Κυριακή πρωί, προχωρώντας με τη σκύλα μου τη Γιούκι σε ένα στενό λίγο πιο πάνω από την Κρέσνας κοντά στην Ευελπίδων, ακούω ξαφνικά λάλημα κοκόρου. Whaaat?
Κάνω πως δεν το ακούω και συνεχίζω να προχωράω. Το λάλημα δεν έλεγε να σταματήσει και μου κέντρισε τόσο πολύ το ενδιαφέρον, που πλησίασα να τσεκάρω. Όχι ένα αλλά δύο κοκόρια βρίσκονταν στο ισόγειο, κοντά στην Κρέσνας, και ενώ τα άκουγα, αμυδρά μπορούσα να τα δω από το χαμηλό μπαλκονάκι. Τελείως απρόσμενα, βγαίνουν χαρούμενες έξω η μαμά τους και η κόρη της. Σαστίζω λίγο και ντρέπομαι που μ' έπιασαν στα πράσα. Σίγουρα για μια στιγμή φάνηκα σαν ο χειρότερος stalker.
Εκείνες, πολύ χαρούμενες και ανοιχτές (είμαι σίγουρη πως δεν ήμουν η πρώτη που έβλεπαν να παρακολουθεί το σπίτι τους από το μπαλκόνι, ψάχνοντας για τα κοκόρια), μου τους παρουσίασαν με περηφάνια και τους σύστησαν. «Από δω ο Τοτούτσος κι εδώ ο Τοτός». «Ωραία ονόματα» λέω εγώ λίγο μαγκωμένη και δεν παραλείπω να συστήσω τη Γιούκι για να σπάσω τον πάγο. «Τους βγάλαμε τα ονόματα από την Cosa Nostra, τη μαφία. Από τον Κορλεόνε, μαφιόζους που είναι ακόμα στην φυλακή».
Η αλήθεια είναι πως ξαφνιάστηκα με τα «ψαγμένα» ονόματα και πριν προλάβω να συνέλθω, η μαμά συνεχίζει με την αιτιολογία «τα βγάλαμε έτσι γιατί ήταν μαφιοζόμουτρα. Είναι πανέμορφα, ε; Είναι ιδιαίτερα κομμάτια. Καμία δεν έχει ίδια. Όλοι μας λένε μπράβο. Είναι κάτι ιδιαίτερο, δεν έχουν ξαναδεί σαν κι αυτά».
Χωρίς καν να τη ρωτήσω, συνεχίζει. Βλέπω στα μάτια της ενθουσιασμό. «Τα έχω πάρει από την Ιταλία, 60 ευρώ το ένα». Η αλήθεια είναι πως δεν είχα δει ξανά άνθρωπο να μου παρουσιάζει με τόση περηφάνια τα κατοικίδιά του κι ένιωσα την ανάγκη να ενθουσιαστώ κι εγώ. «Μια κυρία ζήλεψε. Ήθελε να πάρει τα ίδια» μου είπε με στόμφο. «Είχα πάει στην Ιταλία, στην Μπολόνια, όπου σπούδαζε η κόρη μου. Εκεί τα είδα και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Είναι ράτσα για κατοικίδια, le 'gole λέγονται». Παρατηρώ το ύφος της να αγριεύει και συνεχίζει: «Δεν τα τρώνε αυτά. Άμα τα δούνε, όμως, τα δικά μου, τα φάγανε!». «Στα φανάρια γίνεται χαμός» μου εξηγεί. «Όλοι μας σταματάνε στον δρόμο και μας χαιρετάνε όταν βγαίνουμε βόλτα με το αμάξι. Τους βάζουμε μουσική και άμα σταματήσει να παίζει, α πα πα, μας τρελαίνουν στο λάλημα». Σε λίγο, βέβαια, έρχεται η αντίθεση. Το σπίτι είναι ισόγειο και το μπαλκόνι πολύ χαμηλό. «Μία πέρναγε με το σκυλί της και πήγε να το βάλει μέσα στο σπίτι να τα φάει τα δικά μου. Επίτηδες! Μάζεψε το σκυλάκι σου, κυρία μου. Να, και εδώ στο πάρκο πήγανε να μου τα φάνε. Επίτηδες! Εγώ είμαι η Αθηνά και από δω η κόρη μου, η Κατερίνα. Με τα κοκόρια ξεχάσαμε τους εαυτούς μας. Τα έχουμε τέσσερα χρόνια τώρα». Το ένα κοκόρι λαλεί εκκωφαντικά και αναρωτιέμαι για τον θόρυβο. «Όχι, κανείς δεν μας λέει τίποτα, είναι καλοί άνθρωποι. Είμαστε νόμιμοι τώρα. Κοιμόμαστε στις 10 το βράδυ και ξυπνάμε στις 9 το πρωί».
Ολόκληρο το στόρι του Τοτού και του Τοτούτσου στο site του ΓΚΡΕΚΑ.
σχόλια