Η μέρα που έπεσα στο συντριβάνι του κήπου του Λουξεμβούργου
Μόνο σ' αυτό το πάρκο υπήρχε αυτό το παιχνίδι. Σου έδιναν ένα καλάμι και διάλεγες το ιστιοφόρο σου. Το καθένα απ' αυτά είχε στο πανί του ζωγραφισμένο έναν αριθμό για να το ξεχωρίζεις από μακριά. Το έσπρωχνες με το καλάμι κι αυτό ξεκινούσε το ταξίδι του ενώ εσύ έτρεχες από τη μία όχθη στην άλλη για να το πιάσεις. Αν είχες όμως την ατυχία και το οδηγούσε ο αέρας κάτω από το συντριβάνι, τα κύματα το κρατούσαν εκεί αιχμάλωτο και τελείωνε ο χρόνος σου άδοξα. Εκείνη τη μέρα έσκυψα λίγο περισσότερο. Τα χρυσόψαρα είδαν δύο πόδια να μπαίνουν μεσ' το νερό. Πανικοβλημένος, ο Μιχαλάκης, κατά δύο χρόνια μικροτερός μου, έτρεξε να ειδοποιήσει τις μητέρες μας. Μέχρι να πάρει ανάσα και να μπορέσει να εξηγήσει τι είχε συμβεί, ένας φύλακας με είχε ήδη βγάλει από το συντριβάνι και οδηγήσει σε ένα παραπλήσιο περίπτερο όπου είχε έτοιμη μία καθαρή αλλαξιά. Η μητέρα μου με βρήκε έτσι στεγνό.
Ο Μιχαλάκης σήμερα διαπρέπει στη Γαλλία ως μουσικός. Παίζει βιόλα με τα πιο ξακουστά μουσικά σύνολα. Για χρόνια συμμετείχε στην Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας. Όλη σχεδόν η φιλική μας οικογένεια Μιχαλακάκος απαρτίζεται από περίφημους μουσικούς. Η αδερφή του Μιχαλάκη, η Θάλεια, διακρίνεται στο βιολοντσέλο, η γυναίκα του Nathalie και η κόρη του Elodie στο βιολί, και ο πατέρας του ο Χρήστος άφησε εποχή κι αυτός στη βιόλα. Τότε η οικογένειά τους έμενε απέναντι από τον κήπο του Λουξεμβούργου σε έναν έκτο όροφο, χωρίς ασανσέρ. Για να συνεννοούνται για τα ψώνια, ο πατέρας του, όταν ήταν από κάτω, σφύριζε έναν αστείο σκοπό, μέχρι να βγεί η γυναίκα του στο μπαλκόνι.
Φωτογραφία του Brassaï.
σχόλια