Mόλις διαπίστωσα ότι το campus του πανεπιστημίου στο οποίο σπούδασα media στο Λονδίνο απ' το '97 ως το '00, έχει κλείσει οριστικά. Το Middlesex University πούλησε τον χώρο (που είναι μέσα σε ένα πάρκο του βορειου Λονδίνου, το Trent Park) σε ένα Μαλαισιανό πανεπιστήμιο.
Έψαξα παλιές φωτογραφίες σε ένα κείμενο που είχα γράψει κάποτε με άλλη αφορμή και όλες οι αναμνήσεις στροβιλίζονταν μπροστά μου.
Το τεράστιο, πανέμορφο πάρκο, η πρώτη φορά μόνος σε ξένη χώρα μακριά απ' την οικογένεια, τα παιχνίδια στη λίμνη, το κρυφτό στο δάσος, το δωματιάκι μου, η ανοιχτή πισίνα, τα σκοτεινά κτίρια, η πρώτη (πρώτη!) επαφή μου με το ίντερνετ και τα οκτάωρα που περνούσα στη βιβλιοθήκη για να διαβάζω δωρεάν ιστοσελίδες.
Οι πρώτες παρέες, η Γκρατσιέλλα, ο Μιχάλης, η Μαρία, οι βραδιές ντίσκο στη student union κάτω απ' το παράθυρο μου, ένα hamburger που πουλούσαν στην κουζίνα της εστίας και ήταν το πιο νόστιμο πράγμα που είχα φάει ποτέ (αλλά το έβρισκα ακριβό, 2 λίρες, και το έτρωγα σπάνια, σε εορταστικές περιπτώσεις).
Ένας φόνος και μια κλαμμένη μητέρα που ρωτούσε τους φοιτητές αν ήξεραν κάτι για το παιδί της. Έριξε κάτω απ' τις πόρτες των δωματίων μας μια επιστολή: είχε τη φωτογραφία του αγοριού και έγραφε ότι αυτός είναι ο γιος μου, 19 χρονών, του αρέσει το ένα, έχει εκείνα τα ταλέντα κλπ, θα είμαι για 3 μέρες στο ξενοδοχείο τάδε, τηλεφωνήστε μου αν ξέρετε κάτι, τελείως εμπιστευτικά. Την είδα πολλές φορές στο campus εκείνο το Σαββατοκύριακο: Έκλαιγε και ρωτούσε, παρακαλούσε, ένα στοιχείο, οτιδήποτε, και νομίζω ότι κάποιοι ίσως ήξεραν κάτι, αλλά κανείς δεν της είπε τίποτα.
Βλέπω τις εικόνες του Trent Park και το θυμάμαι ακόμα περισσότερο καθώς πληκτρογραφώ αυτά, τα μαθήματα, τα βιβλία που διάβασα, το λεωφορειάκι που μας έπαιρνε απ' την είσοδο του πάρκου και μας πήγαινε στο σπίτι και στα κτίρια μέσα στο πάρκο, τις ταινίες που γυρίσαμε με φτηνές βιντεοκάμερες, το ταχυδρομείο μέσα στο campus και τη χαρά μου όταν έπαιρνα γράμμα απ' την πατρίδα από φίλους και συγγενείς που όταν γυρνούσα για διακοπές μου έκαναν πάρτι-έκπληξη στο σπίτι.
Ένα μιούζικαλ με τον Σνούπι, το πρώτο σωστό φιλί της ζωής μου, το δωμάτιο μιας φίλης που είχε καλυμμένους τοίχους από αλουμινόχαρτο αλά Warhol, ένα Time Out που είχα «δανειστεί» απ' τη βιβλιοθήκη για να αποφασίσω σε ποια μουσεία θα πάω εκείνη τη βδομάδα (και με έπιασαν), κουφά μεθύσια με κουφές παρέες, το πρωί που έτρεξα στην πόλη τη μέρα που βγήκε ο δίσκος Ray of Light της Μαντόνα για να τον αγοράσω και γύρισα στην εστία, άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί (9 το πρωί) και τον έβαλα να παίζει.
Θυμήθηκα το cd player που είχα και που μερικές φορές το άφηνα να παίζει όταν έφευγα και μια φορά λίγο πριν τελείωσει το τραγούδι κόλλησε, δυνατά, και το βράδυ όταν γύρισα όλοι είχαν πονοκέφαλο και με μισούσαν.
Tο τηλέφωνο στον όροφο με το χαρτί που κρατούσαμε μηνύματα για όσους δεν ήταν μέσα όταν πήραν οι δικοί τους. 223, αυτό ήταν το νούμερο του δωματίου μου. «223 – your mom called!» έγραφε μερικά βράδια όταν γύριζα απ' τη μαγεία του κέντρου, ή «223 – please call Tatiana, she's worried about you».
Και το common room, με την τηλεόραση, που κάθε φορά που πήγαινα τα τέσσερα κανάλια που έπιανε έπαιζαν western, ιπποδρομίες ή χάλια αγγλικές σειρές – ευτυχώς στα λιβάδια έβαζαν μερικές φορές μια τηλεόραση που έπαιζε το MTV. Μέσα στο κτίριο της εστίας ζούσαμε κυρίως Έλληνες και Ασιάτες, έξω όμως, στα κτίρια του πανεπιστημίου, στη λίμνη, στα απέραντα πάρκα, στο κλαμπ, στη λιακάδα του Trent Park εκατοντάδες άγνωστοι και γνωστοί απ' όλο τον πλανήτη, μουσικές διαφορετικές, ρούχα πρωτόγνωρα, ήχοι, χαμόγελα, βιβλία, εικόνες.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα σε εκείνους τους ηλιόλουστους κήπους την πρώτη εβδομάδα μου ήταν το Microserfs του Coupland, η μαμά μου με ρώτησε τι θέλω ως δώρο αποχαιρετισμού και είπα αυτό.
Και στην πρώτη σελίδα είχε γράψει: «Δεν πρέπει να ονειρεύομαι για σένα. Μόνο να σου δίνω την ευκαιρία να ονειρεύεσαι εσύ - και να κάνω ότι μπορώ για να σε βοηθήσω να βγουν αληθινά τα όνειρά σου».
Και βγήκαν.
Πριν από ακριβώς 18 χρόνια.
Ήμουν 18 χρονών, είχα μόλις πάει στην πιο τέλεια πόλη της Ευρώπης, ήμουν μόνος, θα ανακάλυπτα τα πάντα, θα μάθαινα όσα με ενδιέφεραν, θα ερωτευόμουν, θα γνώριζα τη ζωή και θα γινόμουν αυτός που ήθελα να είμαι. Έτσι πίστευα.
Αχρείαστη, ηδονική νοσταλγία μπροστά απ' τα πίξελ των παλιών λουλουδιών, και λίγα δάκρυα, εκεί, στην άκρη της νοητής, ξεχασμένης λίμνης.
Αναμνήσεις που για λίγο, βλέποντας τις εικόνες, δεν ήταν πια ξεθωριασμένες.
σχόλια