Παρόλο που θα ήταν τουλάχιστον αφελές και ισοπεδωτικό να κατηγορήσει κανείς τον Ρομαντισμό ως γενέτειρα του φασισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Γερμανικός Εθνικοσοσιαλισμός φαντάζει σαν ένα άκρως παραμορφωμένο και βαθιά παθολογικό είδωλο της Ρομαντικής παράδοσης.
Το έργο του Hermann Broch «Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός» δεν είναι απλώς η ιστορία ενός νεαρού στρατιωτικού που ασφυκτιά εγκλωβισμένος μέσα στα στενά όρια της οικογενειακής παράδοσης και του κατεστημένου συντηρητισμού. Είναι, πρώτα απ’ όλα, η σκιαγράφηση του τέλους μιας εποχής και η οδυνηρή κατάδειξη της ανθρώπινης αδυναμίας να ενστερνιστεί τις αλλαγές, να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Η ιδεοληπτική εμμονή πως τίποτα γύρω μας δεν είναι αρκετά σημαίνον, πως τίποτα δεν είναι αύταρκες και πως η ανθρώπινη εμπειρία πρέπει να είναι πάντα στραμμένη προς μια εξαϋλωμένη οντολογία, είναι η ρίζα του φασισμού, που πλάθει μυθολογίες υπερβατικότητας, καθαρότητας, ανωτερότητας και διαχρονικότητας.
Στον πρώτο τόμο των Υπνοβατών του Μπροχ, που παρουσιάζεται στη Στέγη από τις 18 – 29 Μαρτίου 2015, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, ο συγγραφέας δεν αποδομεί τον Ρομαντισμό μόνο σαν αισθητική και φιλοσοφία, αλλά σαν μια ψυχο-κοινωνική, και κυρίως ηθική, διαστρέβλωση.
Ο βασικός χαρακτήρας του πρώτου τόμου της τριλογίας του Μπροχ, ο Γιόαχιμ φον Πάσενοφ, δεν είναι ούτε διανοούμενος, ούτε καλλιτέχνης ταγμένος στο Ρομαντικό ιδεώδες. Είναι ένας άνθρωπος παντελώς αποκομμένος από την αμεσότητα της εμπειρίας και την καθημερινότητα. Ορίζεται από τη στρατιωτική στολή που φορά, που εκτός από το να χωρίζει τον κόσμο σε καλό και κακό, είναι και το σύμβολο της ιδεολογικής καθαρότητας ενός εθνικισμού που έμελλε να οδηγήσει την Ευρώπη στην άβυσσο.
Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και ο Γιόαχιμ με τους χαρακτήρες που τον περιτριγυρίζουν. Παύουν να είναι άνθρωποι καθώς ο Γιόαχιμ τους μεταμορφώνει σε σύμβολα που εντάσσονται μέσα σε μια κοσμοθεωρία φωτός, σκοταδιού, καλού, κακού, υπέρβασης και πειρασμού, φύσης και τεχνολογίας. Η ηθική κατάρρευση του Γιόαχιμ επικεντρώνεται στον κοινωνικό συντηρητισμό και την διαπροσωπική δειλία που τον αναγκάζουν να μετατρέψει τη ζωή του σε Ρομαντική φαντασίωση, όπου τα δέντρα, οι άνθρωποι, τα άλογα, οι περαστικοί στο δρόμο, ακόμα και ο νεκρός αδελφός του μετατρέπονται απολυταρχικά και αυθαίρετα σε σημαίνουσες οντότητες.
Η ιδεοληπτική εμμονή πως τίποτα γύρω μας δεν είναι αρκετά σημαίνον, πως τίποτα δεν είναι αύταρκες και πως η ανθρώπινη εμπειρία πρέπει να είναι πάντα στραμμένη προς μια εξαϋλωμένη οντολογία, είναι η ρίζα του φασισμού, που πλάθει μυθολογίες υπερβατικότητας, καθαρότητας, ανωτερότητας και διαχρονικότητας. Ο ρομαντισμός του φασισμού είναι μια ακραία ναρκισσιστική ερμηνεία του Ρομαντισμού, όπου η εκφραστική ελευθερία, η μοναδικότητα της υποκειμενικής εμπειρίας και η υπερβατικότητα της φύσης μεταφράζονται σε μια νοσηρή συστημική εσωστρέφεια που επιβεβαιώνεται μέσω της εξάλειψης οποιουδήποτε στοιχείου θεωρηθεί μολυσματικό.
Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη του έργου Θέμελη Γλυνάτση και μας μίλησε για την παράσταση που ετοιμάζει:
Γιατί αποφασίσατε να κάνετε μια μεταφορά ενός τόσο ογκώδους λογοτεχνικού έργου;
Οι λόγοι είναι δυο. Πρώτον, είχα εμμονή με μια σκηνή από τον πρώτο τόμο των Υπνοβατών, όπου ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο Μπέρτραντ, κάνει μια συγκλονιστική ερωτική εξομολόγηση στην Ελίζαμπετ, που μέλει να γίνει η σύζυγος του πρωταγωνιστή, του Γιόαχιμ φον Πάσενοφ. Πιο συγκεκριμένα, το απόσπασμα «Πιστεύω, το πιστεύω μέχρι τα μύχια της καρδιάς μου, ότι μόνο η υπερβολή της αποξένωσης, η ατέρμονη και άπειρη αποξένωση, η απόλυτη αποξένωση, αυτή μόνο μπορεί να μεταστραφεί στο αντίθετό της: στην απόλυτη αναγνώριση.» ήταν κάτι που έχει καρφωθεί στο κεφάλι μου για πολύ καιρό. Αυτή η σκηνή, που δραματοποιεί τη συσχέτιση του διαπροσωπικού με την ιστορία και τη φιλοσοφία, καθώς και η συγκλονιστική περιγραφή της στρατιωτικής στολής του Γιοάχιμ, που μεταμορφώνεται από ένδυμα σε ηθική πυξίδα, ήταν τα κίνητρά μου να επεξεργαστώ την ιδέα να αποδώσω τον πρώτο τόμο της τριλογίας του Μπροχ θεατρικά. Ο δεύτερος λόγος είναι πως έψαχνα ένα κείμενο για την ηθική κατάρρευση της Ευρώπης.
Ποιό είναι το ερώτημα που θέτει ο Μπροχ;
Επί της ουσίας, ο Μπροχ θέτει ένα αμείλικτο ερώτημα: Ποια είναι αυτή η Ευρωπαϊκή παράδοση; Ποια είναι η ηθική της υπόσταση; Και οι απαντήσεις είναι σαφέστατα μαύρες. Ο Μπροχ χαρτογραφεί τον αυτό-κανιβαλισμό της Ευρωπαϊκής παράδοσης, και παρατηρεί με λεπτομέρεια ανατόμου τις φιλοσοφικές και ιδεολογικές διαστρεβλώσεις που προκύπτουν από την εμμονικότητα και την εσωστρέφεια.
Ποιά η σημασία της τοιχογραφίας της Ευρώπης και του φασισμού σήμερα;
Η οικονομική κρίση, ο φασισμός, η μισαλλοδοξία, η διάλυση του κοινωνικού κράτους είναι όλα στοιχεία μιας ηπείρου παγιδευμένης σε μια βαθύτατη κρίση ταυτότητας, και σε μια κρίση ιστορικότητας. Υπάρχουν φορές που σκέφτομαι πως η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να αποκολληθεί από το τραύμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο σε επίπεδο διανομής εξουσίας, όσο και σε επίπεδο της μηχανιστικής βίας και των συμβόλων γενοκτονίας και απόλυτης ισοπέδωσης λαών, πόλεων, ιδεολογιών και αισθητικής.
Ο Μπροχ προσφέρει μια νεκρώσιμη ακολουθία, μια παρατήρηση της εξαιρετικά βραδείας αποσύνθεσης της Γερμανίας και της Ευρώπης εν γένει. Δεν είναι τυχαίο πως δεν τον ενδιαφέρουν οι μεγάλες ιστορικές κρίσεις, αλλά οι διαπροσωπικές, ηθικές και φιλοσοφικές ρωγμές που λειτουργούν σαν τις ρωγμές σε ένα κτίριο. Κάποια στιγμή, η αμελητέα ρωγμή μετατρέπεται σε χάσμα που με τη σειρά του οδηγεί στην κατάρρευση.
Στις μέρες μας ποιά είναι τα παράγωγα αυτής της κατάρρευσης;
Ο παραγκωνισμός της πνευματικότητας, η εμπορευματοποίηση της τέχνης, η συχνή στειρότητα της σύγχρονης θεωρίας και η εγκαθίδρυση ενός πρωτεϊκού καπιταλισμού που απέκτησε την ικανότητα να παίρνει και να εκμεταλλεύεται τις μορφές που τον αναιρούν είναι ένα πλέγμα συγκυριών που φέρνει την Ευρώπη ξανά ενώπιων μιας ασταμάτητης βίας. Ο φασισμός δεν είναι μόνο σύστημα βίας, αλλά η ρητορική μιας πρωτόγονης σταθερότητας, είναι μια αντίδραση στην ασάφεια και την αμφισημία (εξ’ ου και η απέχθειά του για τον μοντερνισμό). Σαν τη στολή του Γιόαχιμ στο μυθιστόρημα του Μπροχ.
Η δική σας άποψη για τον ήρωά σας.
Ο Γιόαχιμ βρίσκεται σε ένα αδυσώπητο κενό ύπαρξης. Για αυτό το λόγο, μπαίνει στη διαδικασία να μετατρέψει το κενό που τον περιβάλλει σε ένα δάσος υπερβατικών συμβόλων που του υπόσχονται μια αισθητική, φιλοσοφική και διαπροσωπική σημασιολογία. Είναι ένας άνθρωπος πέραν της θλίψης – βλέπει ένα κόσμο άδειο, χωρίς ομορφιά, συγκίνηση, έρωτα, πάθος. Και έτσι, σαν ερασιτέχνης καλλιτέχνης αμφίβολου ταλέντου, μεταμορφώνει την καθημερινότητά του σε ένα σκηνικό συμβολικών εντάσεων και μετουσιώσεων. Επί της ουσίας όμως, παρότι φέρει το μικρόβιο που έμελε να μολύνει την Ευρώπη, είναι ένας βαθύτατα τραγικός χαρακτήρας. Και συχνά πολύ συγκινητικός, ευάλωτος και συνταρακτικά αφελής.
Σκηνοθετικά πώς αντιμετωπίζετε το έργο αυτό;
Την βασική σκηνοθετική γραμμή μου την έδωσε ο ίδιος ο Μπροχ και η εμμονή του με τα τοπία (ίσως και το βασικότερο συστατικό της Ρομαντικής φαντασίας). Αποφάσισα να μην τοποθετήσω την αφήγηση σαν βασικό άξονα της εξέλιξης της παράστασης, αλλά την συνεχή μεταβολή ενός τοπίου. Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί με τους οποίους έχω τη χαρά να συνεργάζομαι κατασκευάζουν ένα τοπίο σωμάτων το οποίο σιγά-σιγά καταρρέει, επαναλαμβάνεται, αυτό-αναιρείται, σαπίζει, και εν τέλει πεθαίνει. Όμως επ’ ουδενί δεν θέλω το κοινό να αισθανθεί έλξη για αυτό το τοπίο, έστω και για τη σήψη του. Γι’ αυτό τοποθέτησα μια φιγούρα, ένα τύπο αφηγητή ο οποίος επαναφέρει το κοινό σε ένα παρόν που δεν επιτρέπει την εικόνα και την αίσθηση να υποδουλώσουν την κριτική σκέψη για την απερίγραπτη, αλλά υπόκωφη, βία που φέρουν και ανταλλάσουν οι χαρακτήρες.
Πέστε μου την πολιτική σας θέση και την κοινωνική απέναντι στο έργο κι τους ήρωές του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι χαρακτήρες του έργου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι απεχθείς. Είναι δύσκολο να ταυτιστείς, πόσο μάλλον να συμπαθήσεις χαρακτήρες που προδίδουν ασταμάτητα ο ένας τον άλλον για να βρουν μια θέση στο σύμπαν συμβόλων που όλοι εναγωνίως αναζητούν. Είναι συντηρητικοί, ψεύτες, ανέραστοι, σκληροί. Για μένα ο πιο σημαντικός χαρακτηρισμός, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, είναι πως είναι συνυπεύθυνοι. Συνυπεύθυνοι για την καταστροφή τους, για την καταστροφή του πλησίον τους, για την καταστροφή της ηθικής και μιας ολόκληρης ηπείρου. Όμως επ’ ουδενί δεν θέλω το κοινό να αισθανθεί έλξη για αυτό το τοπίο, έστω και για τη σήψη του. Γι’ αυτό τοποθέτησα μια φιγούρα, ένα τύπο αφηγητή ο οποίος επαναφέρει το κοινό σε ένα παρόν που δεν επιτρέπει την εικόνα και την αίσθηση να υποδουλώσουν την κριτική σκέψη για την απερίγραπτη, αλλά υπόκωφη, βία που φέρουν και ανταλλάσσουν οι χαρακτήρες.
1888, η χρονιά των τριών αυτοκρατόρων
Τα παιδιά στη Γερμανία μαθαίνουν για τη χρονολογία 1888 ενθυμούμενα το ρητό Τρία Οχτάρια, Τρεις Αυτοκράτορες (Drei Achten, Drei Kaisern). To 1888 πεθαίνει σε ηλικία 91 ετών ο αυτοκράτορας Wilhelm I, ο μοναδικός ηγέτης ο οποίος διοίκησε την αυτοκρατορία της Πρωσίας και της νεοσύστατης, ενοποιημένης αυτοκρατορίας της Γερμανίας. Μετά το θάνατό του, το θρόνο αναλαμβάνει ο γιος του, ο Frederick III, εξέχουσα φυσιογνωμία στον Αυστρο-Πρωσικό και Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο, και υπέρμαχος μιας ενοποιημένης Γερμανίας. Διατηρεί όμως τον θρόνο μόνο για 99 ημέρες’ στις 15 Ιουνίου 1888 πεθαίνει από καρκίνο του λάρυγγα. Τη θέση του αναλαμβάνει ο γιος του, ο Wilhelm II, ένας βαθύτατα συντηρητικός ηγέτης ο οποίος έμελε να οδηγήσει τη Γερμανία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Wilhelm II θεωρείται ο τελευταίος αυτοκράτορας της Γερμανίας, καθώς το 1918 εγκαταλείπει την Γερμανία μετά την επανάσταση που οδήγησε στην δημιουργία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Το 1888, η χρονολογία των τριών αυτοκρατόρων, είναι με άλλα λόγια ένα έτος στο οποίο οι συγκυρίες συγκέντρωσαν τρεις ηγέτες που συμβολίζουν διαφορετικές πτυχές της νεότερης Γερμανικής ιστορίας’ από το ancient regime του Wilhelm I μέχρι την πολεμοχαρή διάθεση του Wilhelm II. Σ’ αυτή τη χρονολογία, η Γερμανία ήρθε αντιμέτωπη με ένα πρισματικό είδωλο που καθρέφτιζε τόσο το παρελθόν που έσβηνε σιγά-σιγά, όσο και το ύποπτο μέλλον που έμελλε να συντρίψει την Γερμανία.
Ο Μίλαν Κούντερα για τον Ρομαντισμό
Υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ των Υπνοβατών και των άλλων σημαντικών «τοιχογραφιών» του 20ου αιώνα (όπως τα μυθιστορήματα του Προύστ, του Μούζιλ, του Τόμας Μαν κ.α.): Στον Μπροχ, δεν είναι ούτε η συνέχεια της πράξης, ούτε της βιογραφίας (ενός χαρακτήρα ή μιας οικογένειας) που προσφέρει την ενότητα του έργου. Είναι κάτι άλλο, κάτι λιγότερο εμφανές, λιγότερο εύληπτο, κάτι κρυφό: είναι η συνέχεια ενός μοτίβου: το μοτίβο του ανθρώπου αντιμέτωπου με τη διαδικασία του κατακερματισμού των αξιών [...] Η στολή είναι αυτό που δεν επιλέγουμε, αυτό το οποίο μας αναθέτεται. Είναι η βεβαιότητα του απόλυτου που εναντιώνεται στο επισφαλές του προσωπικού. Όταν οι αξίες που κάποτε ήταν στέρεες δοκιμάζονται και εν τέλει αποτραβιούνται με σκυμμένο το κεφάλι, ο άνθρωπος που δεν μπορεί να ζήσει δίχως αυτές (δίχως την πίστη, την οικογένεια, την πατρίδα, την πειθαρχία, δίχως τον έρωτα) κουμπώνεται εντός της απολυτότητας της στολής, λες και η στολή είναι το ύστατο θραύσμα μιας υπερβατικότητας που θα μπορούσε να τον προστατέψει ενάντια στο ψύχος ενός μέλλοντος στο οποίο δεν θα έχει μείνει τίποτα άξιο σεβασμού.
Milan Kundera, Η Τέχνη του Μυθιστορήματος, μτφ. Θέμελης Γλυνάτσης, από τον πρώτο τόμο της Αγγλικής έκδοσης της τριλογίας του Μπροχ, The Romantic, Penguin, 2000.
Ιnfo:
Ρομαντισμός
Μια παράσταση βασισμένη στους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
18 – 29 Μαρτίου 2015
Συντελεστές
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Δραματουργία: Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Σκηνικά: Αδριανός Ζαχαριάς
Κοστούμια: Μαργαρίτα Δοσούλα
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βίντεο: Όλγα Μπρούμα
Πιάνο: Μιχάλης Παπαπέτρου
Διανομή
Γιόαχιμ φον Πάσενοφ: Θανάσης Δόβρης
Εντουαρντ φον Μπέρτραντ: Νέστωρ Κοψιδάς
Ρούζενα Χρούσκα: Σοφιάννα Θεοφάνους
Ελίζαμπετ φον Μπάντενσεν: Αλεξάνδρα Ντεληθέου
Κύριος φον Πάσενοφ: Σωτήρης Τσακομίδης
Κυρία φον Πάσενοφ: Ασπασία Κράλλη
Χέλμουτ φον Πάσενοφ: Χρήστος Κεχρής
Μια φιγούρα: Ιερώνυμος Καλετσάνος
σχόλια