Τι εικόνα παρουσιάζει το πεδίο της αλληλεγγύης στην Ελλάδα σήμερα αλλά και διεθνώς, πόσο έχει προσφέρει και ποιες κρίσιμες νέες προκλήσεις αντιμετωπίζει, ιδίως αναφορικά με το ευρισκόμενο σε έξαρση μεταναστευτικό/προσφυγικό; Τι παροτρύνει κάποιον-α να γίνει εθελοντής/αλληλέγγυος-α, πώς συνδιαλέγεται με τους ωφελούμενους και ειδικά τους μετανάστες/πρόσφυγες που αποτελούν σήμερα τους κατ' εξοχήν –αλλά όχι τους μόνους– αποδέκτες αυτής της στήριξης; Υπάρχει «σωστός» και «λάθος» εθελοντισμός, συμβιβάζεται το πολιτικό πρόταγμα με την κλασική φιλανθρωπία; Υπάρχει άραγε «πατρονάρισμα» σε κάποιες περιπτώσεις και πόσο πραγματικό αντίκρισμα έχει αυτό; Είναι αλληλέγγυοι και ωφελούμενοι δύο κόσμοι χωριστά ή υπόκεινται σε διαρκή αλληλεπίδραση; Πώς αντιλαμβάνονται το ρόλο τους οι ίδιοι οι αλληλέγγυοι εθελοντές, πόσο μπορεί να διαφέρει η θεωρία από την πράξη;
Σε αυτά και άλλα επίκαιρα όσο και δύσκολα ερωτήματα εστιάζει το πόνημα της συνομιλήτριάς μου, χρησιμοποιώντας σαν «όχημα» τη σύγκριση μιας «θεσμικής» εθελοντικής οργάνωσης όπως ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και μιας κινηματικής προέλευσης όπως η Εθελοντική Εργασία Αθήνας που παρά τις μεγάλες διαφορές στη φιλοσοφία και τον τρόπο λειτουργίας τους βρέθηκαν να συγκλίνουν, εν μέρει, στα προφανή.
Κάποιοι αλληλέγγυοι προσπαθούν ίσως πράγματι να «περιχαρακώσουν» ερμηνευτικά τη μεταναστευτική και προσφυγική πραγματικότητα με τρόπο ταιριαστό σε κάποια ιδεολογικά πιστεύω. Με τα χρόνια όμως παρατηρεί κανείς ότι και αλληλεπίδραση υπάρχει καθώς και αλλαγές στις συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση τόσο των αλληλέγγυων εθελοντών και ακτιβιστών, όσο και των ίδιων των μεταναστών και προσφύγων.
Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ από το '14 με πολλή προσωπική τριβή στο αντικείμενό της, διδάσκει σήμερα εκεί Ανθρωπολογία της Μεσογείου και Ανθρωπολογικές Προσεγγίσεις της Ανθρωπιστικής Βοήθειας.
Στα επιστημονικά αλλά και πολιτικοκοινωνικά της ενδιαφέροντα είναι η Πολιτική Ανθρωπολογία, οι ΜΚΟ, η ανθρωπιστική βοήθεια, το κράτος, η γραφειοκρατία και η μετανάστευση. Έχει συνεπιμεληθεί με την Ελένη Γκαρά τον συλλογικό τόμο Ελληνικά Παράδοξα: Κοινωνία Πολιτών και Βία (εκδ. Αλεξάνδρεια 2013), ενώ υπό έκδοση στα αγγλικά, καταρχήν, είναι ένα ακόμα σχετικό βιβλίο της (Sovereignity Excess ή Πλεόνασμα Κυριαρχίας).
— Πώς συνέλαβες την ιδέα για το βιβλίο αυτό;
Βασίστηκε στην πανεπιστημιακή μου διατριβή την οποία ξεκίνησα μετά από ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία λίγο μετά το 2000, περίοδο οπότε αναδυόταν όλο αυτό το νέο τοπίο του εθελοντισμού και των ΜΚΟ στην Ελλάδα. Στην πορεία βέβαια άλλαξαν πολλά, επικεντρώθηκα στους μετανάστες και τους πρόσφυγες στους οποίους πλέον κατ' εξοχήν εστίαζε ο αλληλέγγυος εθελοντισμός, μια σχέση που εξακολουθεί να με απασχολεί ιδιαίτερα.
— Πρόκειται βέβαια για ένα πεδίο πολύ ελπιδοφόρο, συχνά σωτήριο αλλά και αμφιλεγόμενο.
Σήμερα έχουμε πράγματι φτάσει σε ένα σημείο που υπάρχει καχυποψία και απαξίωση πολλές φορές του ρόλου των ΜΚΟ. Το ενδιαφέρον τότε –λίγο πριν από την Ολυμπιάδα της Αθήνας– ήταν πώς ενώ στην Ελλάδα η κουλτούρα του εθελοντισμού θεωρούνταν αμελητέα –γι΄αυτό και όλη εκείνη η προβεβλημένη καμπάνια–, υπήρξε εντέλει «υπερπροσφορά» εθελοντών.
Εμένα ωστόσο με απασχολούσε το γιατί θεωρούνταν πρόβλημα αυτό. Πώς δηλαδή οι λόγοι της υπανάπτυξης του εθελοντισμού ή της σχετιζόμενης με αυτόν «κοινωνίας των πολιτών» αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένα οράματα για την ελληνική κοινωνία, πώς συνδέονται με το όραμα του εκσυγχρονισμού την εποχή εκείνη (και την αντίδραση σε αυτό μέσω της κίνησης του «Δεθελοντισμού») αλλά και τι σημαίνει η εμπειρία αυτή για τους ίδιους τους εθελοντές, πολλοί από τους οποίους τότε όπως και τώρα απαρνούνται τον όρο αυτό.
— Βρήκα ενδιαφέρουσα τη σύγκριση ανάμεσα σε μια παραδοσιακή, «θεσμική» εθελοντική οργάνωση όπως ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ) και μια κινηματικής προέλευσης όπως η Εθελοντική Εργασία Αθήνας (ΕΕΑ).
Ο ΕΕΣ είναι μια μεγάλη, ιστορική φιλανθρωπική οργάνωση που ιδρύθηκε με βασιλική πρωτοβουλία το 1877, «παράρτημα» του παγκόσμιου εθελοντικού κινήματος που εμπνεύστηκε ο Ελβετός επιχειρηματίας Ερρίκος Ντινάν. Την εποχή της έρευνάς μου αριθμούσε κάπου 600 εργαζόμενους και 900 εθελοντές μόνο στο σώμα Κοινωνικής Πρόνοιας.
Η ΕΑΑ πάλι ήταν κομμάτι ενός ευρύτερου δικτύου οργανώσεων αριστερής προέλευσης με την ευρεία έννοια, κάτι σαν πρώιμοι αλληλέγγυοι σε μια εποχή που ο όρος αυτός δεν ήταν σε ευρεία χρήση. Ιδρυτές και «στελέχη» διέπονταν από μια αρκετά διαφορετική φιλοσοφία συγκριτικά με τον ΕΕΣ: οριζόντια οργάνωση αντί ιεραρχικής, συλλογικές διαδικασίες αντί «κατευθυντήριες γραμμές», όσμωση με τους «ωφελούμενους» και παρακίνησή τους να συμμετέχουν σε αυτό που γίνεται αντί να στέκουν παθητικοί αποδέκτες, πολιτικό πρόταγμα έναντι μιας αυστηρής ουδετερότητας κ.λπ.
Το τι θα φάνε, πού θα κοιμηθούν, πώς θα αποκτήσουν περίθαλψη οι μετανάστες θεωρούνταν πρόβλημα πολιτικό, όχι φιλανθρωπίας ή συμπόνιας. Βέβαια, συγκριτικά με τον ΕΕΣ, το πλαίσιο της ΕΑΑ έμοιαζε χαοτικό. Δεν ήξερες ποιοι είναι οι εθελοντές εφόσον και τα μέλη δεν ήταν σταθερά, τι πρόγραμμα έχουν, πώς λειτουργούν κ.λπ., η μελέτη της εντούτοις παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς κιόλας σχετίζεται με πολλές ομοειδείς οργανώσεις σήμερα στην Ελλάδα.
— Οι αλληλέγγυες οργανώσεις και ΜΚΟ πλήθυναν πράγματι εντυπωσιακά με αφορμή την προσφυγική κρίση, ο χώρος όμως αυτός δέχεται τελευταία αρκετές επικρίσεις για τις δραστηριότητες και τον τρόπο λειτουργίας κάποιων τουλάχιστον εξ αυτών.
Εγώ βλέπω μάλλον μια προσπάθεια ελέγχου, συκοφάντησης και ποινικοποίησης του πεδίου του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης από φορείς κρατικούς είτε υπερκρατικούς. Αφενός δηλαδή τους χρειάζονται για να καλύψουν κάποια κενά, αφετέρου δεν θέλουν οι αλληλέγγυοι να δρουν «ανεξέλεγκτα». Ενώ λοιπόν αρχικά υπήρξε μια συχνά απρόθυμη είτε αμήχανη συνεργασία, αυτό τώρα πια επιχειρείται να μπει σε κάποια συγκεκριμένα «καλούπια» και ρυθμίσεις, η σχέση εξελίσσεται σε συγκρουσιακή.
Πολλές τέτοιες οργανώσεις, όπως βλέπουμε και στα νησιά που φιλοξενούν πρόσφυγες, αρνούνται π.χ. να καταγραφούν. Οπωσδήποτε υπάρχει κι ένας βαθμός διαφθοράς, διακινούνται πια πολλά χρήματα σε αυτό το πεδίο (ευρωπαϊκά κονδύλια, δωρεές κ.λπ.), η δε διαχείρισή τους δεν είναι πάντα διαφανής ούτε καν από τους επίσημους φορείς.
— Αντικείμενο συζήτησης έχει γίνει και το κατά πόσο «χρησιμοποιούνται» κάποιες φορές ακούσια ή εκούσια μετανάστες και πρόσφυγες για ίδιους σκοπούς, πολιτικούς ή άλλους.
Ναι, υπάρχει αυτή η κριτική, ήδη από την εποχή της απεργίας πείνας 300 μεταναστών στη Νομική και την Υπατία το '11. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, ούτε είναι πάντα αβάσιμη. Διαφωνώ, εντούτοις, ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες καθαυτοί είναι άβουλα «πιόνια» υστερόβουλων υποστηρικτών. Σημασία έχει πως ο «άλλος», ο «ξένος» και η σχέση μαζί του αναδείχθηκε σε κορυφαίο ζήτημα τα τελευταία χρόνια.
Η διακριτή γραμμή που χωρίζει την αλληλεγγύη από την ξενοφοβία και τον ρατσισμό αρχίζει να γίνεται κατ' εξοχήν αφορμή πολιτικής συνειδητοποίησης και ακτιβισμού μετά τη δεκαετία του '80 στην Ευρώπη και μετά τη δεκαετία του '90 στην Ελλάδα με την έκρηξη του μεταναστευτικού/προσφυγικού, αναδεικνύοντας νέα πολιτικά υποκείμενα. Στον αντίποδα βρίσκεται ο νέος εθνικισμός και η ξενοφοβία που παρουσιάζουν ανησυχητική άνοδο την ίδια περίοδο.
— Σε ποιο βαθμό όμως το όραμα της προσφοράς και της αλληλεγγύης, όσο ανιδιοτελές, ταυτίζεται πάντοτε με τις πραγματικές ανάγκες των ίδιων των υποκειμένων;
Κάποιοι αλληλέγγυοι προσπαθούν ίσως πράγματι να «περιχαρακώσουν» ερμηνευτικά τη μεταναστευτική και προσφυγική πραγματικότητα με τρόπο ταιριαστό σε κάποια ιδεολογικά πιστεύω.
Με τα χρόνια όμως παρατηρεί κανείς ότι και αλληλεπίδραση υπάρχει καθώς και αλλαγές στις συμπεριφορές και την αυτοσυνείδηση τόσο των αλληλέγγυων εθελοντών και ακτιβιστών, όσο και των ίδιων των μεταναστών και προσφύγων – λογικό εφόσον και η κοινωνία γύρω τους άλλαζε γοργά, με την κρίση να επιταχύνει τις εξελίξεις θέτοντας νέες προκλήσεις. Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για μια διαπραγμάτευση, μια συνδιαμόρφωση παρά για μία «κατευθυνόμενη» προσπάθεια καθοδήγησης.
— Ενδιαφέρον είναι και το σημείο που θίγεις την έννοια της προσφοράς και του δώρου.
Ναι, οι πρώτοι αλληλέγγυοι όπως της ΕΑΑ είχαν π.χ. μεγάλο πρόβλημα με την προσφορά ή την αποδοχή δώρων από τους «ωφελούμενους» – πολλοί από τους τελευταίους κιόλας δεν τα καλοδέχονταν πάντα. Φοβούνταν που λες οι ακτιβιστές ότι έτσι θα «κυλούσαν» στη φιλανθρωπία.
Αυτό με τα χρόνια και την καθημερινή τριβή άλλαξε, καθώς τέτοιες ανταλλαγές συνέβαλαν στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας, την αλληλοκατανόηση και τη σύσφιξη σχέσεων. Μάλιστα και «θεσμικοί» εθελοντές όπως του ΕΕΣ υιοθέτησαν στην πορεία τέτοιες πρακτικές, τις οποίες ούτε οι δικοί τους κανονισμοί ενέκριναν.
— Παρά πάντως κάποιες «γκρίνιες», το αλληλέγγυο τοπίο στην Ελλάδα μοιάζει εν γένει ελπιδοφόρο.
Έχω πράγματι εντυπωσιαστεί με το πόσο έχει πλέον διευρυνθεί εν γένει το μάλλον περιθωριακό, κάποτε, πεδίο της αλληλεγγύης, «αγκαλιάζοντας» ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Πλήθυναν τόσο οι εθελοντές/αλληλέγγυοι όσο και οι αποδέκτες αυτής της βοήθειας.
Δεν είναι μόνο πρόσφυγες ή κοινωνικά περιθωριοποιημένα άτομα (άστεγοι, χρήστες κ.ά.) αλλά επίσης άνθρωποι που ανήκαν στα μεσαία στρώματα και με την κρίση είδαν τη ζωή τους να επιδεινώνεται ραγδαία. Το πρόβλημα δεν έχει φυσικά λυθεί, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η φτωχοποίηση δυσκολεύουν τη ζωή ντόπιων και νεοφερμένων στην Ελλάδα και όχι μόνο, όλο αυτό όμως που συμβαίνει είναι σίγουρα θετικό. Διαψεύδει επίσης το θεώρημα ότι τάχα οι Έλληνες δεν έχουμε κοινωνική συνείδηση!
— Ταυτόχρονα ωστόσο βλέπουμε επίσης μια έξαρση ενός κυνικού, ακραίου ατομικισμού...
Αναπόφευκτα συμβαίνει κι αυτό όπως σε όλες τις μεγάλες κρίσεις. Ταυτόχρονα όμως έχει δημιουργηθεί πλέον ένα γόνιμο έδαφος για μια πιο συλλογική κατασκευή του εαυτού, μια πιο συμπεριληπτική κατανόηση των πραγμάτων.
— Πώς αντιμετωπίζει κανείς τη φιλανθρωπία όταν οι ίδιοι οι αποδέκτες της την επιθυμούν και πώς ξεχωρίζει από την «καθαρή» αλληλεγγύη;
Είναι αυτό που λέγαμε πριν και σημειώνω στο βιβλίο, ότι δηλαδή και για τους ίδιους τους εθελοντές τα όρια αυτά είναι δυσδιάκριτα πλέον – οι έννοιες της «καθαρής» με πολιτικούς όρους αλληλεγγύης και της «απλής» φιλανθρωπίας αποδεικνύονται στην πράξη πολύ ρευστές. Η ΕΑΑ π.χ. όπως και πολλές άλλες ομοειδείς οργανώσεις αποδείχθηκαν από τις πλέον «φιλάνθρωπες» με την παραδοσιακή έννοια της υλικής προσφοράς (ρούχα, τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) κι ας μην ήταν καθόλου αυτή η επιδίωξή τους!
Δεν πιστεύω οπότε ότι μπορεί να υπάρξει μια ξεκάθαρη αξιολογική διάκριση αυτών των εννοιών που εξακολουθούν να είναι προβληματικές και για τα ίδια τα υποκείμενα που τις χρησιμοποιούν. Ένας φιλάνθρωπος του 19ου αιώνα π.χ. δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να τον αποκαλέσεις έτσι, ένας σύγχρονος αλληλέγγυος μπορεί να μη δέχεται καν τον χαρακτηρισμό του εθελοντή κι έχει ενδιαφέρον η αναζήτηση νέων όρων. Δεν είναι καν καινούργια ξέρεις αυτή η συζήτηση, έχει πίσω της βιβλιογραφία δεκαετιών!
— Υπάρχει τελικά «σωστός» και «λάθος» εθελοντισμός;
Οι διαφορές σκεπτικού είναι τέτοιες ώστε μια εθελόντρια του ΕΕΣ από εκείνες που γνώρισα δεν θα μπορούσε π.χ. να ήταν ποτέ μέλος της ΕΑΑ και αντιστρόφως, θεωρούν ότι κάνουν πολύ διαφορετικά πράγματα κι ας μοιάζουν παρόμοια στον ωφελούμενο ή έναν τρίτο παρατηρητή.
Στην πορεία, εντούτοις, αλληλέγγυοι της δεύτερης κατηγορίας βρέθηκαν να απασχολούνται επαγγελματικά σε «συμβατικές» εθελοντικές οργανώσεις. Συχνά αμφότεροι αναρωτιούνται ποια ακριβώς εσωτερική παρόρμηση τους έσπρωξε στον δρόμο της προσφοράς και του δοσίματος. Για μένα οπότε όχι, δεν υπάρχει σωστός ή λάθος εθελοντισμός κι αυτό ακριβώς απαντούσα σε εθελοντές που με τη σειρά τους ρωτούσαν πώς εννοώ εγώ τον «γνήσιο» εθελοντισμό.
— Ποιος αποδεικνύεται λες πιο αποτελεσματικός στην πράξη, ο συμβατικός ή ο κινηματικός εθελοντισμός;
Το επαγγελματικό μοντέλο του ΕΕΣ σίγουρα αποδίδει, όμως κατά κάποιο παράδοξο ίσως τρόπο και το μοντέλο της ΕΑΑ που ακολουθούν πολλές ομοειδείς οργανώσεις έχει επίσης αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικό. Αν πριν μια δεκαετία μόλις 700 αιτούντες άσυλο φιλοξενούνταν στους ελάχιστους τότε χώρους υποδοχής στην Ελλάδα ενώ σήμερα είναι αρκετές χιλιάδες, πολλοί από τους οποίους μάλιστα διαμένουν σε αλληλέγγυες δομές φιλοξενίας, καταλαβαίνει κανείς ότι η δουλειά τους έχει τεράστιο αντίκρισμα.
Είναι νομίζω φανερό ότι το αλληλέγγυο κίνημα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή εξαιτίας και της προϊούσας ποινικοποίησης αλλά και της αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής που εγκλώβισε πολλούς ανθρώπους στις μεθορίους της ΕΕ όπως είναι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η προσφυγική πραγματικότητα έγινε πιο σκληρή, πιο άκαμπτη.
— Πόσο αντίκρισμα έχουν η αυτοδιαχείριση και οι συμμετοχικές πρακτικές που ενθαρρύνουν οι ακτιβιστές;
Εξαρτάται. Δεν μπορείς ξέρεις να αυτοοργανώσεις τον άλλο με το ζόρι, ακυρώνεις την ίδια σου την πρόθεση! Σκοπός εξάλλου της συντριπτικής πλειοψηφίας είναι να συνεχίσουν με κάθε τρόπο το ταξίδι τους, λίγο τους μέλλουν οι προσωρινοί χώροι φιλοξενίας.
Υπήρξαν και υπάρχουν ωστόσο αρκετοί μετανάστες και πρόσφυγες που αυτοβούλως έγιναν με τη σειρά τους εθελοντές, όπως συνέβη με τους περισσότερους διερμηνείς ας πούμε. Έχουν πάντως γίνει πολλά βήματα προόδου στο πεδίο της αλληλεγγύης στην Ελλάδα, ενδιαφέρον παρουσιάζει δε και το ότι η προσφυγική κρίση έκανε τη χώρα διεθνή πόλο έλξης ακτιβιστών οι οποίοι προσκόμισαν νέες αντιλήψεις και τρόπους οργάνωσης, μολονότι η οπτική ορισμένων υπήρξε κάπως αποικιοκρατική.
— Η ουσιαστική αλληλεπίδραση είναι σίγουρα ένα από τα ζητούμενα.
Ακριβώς και η καθημερινή τριβή σε κάνει να αναθεωρείς, να ξανασέφτεσαι πράγματα. Παρότι μερικές φορές εθελοντές, αλληλέγγυοι ακτιβιστές και φιλάνθρωποι προσπαθούμε να μεταχειριστούμε τους μετανάστες σαν παιδιά, διαπιστώνουμε ότι αυτό δεν λειτουργεί. Πάντα υπάρχει αρχικά η επιφύλαξη, η αμφισβήτηση του ποιος είσαι, τι κάνεις και γιατί, από τον διασώστη που θα αντικρίσουν να τους γνέφει στην ακτή μέχρι τον υπεύθυνο κάποιας υποδομής. Θέλει δουλειά η πραγματική προσέγγιση. Δεν μιλάμε ωστόσο πια για δύο ξεχωριστές κατηγορίες τον εθελοντή/αλληλέγγυο και τον ωφελούμενο, υπάρχουν πλέον πολλοί αλληλέγγυοι πρώην ή και νυν μετανάστες και πρόσφυγες καθώς και συλλογικότητες αυτού του είδους.
Οι ίδιοι οι αλληλέγγυοι προσπαθούν να βρουν τη θέση τους σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο, βρίσκονται να συνεργάζονται με κρατικούς και άλλους φορείς όπως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, να διαχειρίζονται χρήματα που δεν περίμεναν ποτέ, να αναλαμβάνουν ρόλους που επίσης δεν φαντάζονταν. Το πεδίο του αλληλέγγυου εθελοντισμού είναι ρευστό και αναπροσδιορίζεται διαρκώς.
— Η εικόνα που έχεις σήμερα, μια δεκαετία αφότου ξεκίνησες την έρευνά σου;
Είναι νομίζω φανερό ότι το αλληλέγγυο κίνημα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή εξαιτίας και της προϊούσας ποινικοποίησης αλλά και της αλλαγής της ευρωπαϊκής πολιτικής που εγκλώβισε πολλούς ανθρώπους στις μεθορίους της ΕΕ όπως είναι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η προσφυγική πραγματικότητα έγινε πιο σκληρή, πιο άκαμπτη. Η διαρκής μετακίνηση πληθυσμών είναι ωστόσο ένα φαινόμενο παλιό όσο ο άνθρωπος.
Παρατηρώντας τις διεθνείς εξελίξεις –ανατροπές καθεστώτων, πόλεμοι, κλιματική αλλαγή κ.λπ.– καταλαβαίνεις ότι αυτό που συνέβη το '15 και πιο πριν ήταν μόνο η αρχή. Θα υπάρξουν περισσότερες τέτοιες κρίσεις όσο συντηρούνται οι αιτίες και οι πολιτικές που τις δημιουργούν. Τα σύνορα οπότε δεν μπορούν να κλείσουν εντελώς ποτέ. Μπορεί η διέλευσή τους να ακριβύνει ανεβάζοντας τα κέρδη των διακινητών, να αυξηθεί ο βαθμός δυσκολίας και το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όμως ο απελπισμένος δεν θα κάνει πίσω, θα βρει τρόπους.
— Με αφορμή τα πρόσφατα επεισόδια σε Μόρια και Μαλακάσα αλλά και το ρεπορτάζ του BBC που παρουσίαζε την πρώτη σαν το αθλιότερο στρατόπεδο προσφύγων στον κόσμο, τι πιστεύεις ότι φταίει για την απαράδεκτη κατάσταση σε πολλά hot spots παρά και τα κονδύλια που διατίθενται;
Αυτό είναι και ένα από τα θέματα του επόμενου βιβλίου μου! Η κατάσταση «άναρχης τάξης», δηλαδή ο εγκλεισμός και η άσκηση ελέγχου μέσω παρατυπιών που επικρατεί στη Μόρια ειδικά, είναι εν μέρει αποτέλεσμα αμφιθυμίας και σύγκρουσης για το αν θα μετατραπεί επισήμως σε κλειστό κέντρο κράτησης/διαλογής της ΕΕ. Πρόκειται για μια γενικότερη ευρωπαϊκή πολιτική με ανθρωπιστικό μανδύα, με τραγικές συνέπειες για μετανάστες/πρόσφυγες αλλά και για τις κοινωνίες υποδοχής.
Δεν ξέρω οπότε πραγματικά αν είναι «χειρότερο» να συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι εκεί σε τέτοιες συνθήκες ή να γίνει η Λέσβος ένα ευρωπαϊκό Manus island (το αυστραλιανό αντίστοιχο), κάτι για το οποίο υπάρχει στενό «μαρκάρισμα» χρόνια τώρα. Το θέμα όμως δεν είναι τεχνοκρατικό ούτε καλύτερου μάνατζμεντ ώστε να τους «χρυσώσουμε» το κλουβί, είναι πρωτίστως πολιτικό. Όσο για το ρεπορτάζ του BBC, η Μόρια δεν είναι υποτίθεται προσβάσιμη σε ερευνητές και δημοσιογράφους αλλά τα τηλεοπτικά συνεργεία μπαινοβγαίνουν, το να «αποκαλύπτονται» λοιπόν τώρα πράγματα γνωστά από χρόνια και φυσικά κατακριτέα εξυπηρετεί πιθανόν άλλους σκοπούς.
σχόλια