Ιδρυτής του θεάτρου «Στοά», πιστός υπηρέτης του καλού θεάτρου όλη του τη ζωή, ο Θανάσης Παπαγεωργίου επαναλαμβάνει στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ένα έργο που παραμένει αγέραστο όσες φορές κι αν παιχτεί, την ανατρεπτική «Μήδεια» του Μποστ (26-27/6). Πρόκειται για την αναβίωση της εμβληματικής παράστασης, την οποία παρακολούθησαν 60.000 θεατές το 1993, όταν πρωτοανέβηκε, με τους ίδιους συντελεστές στους πρώτους ρόλους, τη Λήδα Πρωτοψάλτη, τον Παύλο Ορκόπουλο, τη Νίκη Χαντζίδου, την Ευδοκία Σουβατζή, την Εύα Καμινάρη και τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Η διαβολική γραφή του Μποστ που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επικαιρότητα, η σάτιρα της σύγχρονης κοινωνίας, η υποκρισία, όλη αυτή η σαχλαμάρα που ζούμε -κάτι μεταξύ ανέκδοτου και ανοησίας- χωρίς να ξέρουμε γιατί τη ζούμε. Μόνο που ο Μποστ δεν γράφει σαχλαμάρες, καθώς το χιούμορ μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί ως πλάκα. Πίσω από κάθε του αστείο κρύβεται μία σοβαρή κοινωνική του τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα
Η αμείωτη προσέλευση του κοινού -όσες φορές κι αν παραστάθηκε η «Μήδεια» σε ολόκληρη την Ελλάδα- την καθιστά ένα έργο κλασσικό, που έχει μείνει στην ιστορία του θεάτρου ως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα θεατρικής γραφής του κατεργάρη Μποστ. «Το μεγαλείο της φαντασίας τιμούμε κάθε φορά που ανεβάζουμε έργο του. Το μεγαλείο της σύλληψης. Το μεγαλείο της ευστροφίας. Κάθε εστία πολιτισμού βοηθάει να αντεπεξέλθουμε ευκολότερα αυτή τη μαύρη εποχή που έχουμε καταδικαστεί να ζούμε. Γιατί μόνο με ένα καθαρό μυαλό μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την πρωτοφανή επίθεση που δέχεται η αξιοπρέπειά μας» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θανάσης Παπαγεωργίου για τον μύθο του έργου, που δεν φαίνεται να χάνει την επίδρασή το, σε αυτά τα είκοσι χρόνια που μετράει από το πρώτο ανέβασμα.
«Αυτό που παραμένει ζωντανό είναι η διαβολική γραφή του Μποστ που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επικαιρότητα, η σάτιρα της σύγχρονης κοινωνίας, η υποκρισία, όλη αυτή η σαχλαμάρα που ζούμε -κάτι μεταξύ ανέκδοτου και ανοησίας- χωρίς να ξέρουμε γιατί τη ζούμε. Μόνο που ο Μποστ δεν γράφει σαχλαμάρες, καθώς το χιούμορ μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί ως πλάκα. Πίσω από κάθε του αστείο κρύβεται μία σοβαρή κοινωνική του τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα» σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Αν ζούσε μερικά χρόνια ακόμη, θα οργίαζε η γραφίδα του με αυτά που συμβαίνουν σήμερα».
Στην παράσταση της «Μήδειας», το χιούμορ του Μποστ αντιμετωπίζεται ως ουσιώδης και βαθιά κοινωνική κριτική και δρα μέσα από τη δυναμική της αθωότητας και της γνησιότητάς του. «Η οδηγία που δίνω στους ηθοποιούς είναι να παίζουν σοβαρά. Αυτό που λέω συνεχώς στις πρόβες είναι "παίξτε σαν να παίζετε Σοφοκλή ή Ευριπίδη". Είναι λάθος να πας να κάνεις αστείο πάνω στο αστείο, ειδικά με τον Μποστ, τον αποτελειώνεις αν πας να τον παρωδήσεις».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θανάσης Παπαγεωργίου ανατρέχει στο ιστορικό ρεπερτόριο της «Στοάς» και ανεβάζει έργα που υπήρξαν σταθμός στην ιστορία-υστεροφημία του θεάτρου, όπως τη «Φαύστα» και το «Άννα, είπα!».
«Πάντα υπάρχει ένας λόγος όταν συμβαίνει αυτό. Η τωρινή απόπειρα με τον Μποστ είναι γιατί φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από το θάνατό του, και η παράσταση είναι αφιερωμένη στην μνήμη του. Όμως, δεν ανατρέχω τόσο συχνά σε παλιά έργα της Στοάς. Μερικές φορές αν το έχω κάνει είναι γιατί υπάρχει μία δυστοκία στο ρεπερτόριο, μια ρεπερτοριακή αμηχανία, που κρατάει χρόνια τώρα, γιατί ναι μεν γράφουν πολλοί Έλληνες θέατρο, αλλά πολύ λίγα πράγματα αξίζει τον κόπο να παρασταθούν. Και πρέπει κάπως ν' απαντήσουμε σε αυτή την αμηχανία, πρέπει κάπως να αντισταθούμε γιατί έχουμε μεγάλη ανάγκη από το ελληνικό έργο» επισημαίνει.
Ο ίδιος εντοπίζει τα αίτια αυτής της δυστοκίας στην έλλειψη σοβαρού προβληματισμού. «Όταν δεν υπάρχει σοβαρός προβληματισμός στον άνθρωπο, στην κοινωνία, δεν βγαίνουν θεατρικά έργα. Η δικτατορία έβγαλε πολλούς θεατρικούς συγγραφείς, και αυτό αποδίδεται στο ότι υπήρχε ένα στρίμωγμα μέσα στον άνθρωπο, ένα σκοτάδι μέσα στο μυαλό του, στη σκέψη του, που βγήκε με ένα καλό γραπτό, ένα καλό ποίημα, έναν καλό πίνακα, με ένα καλό θεατρικό έργο. Φοβάμαι ότι τώρα, αυτή την περίοδο της σάχλας, ο προβληματισμός είναι μηδαμινός. Έχει περιοριστεί στο πώς θα γλιτώσω τα λεφτά μου, στο πώς θα βγάλω κι άλλα ή στο πώς δεν θα μου τα πάρει η κυβέρνηση και αυτά τα λίγα που έχω. Τέτοια ακούς συνεχώς» τονίζει.
Για τον ίδιο, η κρίση που βιώνουμε δεν είναι οικονομική αλλά καθαρά πνευματική. «Όταν ο άνθρωπος δεν έχει το μυαλό να συντονιστεί κυριολεκτικά με τις ανάγκες του και δημιουργεί μεγαλύτερες από αυτές που έχει, τότε είναι φυσικό να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Εμένα τουλάχιστον δεν με εντυπωσιάζει τίποτα από αυτό που συμβαίνει τα τελευταία 7-8 χρόνια. Ήταν η φυσική κατάληξή μας. Και θα πάμε και χειρότερα αν συνεχίσουμε να είμαστε έτσι. Ο Έλληνας στερείται μνήμης. Δεν θυμάται τι του κάνανε την περασμένη εβδομάδα -όχι την περασμένη δεκαετία. Είναι έτοιμος να βγει και να χειροκροτήσει τον άνθρωπο που του στέρησε την τροφή του. Διότι ποιος ξέρει; Μπορεί να του υποσχέθηκε κάτι άλλο. Αυτό σημαίνει για μένα ότι δεν υπάρχει πολιτική σκέψη, και δεν εννοώ κομματική. Όταν βλέπεις και κατεβαίνουν δύο άνθρωποι στον δρόμο και διαμαρτύρονται για δύο διαφορετικά πράγματα, που το ένα ανακαλεί το άλλο, καταλαβαίνεις ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στην κοινωνία. "Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανίας"».
Όπως υποστηρίζει ο σκηνοθέτης, η κρίση χρειάζεται πολιτικοποιημένα, κοινωνικοποιημένα άτομα, μόνο έτσι θα διορθωθεί. «Αυτή τη στιγμή η σήψη είναι πολύ μεγάλη και φοβάμαι ότι έχει περάσει και σε τρυφερές ηλικίες, χωρίς να το καταλαβαίνουνε. Αλλά για να αλλάξει αυτό, πρέπει να αρχίσει η δουλειά από το τωρινό νηπιαγωγείο, και σιγά-σιγά να περάσει η διεργασία μέσα στον κοινωνικό ιστό. Πρέπει να προσπαθήσουμε ώστε η παιδική αθωότητα να παραμείνει ζωντανή».
«Άλλαξε κάτι στην ελληνική κοινωνία από την πρώτη παρουσίαση του έργου του Μποστ;», τον ρωτάμε. «Άλλαξε προς το χειρότερο. Το βλέπουμε αυτό σε πάρα πολλές εκφάνσεις, όπως και στο σημερινό θέατρο, το οποίο σ' ένα μεγάλο του ποσοστό είναι κατάντια. Έχουμε χάσει την έννοια πια. Θέατρο κάνουν πολύ λίγες σκηνές στην Αθήνα. Αν δείτε τις καλοκαιρινές περιοδείες, αν δείτε αυτά τα θεάματα που σερβίρονται στην επαρχία είναι φρίκη, και δυστυχώς -και εκεί κλείνει το έγκλημα- χειροκροτούνται από πολύ κόσμο. Και αναρωτιέσαι μετά ποιος φταίει; Ο θιασάρχης που πήγε αυτή τη σαχλαμάρα έξω ή το κοινό που τη χειροκρότησε;» απαντά και σπεύδει να προσθέσει:
«Δεν είμαι πεσιμιστής. Τα 45 χρόνια που έχω κλείσει στη Στοά και η ίδια η φύση της δουλειάς, δείχνουν πόσο αισιόδοξος είμαι, αλλιώς δεν θα επέμενα να κρατάω ένα θέατρο με νύχια και με δόντια. Αλλά δεν μπορώ να μην βλέπω αυτό το πράγμα που συμβαίνει γύρω μου, ούτε να χαϊδεύω αυτιά και να είμαι αισιόδοξος για έναν άνθρωπο που δεν θέλει να δει άσπρη μέρα ή -για να τον δικαιολογήσω- δεν θέλει να μάθει τι είναι άσπρη μέρα. Και η προσπάθεια που έγινε με το νεοελληνικό έργο από το 1970 μέχρι το 1985 εκεί στόχευσε, στο να πάψει πια αυτό το θέατρο της χώνεψης και να μπούμε σε ένα θέατρο προβληματισμού. Ν' αποκτήσουμε επιτέλους ελληνικό θέατρο. Όμως μόλις το αποκτήσαμε κοιτάξαμε πως θα το καταστρέψουμε».
Φέτος, ο Θανάσης Παπαγεωργίου συμπληρώνει 55 χρόνια στο θέατρο και 45 στη Στοά, το «θεατρικό του σπίτι», το οποίο δημιουργήθηκε εν μέσω της δικτατορίας το 1971. Πώς αποτιμά αυτή την πορεία; «Από όλα έχει ο κήπος. Τα πάντα έχουν περάσει από τη Στοά, από στενάχωρες καταστάσεις, μέχρι πολύ ευχάριστες, από συλλήψεις από την Ασφάλεια, μέχρι αποθέωση μετά από μία ωραία παράσταση. Η Στοά γεννήθηκε και στήθηκε στα πόδια της εν μέσω διωγμών, λογοκρισίας και παρακολουθήσεων, αλλά αυτά ήταν και ωραία πράγματα, καθώς μας ατσαλώσανε και μας έκαναν δημιουργικούς και ευρηματικούς. Τότε, βέβαια, ο εχθρός ήταν καθαρός, ήξερες ποιον είχες να αντιμετωπίσεις. Τώρα, δεν ξέρεις. Αυτή τη στιγμή βιώνουμε έναν οικονομικό πόλεμο, μας ισοπεδώνουν και δεν θέλουμε να το δούμε, φοβόμαστε να πούμε ότι είμαστε υπό κατοχήν».
Όσο για το μέλλον του θεάτρου, ο ίδιος παραδέχεται ότι ήρθε η ώρα να κάνει μία στροφή με νέους ανθρώπους στο τιμόνι. «Η Στοά νομίζω ότι μεταλλάσσεται σιγά-σιγά, πρέπει να περάσει σε άλλα χέρια, να μπουν καινούριοι άνθρωποι μέσα, εμείς μεγαλώσαμε με τη Λήδα την Πρωτοψάλτη και αυτό θα γίνει από φέτος το χειμώνα».
Ως πρόεδρος του ΔΣ της πρώτης κρατικής σκηνής οραματίζεται ένα «σπουδαίο, ελληνικό Εθνικό Θέατρο, όπως η πατρίδα το έχει ανάγκη». «Με τον όρο ελληνικό, εννοώ ένα θέατρο που θα απευθύνεται καταρχήν στον Έλληνα πολίτη. Αυτό για μένα είναι η σοβαρότερη δουλειά ενός κρατικού θεάτρου. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε ο Μπέργκμαν όταν ανέλαβε το κρατικό θέατρο της Σουηδίας. Να το κάνει σουηδικό» λέει ο ίδιος και παραδέχεται πως θα ήθελε να δει το Εθνικό να είναι το καλύτερο θέατρο της χώρας. «Γιατί μπορεί να είναι το καλύτερο. Έχει τις δυνατότητες, να έχει την καλύτερη Σχολή, την καλύτερη παιδεία, το καλύτερο ρεπερτόριο, τους καλύτερους σκηνοθέτες. Και η χώρα μας διαθέτει και ταλέντα και μυαλά. Δεν υστερούμε σε αυτό. Δεν πρέπει λοιπόν να συγκεντρώσει όλη την αφρόκρεμα στους κόλπους του; Είναι βέβαιο ότι θα έχει την ανταπόκριση του κοινού, το οποίο έτσι κι αλλιώς τρέφει μεγάλη συμπάθεια για το Εθνικό του Θέατρο».
Για τον Θ. Παπαγεωργίου, θα ήταν σημαντικό οι δράσεις της πρώτης κρατικής σκηνής να απλωθούν σε όλη τη χώρα. «Είναι απαραίτητο μία μονάδα του Εθνικού θεάτρου να περιοδεύει όλο τον χειμώνα στην Ελλάδα. Και κάποιες πρεμιέρες έργων θα μπορούσαν να γίνονται πρώτα στην επαρχία και μετά να έρχονται στην Αθήνα. Να πάψει πια η Αθήνα να είναι αυτή η υδροκέφαλη πόλη. Θα είναι μεγάλη υπόθεση για παράδειγμα για τον Καβαλιώτη να δει ότι το κράτος του πρόσφερε αυτή τη χαρά, να δει πρώτος την παράσταση του τάδε έργου. Τα έχουμε όλα αυτά στο μυαλό μας, τα έχουμε όλα αυτά στα σχέδια μας. Βέβαια είναι έξοδα, αλλά κάποια χρήματα υπάρχουν και με ένα συμμάζεμα, νομίζω ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε σωστά. Αυτό είναι και το ζητούμενο», καταλήγει. - Νάντια Μπακοπούλου για ΑΠΕ
Θέατρο Στοά, Θανάσης Παπαγεωργίου Μήδεια, του Μποστ Ωδείο Ηρώδου Αττικού 26-27 Ιουνίου 2015 21:00
σχόλια