία στις μέρες μας. «Η νοσταλγία είναι μία ασθένεια που πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να την καταπολεμήσουμε. Ξέρεις ότι τα πράγματα πάνε καλά, όταν το παρελθόν φαίνεται κακό, το παρόν φαίνεται καλό και το μέλλον υποσχόμενο. Όταν το παρελθόν φαίνεται ασφαλές, το παρόν κακό και το μέλλον φρίκη, καταλαβαίνεις ότι η κοινωνία δεν τα έχει καταφέρει. Και αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε αυτό.
»Πιστεύω πως ο μόνος λόγος που γυρίζουμε στο παρελθόν σε οποιοδήποτε επίπεδο της ζωής και της τέχνης, είναι γιατί το πεπερασμένο είναι ασφαλές. Η ρετρολαγνεία στην τέχνη βρίσκεται ακριβώς εκεί, στον κίνδυνο που εμπνέει το παρόν και την ασφάλεια που βρίσκεται στο παρελθόν. Προσωπικά προτιμώ να ξεχνάω, αλλά δεν τα καταφέρνω»
Η ακραία, πολιτική ορθότητα είναι επίσης κάτι που προβληματίζει ιδιαίτερα τον Gaudy και δεν μασάει τα λόγια του, όταν το ρωτάω για το κατά πόσο την αντιλαμβάνεται ως μία νέα μορφή συντηρητισμού.
«Υπάρχει ένας άνθρωπος που έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Cripple». Μέσα σε αυτό γράφει πως δεν θέλει να τον αποκαλούν ως άνθρωπο με ειδικές ανάγκες, γιατί η μόνη αλήθεια που δεν τον προσβάλει είναι το γεγονός πως είναι ανάπηρος. Σε αυτό το επίπεδο συμφωνώ απόλυτα μαζί του: το να πεις κάποιον ανάπηρο δεν θα έπρεπε να θεωρείται βρισιά. Θεωρώ πως υπάρχει κάτι σαν ένας κυλιόμενος διάδρομος ευφημισμών ο οποίος καταστρέφει λέξεις: το ανάπηρος έγινε βρισιά, μετά βρήκαμε το ΑμεΑ και έγινε κι αυτό βρισιά και ούτω καθεξής.
»Το θέμα δεν λύνεται με το να βρίσκουμε νέες λέξεις, αλλά μαθαίνοντας πως το περιεχόμενό τους δεν είναι αρνητικό.
Λύνεται με την εξυγίανση των μυαλών μας. Όταν κάτι έρχεται με εντολή, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το χειρότερο απ' όλα είναι πως την εν γενεί επαναστατικότητα των ανθρώπων την καλύπτει η Δεξιά σήμερα.
Όσο το παίζουμε ψευδοπροοδευτικοί, τόσο θα τρέφουμε τον συντηρητισμό. Θα ήθελα μία κοινωνία στην οποία θα μπορείς να πεις την λέξη ανάπηρος, χωρίς να θεωρείται προσβλητικό. Ταυτόχρονα θα ήθελα στην ίδια αυτή κοινωνία να είμαι ελεύθερος να προκαλώ και να προκαλούμαι, να εξοργίζω και να εξοργίζομαι. Γιατί θεωρώ πως αν έχεις κάτι να πεις που έχει αξία, σίγουρα αυτό θα ενοχλήσει κάποιον».
Προς το τέλος της συνάντησή μας, η σερβιτόρα κατέφθασε με δύο, κερασμένες μπύρες. Την ευχαριστήσαμε, τσουγκρίσαμε και ο Gaudy συνέχισε μία από τις πρώτες, μισοτελειωμένες σκέψεις της κουβέντας μας.
«Η πληθώρα των επιλογών και ο υπερκορεσμός των εμπειριών έχει δημιουργήσει μία αδικαιολόγητη βαρεμάρα που μας κρατάει στάσιμους» μου αποκρίθηκε, σαν να μην είχε περάσει δευτερόλεπτο από την πρώτη φορά που αναφέρθηκε σε αυτό. «Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να βαριέται. Ο κόσμος είναι εκεί έξω., τι σημαίνει βαριέμαι; Αν βαριέσαι, πρέπει να είσαι πάρα πολύ καλά στην ζωή σου. Στην κατάσταση που ζούμε σήμερα δεν γίνεται να βαριέται κανείς».
Ξαφνικά, από τα ηχεία του μαγαζιού ακούγεται η επιτυχία του, το «Come Again» και ο ίδιος μου χαρίσει το πιο αληθινό, αβίαστο χαμόγελο όλων αυτών των ωρών που περάσαμε μαζί. Ναι, είναι αλήθεια, για να παραφράσω τον ίδιο, σε μία συζήτηση με τον Gaudy δεν γίνεται να βαριέται κανείς.