Το 1913 ο Wittgenstein επισκέπτεται τη Νορβηγία, περιπλανιέται, φθάνει σ' ένα απομονωμένο χωριό, το Skjolden, τ' αφήνει, διασχίζει το πυκνό δάσος μιας απότομης πλαγιάς, καταλήγει στην άκρη ενός γκρεμού, εκεί που θα στήσει και τη καλύβα του. Μια μικρή, ξύλινη καλύβα, μόλις 7x8 μέτρα, όπου κάτω απ' την στέγη της θα πάρει την απόφαση να εξαντλήσει εκεί τη ζωή και τη γραφή του. Σ' αυτό το μικρό καλύβι θα δουλέψει κι ένα μεγάλο μέρος του Tractatus Logico-Philosophicus καθώς επίσης κι ένα μέρος απ' το Πολιτισμός και αξία. Σε όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του θα επισκέπτεται την καλύβα του συνεχώς, θα ζει σ' αυτή εβδομάδες και μήνες, τις περισσότερες φορές εντελώς μόνος, μέσα στη μοναξιά του τοπίου, αυτής της τεράστιας οροσειράς του Sognefjord, κρεμασμένος πάνω από μια μικρή λίμνη που τη σχηματίζουν τα νερά του παγετώνα. Μια φθινοπωρινή μέρα του 36, καθισμένος στο γραφείο του και ατενίζοντας απ' το παράθυρο του το κόλπο της λίμνης, θα σημειώσει στο ημερολόγιο του: “Δεν μπορώ να φανταστώ άλλο μέρος για να ζήσω και να εργαστώ απ' ότι εδώ, η ηρεμία και η ομορφιά αυτού του τοπίου με καθηλώνουν”. Την επόμενη χρονιά θα γράψει στον Russel: “Είσαι εντελώς μόνος σου εδώ πάνω, ούτε που διανοούμαι να ξαναβρεθώ μεταξύ ανθρώπων. Τα πάντα μέσα μου βρίσκονται σε μια κατάσταση ζύμωσης”. Η τελευταία φορά που θα επισκεφθεί την καλύβα θα είναι το φθινόπωρο του 1950, μαζί με τον φίλο του Ben Richards. Την επόμενη χρονιά θα χτυπηθεί από τον καρκίνο. “Πείτε τους πως έζησα μια όμορφη ζωή”, θα πει στους οικείους του λίγο πριν πεθάνει. Η απομόνωση του Wittgenstein στην καλύβα του Skjolden θεωρήθηκε, ήδη απ' την εποχή του, ένα πραγματικό σκάνδαλο. Όταν θα εκμυστηρευθεί στο Πανεπιστήμιο το σχέδιό του για τη φυγή του στο φιόρδ ο Bertrand Russell θα επιχειρήσει να τον συνετίσει, αλλά ματαίως: “Του είπα για τις μεγάλες νύχτες και μου είπε ότι μισούσε το φως της μέρας, του είπα ότι θα υποφέρει απ' τη μοναξιά και μου είπε ότι βαρέθηκε να εκπορνεύει το μυαλό του με ευφυείς ανθρώπους, του είπα τέλος ότι είναι τρελός και μου απάντησε ότι ο Θεός τον προφύλαξε απ' τη λογική”, θυμόταν αργότερα ο Russell.
(Αποστόλη Αρτινού: Η καλύβα του Wittgenstein, leximata.blogspot.com)
σχόλια