Στις 21, 22 και 23 Σεπτεμβρίου, στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Δημήτρης Μαυρίκιος επαναλαμβάνει την παράσταση εν εξελίξει την οποία πρωτοπαρουσίασε τον Ιούλιο, «Πάπισσα Ιωάννα – Αναζητώντας την ηρωίδα του Ροΐδη», μια παράσταση βασισμένη στο πολύκροτο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος την είχε διαβάσει πρώτη φορά σε ηλικία 11 ετών, στη βιβλιοθήκη του παππού του. Από αυτή τη βιβλιοθήκη άρχισε η συζήτησή μας για να απλωθεί στις βιβλιοθήκες της μνήμης, στους φίλους, τους δασκάλους, τους ποιητές και τις σκηνές του κόσμου.
Θα μπορούσατε να μου πείτε τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση, όταν σαν παιδί διαβάσατε την Πάπισσα Ιωάννα;
Τότε, όταν ήμουν μικρός, αυτό που πιο πολύ με σημάδεψε, με γοήτευσε, ήταν η παρενδυσία. Δηλαδή η κατάρριψη των στεγανών ανάμεσα στα δύο φύλα. Αργότερα, ένιωσα ίσως καλύτερα το πάθος του Ροΐδη για την παρενδυσία. Το θαυμασμό του κυρίως για τη παρενδεδυμένη γυναίκα, την οποία ο ίδιος οδηγεί μέχρι την αποθέωση, την αποθέωση μιας γυναίκας πάπα, τι περισσότερο;
Και το ισχυρότερο αυτής της εντύπωσης, το οποίο σας οδήγησε να κάνετε αυτή την παράσταση;
Διατυπώνοντας κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό, θα έλεγα πως ο καθένας μας είναι λειψός. Είναι ανάπηρος. Του λείπουν δηλαδή εκ γενετής και δια βίου τα όργανα- άνθη του άλλου φύλου. Κάθε προσπάθεια κατάρριψης αυτής της εγγενούς αναπηρίας μας, έστω και ενδυματολογικά, εμπεριέχει και τόλμη και μυστήριο και τάσεις κατεύθυνσης προς το θείο, το άφυλο ή το αμφίφυλο θείο. Το θείο των Εβραίων, ή των Χριστιανών, των μονοθεϊστών, το άφυλο, ή το αμφίφυλο καθ’ ότι ο ερμαφρόδιτος ήταν θεότητα. Για να φανταστούμε έναν κόσμο όπου το ένα φύλο αποτελείται από εκ γενετής τυφλές υπάρξεις, και το άλλο από εκ γενετής κωφάλαλες υπάρξεις. Αυτό υπήρξαμε. Για πολλούς αιώνες.
Αυτό δε συμβαίνει και στο οικογενειακό περιβάλλον του Ροΐδη;
Ναι, βέβαια είναι κι αυτό, το κουφό και το τυφλό, η μάνα και ο γιος. Κάπως έτσι είμαστε ή μάλλον, ευτυχώς ήμασταν, τα δύο φύλα. Γι΄ αυτό και ο ερμαφρόδιτος υπήρξε κάποτε θεότητα. Γιαυτό και σήμερα η αρμονική συνύπαρξη και η συνεννόηση των δύο φύλων είναι δώρα που πετυχαίνει ο πολιτισμός και η γνώση. Κάποιες φορές και μέσα από πάπισσες που κάποτε είπαν ‘’και θα βλέπω και θα ακούω’’.
Εκείνη την εποχή, σ΄ εκείνη την ηλικία, τι άλλο είχατε διαβάσει;
Ντοστογιέφσκι κυρίως από ξένους, και από Έλληνες Καζαντζάκη, καθώς οι γονείς μου είχαν όλα του τα έργα στο σπίτι.
Οι γονείς σας πως βρέθηκαν στην Αίγυπτο;
Οι γονείς μου ήταν παιδιά αστών μεταναστών από την Ελλάδα στην Αίγυπτο. Ο πατέρας μου πολιτικός μηχανικός, γιος πολιτικού μηχανικού. Ο παππούς μου ήταν το δεξί χέρι του βασιλιά Φουατ και έκανε πολύ σημαντικά έργα, ως πολιτικός μηχανικός, για παράδειγμα έχτιζε φάρους. Ο άλλος μου παππούς ήταν ένας Κερκυραίος ευγενής, με αριστερά μυαλά, της οικογένειας Γκαρζώνη. Η οικογένεια είχε φτάσει στην Κέρκυρα από τη Βενετία. Είναι το «ιταλικό μου αίμα»
Σε τι σχολείο πήγατε στην Αίγυπτο, σε ελληνικό;
Στην Αίγυπτο πήγα σε γαλλικό σχολείο. Στη συνέχεια ήρθαμε στην Ελλάδα και από την κοσμοπολίτικη Αίγυπτο, από το Πορτ Σάιντ, από μια ζωή πάρα πολύ άνετη, όπως μπορεί να ήταν η ζωή των ξένων διανοουμένων στην Αίγυπτο εκείνων των δεκαετιών, βρεθήκαμε στην Καρδίτσα του 1957. Ο πατέρας μου, ως πολιτικός μηχανικός, συνεργάστηκε τότε με τη γαλλική εταιρεία που είχε αναλάβει το φράγμα του Μέγδοβα. Στην Καρδίτσα μείναμε δυο χρόνια. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, ήμουν 9 χρονών παιδάκι, πήγαινα στην τετάρτη δημοτικού και δεν ήξερα να διαβάζω και να γράφω ελληνικά. Όμως λίγο αργότερα, παρόλο που στο σπίτι υπήρχε όλος ο Καζαντζάκης εγώ προτιμούσα την καθαρεύουσα, ίσως και για να κοντράρω τους δημοτικιστές γονείς μου. Η γλώσσα ήταν το πάτημα για να αντιπαρατεθώ και να κάνω την επανάστασή μου στην προεφηβική μου ηλικία. Είχα περισσότερες άγνωστες λέξεις στον Καζαντζάκη παρά στο Ροΐδη. Τώρα, πρόσφατα που έκανα τη μετάφραση της Κόλασης του Δάντη, ξαναδιάβασα Καζαντζάκη και κάθε τόσο σταματούσα για να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη.
Στο σπίτι διάβαζαν πολύ, συζητούσατε για τα διαβάσματά σας;
Ναι, στο σπίτι διάβαζαν όλοι πολύ. Κυρίως ο παππούς μου σε 7 γλώσσες, σε κάποιες απ’ τις οποίες μετέφραζε και λογοτεχνία. Επίσης η πολύγλωσση θυγατέρα του, η μητέρα μου, που και σήμερα ακόμα, σε ελάχιστες μέρες, μπορεί να καταβροχθίσει ένα μυθιστόρημα σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες συνωστίζονται σε έναν αειθαλή εγκέφαλο 94 ετών. Οι γονείς μου είχαν την διάθεση να συζητούν μαζί μου για τα διαβάσματά μου. Εγώ τους ξεγλιστρούσα γιατί παρά το ανοιχτό μυαλό τους, οι εποχές εκείνες έβαζαν και παρωπίδες. Κάτι μου μύριζε στην υπερβολική αριστερή θέρμη της οικογενειακής μου κουλτούρας. Δε μου πολύ άρεσε που ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, ο Σοστακόβιτς έδιναν πάντα αφορμές για λαμπρές συζητήσεις, ενώ ένιωθα ότι ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, ο Στραβίνσκι και κάποιοι άλλοι που εγώ λάτρευα δεν οδηγούσαν σε ενθουσιώδεις κρίσεις. Δεν συμφωνούσα ότι ο Κατράκης και η Παπαθανασίου ήταν πιο ιερά τέρατα από ότι ο Χορν και η Παξινού επειδή οι μεν ήταν αριστεροί και οι δε κατεστημένο της δεξιάς. Αυτό ήταν το περιβάλλον της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησα. Τα πράγματα ήταν στα άκρα.
Πως ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για το θέατρο;
Για να πιάσουμε το νήμα, πρέπει να πάμε πίσω στην Αίγυπτο. Όταν ήμουν μικρός το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν να βάζω τα παιδιά να παίζουν και όχι να παίζω εγώ ο ίδιος.
Ήσασταν μοναχοπαίδι;
Όχι, έχω έναν αδερφό δυο χρόνια μικρότερο, που ζει στην Ιταλία.
Σε ποιά ηλικία καταλάβατε ότι θέλετε να κάνετε θέατρο, πότε το αποφασίσατε;
Από την εφηβεία μου και μετά ήξερα τι ήθελα να κάνω. Το ήξεραν και οι γονείς μου και δεν υπήρχε καμία αντίθεση κι αντίρρηση απ’ τη μεριά τους.
Στην Αίγυπτο είχατε δει θέατρο;
Στην Αίγυπτο δεν είχα δει θέατρο. Πρωτοείδα στην Ελλάδα και όχι από τα πρώτα χρόνια, αλλά στα γυμνασιακά, ως έφηβος. Πήγαινα ακόμα και μόνος μου στο Εθνικό Θέατρο ή ταξίδευα με το καραβάκι στην Επίδαυρο. Το Λύκειο το τελείωσα στην Αθήνα, στη Λεόντειο και στα 18 μου έφυγα για τη Γαλλία όπου πήγα να σπουδάσω θεατρολογία και κλασσική φιλολογία κι αργότερα στη Ρώμη κινηματογράφο.
Πόσο σας επηρέασε το τοπίο της Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 60;
Το τοπίο στην Ευρώπη φυσικά και με επηρέασε ως φοιτητή. Φανταστείτε πως το Μάιο του 1968 ζούσα με τους γονείς μου στο Παρίσι, διότι οι γονείς μου ως αριστεροί, όταν έγινε χούντα στην Ελλάδα έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία.
Πώς αποφασίσατε μετά το θέατρο να κάνετε κινηματογράφο;
Το θέατρο ήταν οι πρώτες μου σπουδές, θεατρολογία και κλασική φιλολογία. Η πρώτη μου αγάπη. Ως επαγγελματίας, το έκανα λίγο ανάποδα στη συνέχεια, ξεκίνησα από τον κινηματογράφο. Νομίζω αυτό συνέβη επειδή ήρθαν οι γονείς μου στο Παρίσι να εγκατασταθούν και εγώ δεν είχα ολοκληρώσει τη δική μου αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την οικογένεια. Δηλαδή σκεφτόμουν «τώρα πρέπει να μένω στο σπίτι μέσα, μαζί τους;» Μου άρεσε η ιταλική κουλτούρα και ο ιταλικός κινηματογράφος και έκανα μια αίτηση για την Κρατική Σχολή Κινηματογράφου στη Ρώμη για σκηνοθεσία. Ήταν μια σχολή πολύ δύσκολη για να μπεις. Ο Ροσελίνι που ήταν πρόεδρος και καθηγητής της Σχολής και υπεύθυνος της επιτροπής που μας ενέκρινε, με πήρε, παρόλο που ήμουν μικρός, στο όριο της ηλικίας, κι έτσι πήγα φοιτητής στη Ρώμη.
Το Μάη του 68 ήσασταν στο Παρίσι; Κάνατε παρέα οι Έλληνες εκεί;
Βεβαίως. Έκανα πολύ παρέα με το Νίκο Κούνδουρο. Η μητέρα μου ήταν ιδιαιτέρα του Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι και από εκεί γνώρισε τη Μαρία τη Φαραντούρη με την οποία κάναμε πολύ παρέα. Από εκεί γνώρισα και την Ελένη Καραΐνδρου. Και μπορώ να υπερηφανευθώ ότι πρώτος την έσπρωξα να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο. Κάναμε οικογενειακώς πολύ παρέα με τον Τσαρούχη, με τον Κακογιάννη. Τους Έλληνες του Παρισιού τους ήξερα αλλά και της Ρώμης, τον Βασιλικό και την Ειρήνη Παππά. Η πιο σημαντική γνωριμία που έκανα στο Παρίσι ήταν με τον Μάνο Χατζιδάκι, αρχές Ιουλίου του 74.
Στην Ελλάδα πότε επιστρέψατε;
Είχαμε ραντεβού με τον Χατζιδάκι το απόγευμα της 24ης Ιουλίου. Το μεσημέρι είχε πάει για φαγητό με το ‘’Πρόεδρο’’ , όπως έλεγε τον Καραμανλή. Ήρθε χαμογελώντας σαν άγγελος, λέγοντάς μου ‘’Έφυγε ο Πρόεδρος, πήγε στην Ελλάδα, είμαστε πια μια ελεύθερη χώρα, μπορούμε να τραγουδάμε ό,τι θέλουμε’’. Η γνωριμία μου με τον Μάνο με πλούτισε με γνώσεις, μου άνοιξε το μυαλό, μου διεύρυνε το πεδίο στο οποίο θα μπορούσαν να εκδηλωθούν οι όποιες ευαισθησίες μου. Τα επτά αυτά χρόνια στην Ευρώπη λόγω Χούντας, όπως και τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Αίγυπτο λειτούργησαν ως «εκκολαπτήριο πόθου» για την Ελλάδα. Η Ελλάδα γινόταν όλο και πιο μυθική, όλο και πιο απαραίτητη. Με τρόμαζε η προοπτική ότι αυτή η κατάσταση στη Ελλάδα θα συνεχιστεί και μπορεί να μη ζήσω ποτέ στη χώρα που ήθελα να ζήσω. Και όταν μου είπε ο Χατζιδάκις «ο πρόεδρος έφυγε», την επόμενη μέρα πήρα το αεροπλάνο και στα 26 μου γύρισα Ελλάδα και είμαι ακόμα εδώ αν και οι γονείς μου προσπάθησαν να με μεταπείσουν να γυρίσω πίσω. Οι γονείς μου άλλωστε, επέστρεψαν πολύ αργότερα, είχαν γίνει πια Γάλλοι υπήκοοι και έμειναν στη Γαλλία μέχρι που ο πατέρας μου πήρε τη σύνταξή του. Εγώ ούτε στιγμή δε το σκέφτηκα και σήμερα μετά από 40 χρόνια ούτε στιγμή δε τόχω μετανοιώσει. Ξέρω ότι οι παραστάσεις που έκανα εδώ πέρα, αν είχαν γίνει στη Γαλλία, θα μου ανοίξει μεγαλύτερους ορίζοντες, θα ήμουν πιο εύπορος, αλλά το θέατρο έχει αυτή την εγγενή ιδιαιτερότητα. Είναι μια τέχνη φτιαγμένη για τον τόπο της, δεν ταξιδεύει το θέατρο.
Θα θέλατε να μου το εξηγήσετε αυτό;
Το θέατρο είναι μια δαπανηρή τέχνη, κι ως εκ τούτου συνηγορούσης και της μειονοτικής μας γλώσσας, είναι τέχνη δυστυχώς εγχώρια. Δεν ταξιδεύει ούτε στο χώρο, ούτε στο χρόνο εκτός χώρου. Πόσοι γνωρίζουν έξω από την Ελλάδα το έργο του Κουν και του Βογιατζή; Ελάχιστοι. Ζεις μέσα στον μικρόκοσμό της, ο οποίος είναι άκρως γοητευτικός, ειδικά σε μια πόλη σαν την Αθήνα, η οποία δεν είναι τυχαίο, είναι η θεατρική πρωτεύουσα της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου, με την έννοια όχι μόνο του πλήθους παραστάσεων και των παραγωγών, αλλά και της ποιότητάς τους. Αλλά και με την άλλη, τη συγκινητική έννοια, του πλήθους των θεατών τους. Τόσο θέατρο, έχοντας ζήσει στη Γαλλία και την Ιταλία, οι Παριζιάνοι, οι Μιλανέζοι και οι Ρωμαίοι δεν βλέπουν, μέσα σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όσο οι Έλληνες. Καμιά Επίδαυρος δεν γεμίζει. Αυτό το φαινόμενο της συνεχούς προσέλευσης των θεατών στο θέατρο είναι συγκινητικά μοναδικό παγκοσμίως. Το να κάνεις θέατρο στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα είναι μια ευλογία. Και λέω στην Ελλάδα γιατί ήταν η μόνη χώρα και συνεχίζει που έχει θέατρα σε τόσο μικρές πόλεις με πληθυσμό κάποιες δεκάδες χιλιάδες και έχουν το ΔΗΠΕΘΕ τους ή έχουν οργανώσει το ερασιτεχνικό τους θέατρό, κάτι που δεν το συναντάς έξω. Δεν ξέρω αν πόλεις των εκατομμυρίων κατοίκων, όπως η Σεβίλλη ή το Μπάρι έχουν το θέατρο που μπορεί να έχει ακόμα και η Κομοτηνή και το Αγρίνιο.
''Polemonta''
Όταν γυρίσατε στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης στα 26 σας, πως ξεκινάτε επαγγελματικά;
Στην Ελλάδα έρχομαι επαγγελματικά, μόλις απόφοιτος από την Κρατική Σχολή Κινηματογράφου της Ρώμης ως κινηματογραφιστής παρά ως θεατρικός σκηνοθέτης. Η πρώτη μου ταινία ξεκινάει λίγους μήνες αργότερα και είναι ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, το ‘’Polemonta’’, το οποίο γυρίζεται στην Ιταλία και το οποίο τυγχάνει μιας υποδοχής που δεν την περίμενα, με βραβεία στη Θεσσαλονίκη του κοινού, των κριτικών, και μία παρήγορη και θερμή για την ηλικία εκείνη , ενισχυτική για την αυτοπεποίθησή μου, υποδοχή και τα πρώτα χρόνια ασχολούμαι κυρίως με κινηματογράφο. Ο πρώτος που μου δίνει την ευκαιρία για το θέατρο είναι ο Μάνος Χατζιδάκις το 1980, όταν μου ζητά να κάνω στο πλαίσιο του μουσικού Αυγούστου στο Ηράκλειο, μια παράσταση με ποίηση, στο Κούλε του Ηρακλείου, στην οποία εντάσσω κινηματογράφο.
Αυτό το κάνατε και νωρίτερα αν δεν κάνω λάθος...
Έχω ήδη εντάξει κινηματογράφο σε μια όπερα που είχε γίνει το 1977 στη Λυρική, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι. Μου είχε ζητήσει ο Βολανάκης, ο οποίος τότε έγινε δάσκαλός μου, να κάνω κινηματογραφικές προβολές σε τρεις οθόνες στη διάρκεια της όπερας, παράλληλα με τη δράση τη θεατρική. Είχα οργιάσει. Νομίζω πως αυτή ήταν η πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο που ο κινηματογράφος μπαίνει στη θεατρική σκηνή. Η δεύτερη φορά ήταν στο Κούλε του Ηρακλείου το 1980 και η τρίτη φορά ήταν όταν κάνω μόνος μου πια σκηνοθεσία στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Βέρθερο του Μασνέ, το 1983. Θεατρική παράσταση με κινηματογράφο, η πρώτη που κάνω είναι η Σαλώμη του Όσκαρ Γουάιλντ, στο Αμόρε το 1992. Από τότε η συνύπαρξη σκηνής και οθόνης είναι κάτι που σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει τις παραστάσεις που σκηνοθετώ. Δεν θα έλεγα πάντως σήμερα ότι στράφηκα προς τον κινηματογράφο ή το θέατρο. Και τα δύο με γοήτευαν ως είτε εναλλακτική καλλιέργεια είτε ως δυνατότητα συνύπαρξή τους μέσα σε ένα ενιαίο context.
Διαβάζω σε συνεντεύξεις σας ότι με τα έργα σας έχετε παλιούς λογαριασμούς, σας απασχολούν χρόνια. Είναι ο τρόπος που σας ενδιαφέρει να εργάζεστε;
Θα απαντούσα θετικά. Ναι. Υπάρχουν μάλιστα κάποια έργα, τα οποία θα ήθελα να σκηνοθετώ πάντα. Το ίδιο έργο. Τα Έξι Πρόσωπα του Πιραντέλο. Αν μου πείτε ότι θα το σκηνοθετώ για όσο ζήσω ακόμα, θα σας πω «ευχαριστώ για το δώρο που μου κάνετε». Είναι τέτοια αυτά τα πλάσματα, όπου μέσα στις δεκαετίες, μέσα στους αιώνες θα πηγαίνουν από θίασο σε θίασο ζητώντας να ζωντανέψουν, είναι κάτι αέναο, ατελείωτο και πάντα θα θέλεις να τους δώσεις υπόσταση. Υπάρχουν εμμονές. Και ο «Γυάλινος κόσμος» είναι κάτι που θα ήθελα να ξαναδοκιμάσω. Βέβαια, τώρα πέφτω κοντά με το άλλο μεγάλο έργο του Γουίλιαμς που αγαπώ το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», με το οποίο ξεκινάμε πρόβες τον Σεπτέμβριο στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.
Υπάρχουν κάποιες έννοιες που μου έρχονται στο νου βλέποντας τα έργα σας: μαγεία, θέατρο εν θεάτρω και μητέρα.
Για την μαγεία θα απαντήσω με μια φράση από τον πρόλογο του Τομ στο Γυάλινο Κόσμο: ‘’Ναι, μέσα στα μανίκια και στις τσέπες μου έχω κρυμμένα πράματα και θάματα, όμως δεν είμαι θαυματοποιός. Το αντίθετο. Εκείνος θα σας χάριζε ψευδαισθήσεις που μοιάζουν με αλήθεια, εγώ προσφέρω την αλήθεια γλυκά μεταμφιεσμένη σε ψευδαίσθηση.’’ Η μεθοριακή ζώνη εκατέρωθεν της γραμμής των συνόρων ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, είναι κάτι που πάντα με ενδιέφερε κι εκεί νομίζω ότι εναλλάσσονται οι ρόλοι του ταχυδακτυλουργού με τον σκηνοθέτη που εντέλει είναι μάλλον η μαγεία για την οποία μου μιλήσατε.
Το θέατρο εν θεάτρω: η αυτοαναφορικότητα. Συχνά μίλησαν για μένα φίλοι ή κριτές, προφορικά ή και γραπτώς για επιρροές κάποιων ρευμάτων που με κάνουν να θέλω να είμαι αυτοαναφορικός, επηρεαζόμενος από το κόνσεπτ που χαρακτηρίζει τα ρεύματα αυτά. Θα απαντήσω ίσως και αποστομωτικά όχι, διότι ευτυχώς, προσφάτως, ανακάλυψα μια έκθεσή μου, που έγραψα λίγους μήνες μετά που έμαθα το ελληνικό αλφάβητο στην Τετάρτη δημοτικού, στην Καρδίτσα με θέμα «Συζήτηση με ένα χελιδόνι». Τελειώνει η έκθεση με την εξής φράση: «Ευχαριστώ το χελιδόνι που βρέθηκε μπροστά μου, γιατί ο δάσκαλος μας έβαλε θέμα «συζήτηση με ένα χελιδόνι». Όταν κάτι έχει καταγραφεί εντός σου από τόσο νωρίς, ως , πέστε το απλοϊκά εμμονή, δεν νομίζω πως έρχεται κάποιο ρεύμα αργότερα για να σε κάνει να στραφείς προς την άνωθεν ιδωμένη σχολή τέχνης.
Οι μητέρες: είναι κάτι που τυχαίνει να έρθει μέσα στη θεματολογία. Όταν τυχαίνει να υπάρχει μητέρα σε έργα, πώς αλλιώς να μη σε επηρεάσει όταν μητέρα και μήτρα –εννοώ το καλούπι- είναι λέξεις ομόριζες και παρά ένα γράμμα ομόηχες, όταν αναγκάζεσαι να ψάξεις ποιό είναι το καλούπι που έχει φτιάξει εσένα τον ίδιο; Και στο «Γυάλινο κόσμο» και στην «Πάπισσα Ιωάννα» και στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» η παρουσία της μητέρας είναι κυρίαρχη και καταλυτική.
Με αφορμή το έργο του Ροΐδη, θα ήθελα να μου μιλήσετε για τρεις λέξεις κλειδιά: εκκλησία, θρησκεία, θρησκευτικός φονταμενταλισμός.
Μιλώντας συνήθως για θρησκευτικό φονταμενταλισμό εννοούμε τον εξ ανατολής προερχόμενο. Δεν έχουμε καν πάρει στα σοβαρά μια πληροφορία πολύ πρόσφατη: Τον Απρίλιο του 2014, ανακηρύχθηκε άγιος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ο πάπας Ιωάννης - Παύλος ο Β’ ο οποίος επί σειρά δεκαετιών όριζε το προφυλακτικό ως αντικείμενο του διαβόλου, την εποχή που θέριζε το AIDS. Τα δεκάδες εκατομμύρια θύματα αυτής της πλάνης σε ποιόν θα χρεωθούν; Στον άγιο; Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός με ένα προσωπείο «πολιτισμού» είναι εξίσου τρομακτικός με τον επερχόμενο μεσαίωνα εκ Δυσμών, όχι μόνο εξ Ανατολών. Ο συνεργάτης των Ναζί πάπας Πίος Β’ ωχριά μπροστά στην περίπτωση του Ιωάννη - Παύλου. Το αντικληρικό μήνυμα της πάπισσας Ιωάννας σαφώς και είναι ένα μήνυμα πάντα επίκαιρο και τώρα ακόμα περισσότερο.
Η τέχνη παίζει ρόλο στην διαμόρφωση μιας ελεύθερης συνείδησης;
Απαντώ ναι σίγουρα, αλλά μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Εξαρτάται από τη σχέση του αναγνώστη ή του δάσκαλου με το καλλιτέχνημα ή το λογοτέχνημα. Θυμάμαι πόσο αρνητικά με είχε επηρεάσει μια άποψη απολύτως σεβαστή, του δασκάλου μου, του Μίνου Βολανάκη, για το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς. Εξαρτάται πώς θα σε διδάξουνε. Πώς θα σου φωτίσουν κάτι. Δεν μπορώ να πω ότι είναι ό,τι κράτησα από τον δάσκαλό μου, είναι ό,τι με βρήκε να αντιτίθεμαι ως μαθητής με το δάσκαλό μου. Δεν συμφώνησα τότε ότι οι ηρωίδες του Ουίλιαμς είναι οι «κυρίες με τας καμελίας» του 20ού αιώνα. Ο Ροΐδης αν διαβαστεί και διδαχθεί με μια στείρα κι αριστερή ματιά απλώς αντικληρικαλιστική, ή αν αποστειρωθεί σε μια μονοδιάστατη ερμηνεία που επιδιώκει μόνο την ανάδειξη του σκωπτικού και κυνικού, όπως και ο Ρίτσος που διδάχθηκε και διαβάστηκε λάθος, συμβάλλουν άθελά τους στη διαμόρφωση κάθε άλλο παρά ελεύθερων συνειδήσεων.
Σας απασχολεί αν τα έργα σας θα γίνουν αποδεκτά από το κοινό;
Θα έλεγα όχι, αλλά στις αρχές αναρωτιόμουν αν κάτι μπορεί να ενδιαφέρει και κάποιον άλλο εκτός από εμένα. Ομολογώ ότι η αποδοχή των όσων έχω κάνει ήταν τέτοια που μου έδιωξε την νεανική μου αμφιβολία και χαίρομαι που ό,τι με προβληματίζει, ενδιαφέρει και το κοινό έρχεται και γεμίζει τις παραστάσεις.
Έχετε σκεφθεί ποτέ αντίστροφα, με γνώμονα το κοινό;
Ο κανόνας των Γάλλων κλασικιστών, το να αρέσεις, δε με αφήνει εντελώς αδιάφορο. Κάπου έχουν δίκιο. Δε μπορεί να είσαι τόσο νάρκισσος ώστε να αρκείσαι να αρέσεις μόνο στον εαυτό σου ή στους λίγους που μοιάζουν με τον εαυτό σου. Η τέχνη χρειάζεται δέκτες, ανταπόκριση. Η τέχνη του θεάτρου δεν είναι μια τέχνη που έχει ένα διάλογο ανάμεσα σε δύο, όπως ενός αναγνώστη και ενός συγγραφέα, είναι συλλογική.
Με τον κόσμο στο θέατρο συναναστρέφεστε; Έχετε παρέες;
Οι στενές μου παρέες είναι συνήθως ομότεχνοι, είτε ηθοποιοί είτε συντελεστές, αλλά όχι αποκλειστικά. Δεν έχω μεγάλες παρέες, είμαι αρκετά σπιτόγατος, μου αρέσει που μένω στο κέντρο. Είμαι αρκετά του σπιτιού κι επειδή είμαι πολύ μονόχνοτος στη δουλειά μου, νιώθω ότι περνάνε τα χρόνια και ίσως δεν έχω ανοιχτεί όσο θα ήθελα στο να διασκεδάζω με τους φίλους μου.
Στον κινηματογράφο πηγαίνετε;
Σινεμά δεν πάω σχεδόν καθόλου. Η αγάπη μου για το σινεμά είναι λίγο γεροντοφιλική. Έχω μείνει ηθελημένα στη δεκαετία του ‘70 και όχι από έλλειψη διάθεσης να ενημερωθώ. Στον παλιό καλό ιταλικό κινηματογράφο. Ο ιταλικός κινηματογράφος ήταν ένας μεγάλος μου έρωτας, ο οποίος πέθανε. Δεν θα πηγαίνω τώρα στα λείψανά του να ψάχνω με το ζόρι μια καλή ταινία του Τορνατόρε. Αν υπάρξει μια πολύ καλή ταινία θα τη μυριστώ και θα τη δω, αλλά αυτό είναι κάτι σπάνιο.
Διαβάζετε;
Όχι, δεν είμαι καλός αναγνώστης. Είμαι ψείρας αναγνώστης που για να διαβάσει ένα μυθιστόρημα θέλει μήνες. Εξάλλου η ανάγνωση των έργων που κάνω κρατάει μήνες, είναι τα έργα που δουλεύω και μεταφράζω, επειδή έχω την ευχή και την κατάρα του δάσκαλού μου του Βολανάκη, ο οποίος μου είχε πει να μην κάνω ποτέ σκηνοθεσία σε μετάφραση άλλου.
Πιστεύετε ότι η μετάφραση είναι πάντα και ερμηνεία;
Οπωσδήποτε είναι και ερμηνεία. Γίνεται θες δε θες ερμηνεία στο πνεύμα και την κατεύθυνση του πρωτοτύπου. Κάποιες λίγες φορές ευτυχισμένες, πολύ λίγες, το πρωτότυπο σου λέει κάτι και η μετάφραση βγάζει κάτι πιο ωραίο. Επειδή η γλώσσα του πρωτοτύπου μπορεί να μη το διαθέτει, όχι γιατί ο συγγραφέας δεν το σκέφτηκε. Είναι κάποιες φορές που η μετάφραση μπορεί να υπερβεί το πρωτότυπο στο πνεύμα ακριβώς που θέλει ο συγγραφέας. Γίνεται δημιουργία. Ή όταν έχεις να αντιμετωπίσεις πολυσήμαντες φράσεις με αμφισημίες, με διφορούμενα νοήματα. Και το κυριότερο απ’ όλα, όντας ο κατοπινός σκηνοθέτης του έργου, φτάνεις στην ανάγνωση του έργου, ενώπιον ενός θιάσου στον οποίο πρέπει να μιλήσεις για το έργο, έχοντας θητεύσει δίπλα στο συγγραφέα. Έχοντας απόλυτη σιγουριά για κάθε λέξη. Έχεις περάσει μόνος σου κάτι που δε θα συνέβαινε ούτε με διακόσιες αναγνώσεις μιας μετάφρασης.
Σας ακούω να μιλάτε και σκέφτομαι ότι είστε γεννημένος δάσκαλος
Τι να σας πω…δεν ξέρω.. αυτό που λέτε ίσως ταιριάζει με αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός «βρε μήπως πρέπει να γίνεις δικηγόρος εσύ;». Νοιώθω ότι ο σκηνοθέτης είναι και δικηγόρος του κάθε ρόλου. Αλίμονο βέβαια, αν είναι κάποιου ρόλου σε βάρος κάποιου άλλου. Οφείλω να βρω τα δίκια του κάθε ρόλου και γίνεσαι ο δικηγόρος του διαβόλου ακόμα και για το διάβολο της σκηνής.
Είστε ευχαριστημένος; Έχετε κάνει τις δουλειές που θέλατε;
Ναι, για το θέατρο τουλάχιστον. Οι αγάπες μου δεν είναι πολλές. Νομίζω ότι στην ωριμότητα ενός ανθρώπου, που ασχολείται με αυτό που ασχολούμαι, οι αγάπες είναι ανάλογες του αριθμού των ερώτων που έχεις με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Δε μπορεί να έχεις διακόσιους μεγάλους έρωτες, ούτε διακόσια έργα. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός, άντε των δυο χεριών. Όταν ξεκίνησα έλεγα βαθιά μέσα μου να αξιωθώ να σκηνοθετήσω δυο κυρίως έργα και ένα τρίτο αργότερα. Ήταν τα «Έξι πρόσωπα του Πιραντέλο», «Ο γυάλινος κόσμος» του Γουίλιαμς και ο «Ερρίκος ο Δ’» του Πιραντέλο. Μπορώ να πω είμαι ευτυχής που τα έκανα. Υπάρχουν ελάχιστα έργα που θα ήθελα να τα κάνω και δεν τα έχω κάνει ακόμα. Ένα από αυτά το ετοιμάζω αυτό τον καιρό. Αυτά που ήθελα ήταν λίγα. Και τα έκανα. Επειδή ήταν λίγα. Και επειδή ήμουν τυχερός και επειδή ήμουν πείσμων και επειδή συνάντησα και ανθρώπους στη ζωή αυτή σαν τον Χατζιδάκι και σαν τον Βολανάκη που με έσπρωξαν να το κάνω. Και τον Κούνδουρο που με έσπρωξε να κάνω την πρώτη μου ταινία. Υπάρχουν άνθρωποι στους οποίους χρωστάω πολλά και αποτελούν τον ένα από τους λόγους για τους οποίους είμαι πλήρης με αυτά που έχω κάνει.
σχόλια