Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στα Χριστούγεννα τόσο περισσότερες ονομαστικές γιορτές –διάβαζε κοινωνικές υποχρεώσεις- παίρνουν σειρά. Και τα παλιά χρόνια κάθε σπίτι που γιόρταζε δεχόταν πολλές επισκέψεις, αφού το κοινωνικό savoir vivre το απαιτούσε. Οι πάστες και τα φοντάν είχαν βέβαια την τιμητική τους προς μεγάλη χαρά των παιδιών που περίμεναν πως και πως αυτές τις μέρες.
Σας έχω σήμερα κάτι διαφορετικό. Ένα μικρό σκετς που φανερώνει εύγλωττα την μικροαστική συμπεριφορά που επικρατούσε πολλές φορές πίσω από τα οικογενειακά κουτσομπολιά και παρασκήνια. Βρισκόμαστε στο 1922:
«Η Κυρία. -Κ' εγώ νομίζω πως πρέπει να τους στείλουμε κάποιο δώρο...
Ο Κύριος. –Τι να κάμωμεν. Είναι υποχρέωσις.
Η Κυρία. –Βέβαια. Αφού μας εφιλοξένησαν τρείς φορές στην Κηφισιά το καλοκαίρι.
Ο Κύριος. –Φυσικά. Εφάγαμε τρείς φορές στο σπίτι τους. Κάτι πρέπει να ξοδέψουμε και' μείς τώρα, να μη μας πάρουν για χωριάτες.
Η Κυρία. –Σαν τι όμως;
Ο Κύριος. –Χμμ! Ξέρω κ' εγώ;
Η Κυρία. –Κάτι που να φαντάζη, να κάμη εντύπωση. Εγώ λέω ένα βραχιόλι για την κυρία.
Ο Κύριος. –Δηλαδή υπόθεσις τριακοσίων δραχμών. Χμμμ! Σαν πολύ της είναι.
Ο Κύριος. –Τι να γίνη; Αφού εγευματίσαμε τρείς φορές στο σπίτι τους...
Ο Κύριος. –Και να ήσαν τουλάχιστον γεύματα της προκοπής χαλάλι τους.
Η Κυρία. –Πφφφ! Μα τη λογαριάζεις κι' αυτή για νοικοκυρά; Μάτι να μην την πιάση.
Ο Κύριος. –Εκείνο μάλιστα το τελευταίο γεύμα με το λασπωμένο πιλάφι και το τσικνισμένο ψητό, το θυμάμαι και μούρχεται αναγούλα.
Η Κυρία. –Καλά λες. Κ' εμένα το ίδιο... τι αηδία!
Ο Κύριος. –Λοιπόν;
Η Κυρία. –Κάτι φθηνότερο. Ένα δαχτυλίδι.
Ο Κύριος. –Πάλι τους ακριβοπληρώνομε τα τρία γεύματα. Κάτι τι καλέ που να μη κοστίζη και πολύ.
Η Κυρία. –Άααα! Το ηύρα! Μια ομβρέλλα.
Ο Κύριος. –Καλά λες. Θυμάμαι στο τελευταίο της γεύμα...
Η Κυρία. –Πφφφ! Μην μου το θυμίζης. Μας είχαν ταΐσει όλο χορταρικά σαν νάμαστε κατσίκες.
Ο Κύριος. –Όχι, είχαν και κρέας, μα ήταν σαν παληοτσάρουχα. Θυμάμαι πού άρχισε να ψυχαλίζη και δεν είχαν μια ομπρέλλα να μας δώσουν.
Η Κυρία. –Αλήθεια! Και μου χάλασε το φόρεμα η βροχή.
Ο Κύριος. –Κ' εμένα το ψαθάκι μου.
Η Κυρία. –Και για το ευχαριστώ να ξοδέψουμε τώρα 50 δραχμές να της πάρωμε, λέει, ομπρέλλα της κυρίας! Μάτια μου. Ας της λείπη καλέ! Κάτι φθηνότερο.
Ο Κύριος. –Τότε να της πάρουμε κανένα χρυσοδεμένο βιβλίο.
Η Κυρία. –Χα, χα, χα! Ας γελάσω! Μπά σε καλό σου! Και πού καταλαβαίνει αυτή από βιβλία;
Ο Κύριος. –Τότε ένα μπουκέτο.
Η Κυρία. –Μούτρα για άνθη! Τι λόγος! Τρυφερά ύπαρξις βλέπεις! Και μόνο τα άνθη της λείπουν. Δεν με συχωρνάς. Γυναίκα που τσακώνεται κάθε λίγο με τον άνδρα της.
Ο Κύριος. –Μπά! Και δεν μου το λές τόση ώρα! Συζητούμε τι δώρο να της κάνουμε, για να μας παρεξηγήση κι' ο άντρας της πως πάμε με το μέρος της!
Η Κυρία. –Καλέ, να βρούμε και μπελάδες δηλαδή!
Ο Κύριος. –Εγώ λέω να της στείλουμε μόνο της κάρτες μας.
Η Κυρία. –Κι' αυτό πολύ της είναι! Φτάνει που τους τιμήσαμε τόσες φορές κ' εφάγαμε στο σπίτι τους.
Ο Κύριος. –Ούφ! Μπελά που τον ηύραμε να τους πάρη ο διάολος! Φασκέλωσέ τους!»
«Αθηναϊκό Σικ», 1922
Η Παλιά Αθήνα ανανεώθηκε για το Νοέμβριο και περιμένει την επίσκεψη σας
σχόλια