Η καρδιά της πρωτεύουσας είναι ένα μεγάλο, χαοτικό, αεικίνητο «χωνευτήρι» ανθρώπων, φυλών, κοινωνικών τάξεων και πολιτισμών. Με το χαρακτηριστικό της πολυεθνικό, ανατολίτικο χρώμα, τη μόνιμη underground «αύρα», τα πολλά προβλήματα αλλά και τις απρόσμενες χάρες της. Οι περισσότεροι τη σνομπάρουμε, μερικοί τη φοβόμαστε κιόλας, όλοι όμως θα περάσουμε κάποια στιγμή από κει. Λίγοι ωστόσο αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν συμπολίτες μας που ζουν μόνιμα, εργάζονται κι επιχειρούν στην Ομόνοια, κόντρα στις αντιξοότητες και τους ενίοτε παραφουσκωμένους αστικούς μύθους που την περιβάλλουν. Είναι, νομίζω, οι πλέον αρμόδιοι να μιλήσουν γι' αυτή. Συναντήσαμε μερικούς από αυτούς και να τι μας είπαν:
Θανάσης Καραγιώργος
Iδιοκτήτης γαλακτοπωλείου Στάνη (πεζόδρομος Μαρίκας Κοτοπούλη)
«Το γαλακτοπωλείο αυτό το άνοιξε ο παππούς μου το 1931 κι έκτοτε η Ομόνοια άλλαξε πολύ, όχι όμως οι ιδιοκτήτες, οι προμηθευτές, η ποιότητα και το μας. Παραμένουμε μια από τις ελάχιστες σταθερές αυτής της πλατείας – μέχρι στο National Geographic μπήκαμε! Πολλοί πιστοί πελάτες μας έρχονται επειδή από παιδάκια τους έφερναν εδώ οι γονείς τους που κι εκείνοι το έμαθαν από τους παππούδες τους.
Το τελευταίο διάστημα είχε διορθωθεί κάπως η κατάσταση, οι Αθηναίοι άρχισαν να ξανακατεβαίνουν δειλά-δειλά Ομόνοια, με τα capital control όμως το πράγμα ξαναβάλτωσε. Σαν κάποιος να μας έχει ματιάσει!
Με θυμάμαι από πιτσιρίκι να έρχομαι να βοηθάω στο μαγαζί κι εντέλει να που «ρίζωσα»! Όχι δεν με χαλάει, ούτε θα το άλλαζα – η Στάνη είναι άλλωστε ταυτισμένη με την Ομόνοια. Άσε που συνήθισα να τα έχω όλα στα πόδια μου! Η δεκαετία του '90 ήταν η καλύτερη περίοδος που θυμάμαι. Πολλή ζωντάνια, μεγάλη εμπορική κίνηση, όχι όπως τώρα που τα μισά καταστήματα ρημάξανε ή φυτοζωούν. Κυκλοφορούσε κόσμος και χρήμα, υπήρχε θετική ενέργεια, τουρισμός πολύς, άνοιξε το μετρό, ήρθε μετά κι η Ολυμπιάδα... Δεν έγινε βέβαια ποτέ Σύνταγμα η Ομόνοια μας, διατηρούσε έναν ανατολίτικο και λίγο αλήτικο χαρακτήρα, όμως δεν είχε τον ανθρωποδιώκτη! Έπειτα το μετρό ναι μεν έφερε κόσμο, οι περισσότεροι όμως χρησιμοποιούν την υπόγεια διάβαση, δεν ανεβαίνουν πάνω. Θέματα με πορνεία, ουσίες κ.λπ. υπήρχαν πάντα, ελέγχονταν όμως, δεν ήταν τόσο διάχυτα, ούτε της κατώτερης υποστάθμης. Ακόμα κι οι μετανάστες που μαζεύονταν τότε, κυρίως Ανατολικοί, ψάχνανε βασικά να εργαστούν, να ενταχθούν στην κοινωνία – υπήρχαν βέβαια και δουλειές, τώρα πού. Ύστερα γεμίσαμε περιθωριακούς, μετά πρόσφυγες. Τι να κάνανε βέβαια κι αυτοί όταν δεν υπάρχουν υποδομές φιλοξενίας... Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που προκόψανε, ανοίγοντας δικά τους μαγαζιά εδώ γύρω. Το τελευταίο διάστημα είχε διορθωθεί κάπως η κατάσταση, οι Αθηναίοι άρχισαν να ξανακατεβαίνουν δειλά-δειλά Ομόνοια, με τα capital control όμως το πράγμα ξαναβάλτωσε. Σαν κάποιος να μας έχει ματιάσει! Είναι βέβαια κι η σημερινή Ομόνοια διαμορφωμένη άχαρα, παντού βλέπεις βρώμα, σκουπίδια, ακαθαρσίες, κάτουρα... Είναι τόσο δύσκολο να καθαρίζουν τακτικότερα, να φτιάξουν δημόσιες τουαλέτες σαν αυτές παλιά στον υπόγειο; Όχι, δεν είναι νομίζω τόσο θέμα χρημάτων όλη αυτή η εγκατάλειψη όσο έλλειψης ενδιαφέροντος, φαντασίας και πολιτικής βούλησης. Αν αναβαθμιζόταν π.χ. το κομμάτι γύρω από το Εθνικό Θέατρο, θα γινόταν ένας «μπούσουλας» για την ευρύτερη περιοχή της πλατείας. Να ξανανοίξουν κάποια κτίρια-φαντάσματα σαν το Εφετείο, να γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις... Ναι, υπάρχουν κι εδώ σχέσεις γειτονίας, άλλες καλές, άλλες κακές όπως παντού. Υπάρχουν έπειτα οι ιδιαίτεροι, ας πούμε, πελάτες που σπάνε τη ρουτίνα. Μια φορά ήρθε μια κυρία μελλόνυμφη με ένα ταψί ζητώντας να της φτιάξουμε γαλακτομπούρεκο που θα παρουσίαζε στην απαιτητική πεθερά σαν δικό της! Άλλη κυρία πάλι, της καλής κοινωνίας, μας είχε φέρει μπακαρά να τα γεμίσουμε ανθόγαλο που θα σέρβιρε στους υψηλούς της καλεσμένους σαν προσωπική της δημιουργία...».
Βασίλης Δρακόπουλος
Eφημεριδοπώλης (Ομόνοια και Αγ. Κων/νου)
«Την άδεια για τον πάγκο την είχε πάρει ο παππούς μετά τη χούντα, μετά τον κράτησε ο πατέρας και την τελευταία δεκαετία με κάποια διαλείμματα τον τρέχω εγώ. Νύχτες δούλευα τα πρώτα χρόνια, τώρα το γύρισα μέρα που είναι λιγότερο «άγρια» βάρδια. Όταν πρωτοκατέβηκα η πλατεία ήτανε τίγκα στα τζάνκια και τον υπόκοσμο, γίνονταν συχνά τσαμπουκάδες, ακόμα και ληστείες, κυρίως στους παράδρομους. Δούλευα μέσα στο φόβο και το άγχος, μέχρι μαχαίρι μου είχαν βγάλει – τα πράγματα τώρα έχουν ηρεμήσει αρκετά, άνοιξαν και κάποια καινούργια μαγαζιά όπως το αρτοπωλείο Άττικα εδώ απέναντι (στη θέση του παλιού Μπακάκου) που έδωσε άλλο χρώμα σε αυτή εδώ τη γωνιά, όμως η κίνηση γενικότερα είναι πεσμένη - μόνο Σαββατοκύριακα στρώνει. Παλιότερα τις μεγάλες ώρες περνάγανε κοσμικοί με τις κούρσες τους και κατέβαιναν να πάρουν την εφημερίδα ή το περιοδικό τους, γινόταν και το σχετικό ψιλοσούσουρο, τελευταία μόνο τον Τρύφωνα βλέπαμε κι αυτόν τον έχουμε χάσει! Αληθεύει ότι οι "πάγκοι" κονομούσανε καλά μια εποχή, πλέον όμως οι περισσότεροι ίσα που βγάζουμε τα έξοδά μας. Υπήρξαν βέβαια «λουκέτα» και σε μας, άσε που φοβόμαστε μήπως μας κλείσουν εντελώς με καμια ευρωπαϊκή οδηγία...
Τόσα χρόνια πάνω στην πλατεία, φίλε, τα έχω δει όλα, το μυαλό έχει κλειδώσει πολλά...
Για να δουλεύεις καταμεσίς στην Ομόνοια χρειάζεσαι ανοικτό μυαλό, αντοχές πολλές κι αισθήσεις σε διαρκή εγρήγορση. Με φτιάχνει όμως και το καθημερινό χάζι, όλη η πόλη βλέπεις θα περάσει κάποια στιγμή από δω. Άσε που κάνουμε με τους συναδέλφους τους τουριστικούς πράκτορες αμισθί - αν βάζαμε ένα κουτάκι «ό,τι προαιρείσθε» θα θησαυρίζαμε! Μα είναι δυνατόν να μην έχει στην καρδιά της πόλης ένα περίπτερο ο ΕΟΤ; Πολλούς πάλι, ξέρεις, τους μπερδεύω, με κόβουν για ροκά, αναρχικό, μηχανόβιο, ακόμα και χρυσαυγίτη, εγώ πάλι λέω σε όλους ότι μία είναι η δική μου ομάδα, ρέζους θετικό! Τόσα χρόνια πάνω στην πλατεία, φίλε, τα έχω δει όλα, το μυαλό έχει κλειδώσει πολλά... Το πιο βίαιο σκηνικό που θυμάμαι ήταν ένα πολύ άγριο ξύλο μεταξύ Αφγανών εδώ παραπίσω - σε κάποια φάση έρχεται τρέχοντας ο ένας, βουτάει ένα χοντρό σίδερο που έχω για τον πάγκο κι ορμάει στον άλλο να τον σκοτώσει κανονικά! Ειδοποιήσαμε την αστυνομία που ήρθε με τα χίλια ζόρια όταν είχαν ήδη εξαφανιστεί, μέσα στα αίματα κι οι δυο. Κάποιο βράδυ τραβήξανε κι εμένα στο τμήμα επειδή έβρισα έναν ασφαλίτη με πολιτικά (δεν τον είχα κόψει ότι ήταν) επειδή κακομίλησε χωρίς λόγο στον Μπαγκλαντεσιανό υπάλληλό μου. Ειδοποίησε περιπολικό, με βάλανε μέσα, έβριζε, απειλούσε, εντέλει πάμε στον αξιωματικό υπηρεσίας: «Mα τον εφημεριδά συνέλαβες, πας καλά; Είναι κι Έλληνας, δε βλέπεις;», του κάνει αυτός (δεν μου άρεσε αυτή η διάκριση, ομολογώ) και μ' αφήνει ελεύθερο... Όμως το συγκλονιστικότερο σκηνικό ήταν μια δύστυχη μάνα που έψαχνε την κόρη της, τζάνκι στην Ομόνοια – μου δείχνει μια φωτογραφία, μπουμπούκι σκέτο ήταν η μικρή, δεν την ξέρω, της λέω, αλλά αν είναι χρόνια χρήστρια, αποκλείεται να μοιάζει με αυτή τη φωτό... Εντέλει την βρήκε, η μικρή όμως – χάλι μαύρο πια, όπως είχα μαντέψει - την έδιωξε βρίζοντας... Άκου και το άλλο: την παραμονή του δημοψηφίσματος του Ιουλίου, οι περισσότερες μεγάλες εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδα υπέρ του «Ναι». Ε, πολλοί αναγνώστες τους που είναι τακτικοί μου πελάτες δεν τις αγόρασαν... Δεν το λέω προκατειλημμένα, εγώ να πουλήσω ήθελα!
Σταύρος Παπαγεωργίου
Iδιοκτήτης καταστήματος ένδυσης (Παπαγεωργίου Jeans, Ομόνοια & Γ' Σεπτεμβρίου)
Βρέθηκα εδώ από σχολιαρόπαιδο να βοηθάω τον πατέρα τη δεκαετία του '90.. Ήταν μια καλή εποχή τότε για την Ομόνοια, κυκλοφορούσε κόσμος, υπήρχε κίνηση, καταστήματα πολλά – τώρα πια τα μισά έκλεισαν ή άλλαξαν χρήση -, κυκλοφορούσε χρήμα... Όλα αυτά μέχρι λίγο μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 - ύστερα ήρθαν τα μνημόνια και όσα είχαμε δει από την καλή, τα είδαμε τώρα από την ανάποδη! Τη χειρότερη εποχή της η Ομόνοια την έζησε νομίζω ανάμεσα 2010-12, οπότε είχε γεμίσει περιθωριακούς κάθε λογής, γινόταν «χύμα» εμπόριο και χρήση ουσιών, κλέβανε κιόλας αβέρτα, στους γύρω παραδρόμους κυρίως. Και πάνω που κάπως πήγε να στρώσει το πράγμα, ήρθαν οι κλειστές τράπεζες κι οι έλεγχοι κεφαλαίων που ρίξανε κατακόρυφα την κίνηση και την εμπορική δραστηριότητα. Το δικό μας μαγαζί αντέχει γιατί και ρούχα ποιότητας έχει και σταθερή πελατεία διατηρεί. Όμως αν δεν ξαναγίνει ελκυστική η πλατεία στον μέσο Αθηναίο, δεν ξέρω τι μέλλον θα έχουμε επιχειρηματίες κι εργαζόμενοι στην Ομόνοια. Δεν είναι μόνο το περιθωριακό κομμάτι της πλατείας, πορνεία, ναρκωτικά, μικροπαραβατικότητα, αυτά πάντα υπήρχαν λίγο-πολύ, θυμάμαι μάλιστα πόσο είχα σοκαριστεί σαν παιδάκι όταν πρωτοείδα χρήστες ουσιών στις δύσκολες στιγμές τους, τις «ντάγλες» που λέμε. Μετανάστες επίσης μαζεύονταν ανέκαθεν, τώρα είναι ξένοι, πριν κάμποσες δεκαετίες ήταν δικοί μας, εσωτερικοί. Φταίει που η πολιτεία δεν εννοεί να συμμαζέψει λίγο την κατάσταση. Ας μη γίνουν θεαματικές παρεμβάσεις εφόσον δε υπάρχουν χρήματα – αφήστε ότι οι τελευταίες που έγιναν, αποδείχτηκαν μαύρα χάλια και πεταμένα λεφτά -, ας φροντίσουν όμως έστω την καθαριότητα, την ευταξία, την ασφάλεια. Τα «τραπεζάκια έξω» από μόνα τους δεν φτάνουν. Κι έχει ωραίες γωνιές η πλατεία που μαραζώνουν, υπέροχα κτίρια όπως το Μπάγκειον που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, ιστορικά στέκια όπως το πρώην γαλακτοπωλείο Βρετάνια και η καφετέρια Μέγας Αλέξανδρος βάλανε λουκέτο...
Ναι, θα άνοιγα αλλού αν μπορούσα, όμως θα το παλέψω εδώ όσο πάει. Κι εύχομαι η Ομόνοια να ξαναδεί καλύτερες μέρες!
Από τα πράγματα που μου εντυπώθηκαν περισσότερο ήταν το χρυσαυγίτικο «πογκρόμ» τον Μάιο του '11. Τους βλέπαμε εξαγριωμένους να κυνηγούν και να χτυπάνε αλλοδαπούς στο σωρό στην Ομόνοια και τις γύρω περιοχές, νιώθοντας εντελώς αδύναμοι να κάνουμε κάτι να τους σταματήσουμε - το χειρότερο συναίσθημα απ' όλα - αφού κι η αστυνομία δεν συγκινούνταν... Παρόμοιο αίσθημα ένιωσα βλέποντας τελευταία στην πλατεία τους ξεριζωμένους Σύριους, οικογένειες ολόκληρες με μικρά παιδάκια να αναζητούν κάπου να μείνουν μερικά βράδια πριν συνεχίσουν γι' αλλού, οι φτωχότεροι πάλι ξημερώνονταν στο δρόμο ενώ τα δικά μας παιδιά κοιμούνταν στα πούπουλα. Περισσότερο όμως με εντυπωσίασε η περηφάνια τους – πήγα να προσφέρω σε μια τέτοια οικογένεια έστω ένα-δυο μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό να βγάλουν τη νύχτα αλλά αρνήθηκαν να το πάρουν. Άλλοτε έχουμε κινδυνεύσει στη διάρκεια επεισοδίων – τότε με τη δολοφονία Γρηγορόπουλου οπότε κάηκε το κέντρο είχαμε θυμάμαι «οχυρωθεί» μέσα στο μαγαζί οικογενειακώς τρία μερόνυχτα μη μας το κάψουν! Ναι, θα άνοιγα αλλού αν μπορούσα, όμως θα το παλέψω εδώ όσο πάει. Κι εύχομαι η Ομόνοια να ξαναδεί καλύτερες μέρες!
Μαίρη Ψαρουδάκη
Eπιχειρηματίας
Μίρο Πασκάλεφ
Marketing Manager (κάτοικοι)
Φίλοι καρδιακοί, κάτοικοι Ομόνοιας και γείτονες την τελευταία οκταετία, η Μαίρη κι ο Μίρο λατρεύουν την πλατεία μ' όλα της τα προβλήματα: «Έψαχνα ένα λοφτ στο Γκάζι όταν έμαθα ότι πουλιέται αυτό εδώ στη Μενάνδρου και μόλις ήρθα να το δω, το ερωτεύτηκα αμέσως – ίσως συνέβαλε το υπέροχο ηλιοβασίλεμα που μου χάρισε εκείνο το απόγευμα! Χρειάστηκε βέβαια πολλή δουλειά να φτιαχτεί, άξιζε όμως τον κόπο. Το αστείο είναι ότι αρχικά δυσκολευόμουν να πω "μένω Ομόνοια" έχοντας κατοικήσει πριν Φιλοθέη, Μαρούσι και Άλιμο, θα παραξενεύονταν φίλοι και γνωστοί – έλεγα λοιπόν ότι βρήκα σπίτι δίπλα στο Εθνικό Θέατρο, να φανεί πιο καθώς πρέπει! Θυμάμαι κιόλας ότι είχαμε έρθει με μια παρέα να αράξουμε σπίτι και κάποιος που δεν γνωριζόμασταν καλά, συνειδητοποιώντας πού είναι, έφυγε φοβισμένος αρνούμενος να μπει ακόμα και στο ασανσέρ! Γρήγορα όμως προσαρμόστηκα και πια τη θεωρώ θαυμάσια επιλογή – εδώ βρίσκεις οτιδήποτε χρειαστείς 24 ώρες το 24ωρο, πας σχεδόν παντού πεζός, η Βαρβάκειος είναι μια ανάσα, οι βραδινές έξοδοι, μια κοντινή βόλτα», λέει ο Μίρο.
Έχει μια ιδιαίτερη γοητεία όλο αυτό το ασταμάτητο ανακάτεμα από ανθρώπους, φυλές, υποκουλτούρες, πραμάτειες και γεύσεις στην Ομόνοια.
«Εγώ πάλι εγκαταστάθηκα σε αυτή την πλατεία-πανελλήνιο μύθο βασικά επειδή βρήκε σπίτι εδώ ο κολλητός μου! Εδώ κοντά υπάρχουν κιόλας αρκετά μαγαζιά από την ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Χανιά, όπως το καφενείο του Κόκκινου και το ξακουστό λουκουματζίδικο του Κτιστάκη, άσε που γειτονεύει και με τη δουλειά. Η τοπική αγορά είναι άριστη και φυσικά τη στηρίζουμε!», λέει η Μαίρη που δραστηριοποιείται χρόνια τώρα στην εστίαση και τη νυχτερινή διασκέδαση (Μυροβόλος, Sodade, Noiz). «Και στο Λονδίνο όσο ζούσα, εξάλλου, πάλι downtown έμενα, πάντα μου άρεσε η πολυχρωμία, το multiculti. Είναι όμορφο βγαίνοντας από το σπίτι να λες καλημέρα σε πολλές γλώσσες! Βέβαια, σαν πρωτοήρθα, η Ομόνοια ήταν αλλιώς, κάτι το μετρό, κάτι τα καινούργια ή ανακαινισμένα ξενοδοχεία και μαγαζιά... Ήτανε στρογγυλή, είχε συντριβάνι, υπήρχε ακόμα ο Δρομέας, τώρα είναι μια τετράγωνη τσιμεντένια ερημιά με λίγο καχεκτικό πράσινο για τη μόστρα. Κλείσανε και πολλές επώνυμες επιχειρήσεις – μόνο τα κινητά διασώθηκαν κι επεκτάθηκαν! Η χειρότερη περίοδος ήταν ανάμεσα 2008-11. Έχω επισκεφτεί δεκάδες χώρες, κυκλοφόρησα μόνη μέχρι σε φαβέλα του Ρίο, πουθενά όμως δεν ένιωσα να απειλούμαι σαν τότε στην Ομόνοια... Βία, πρέζα, εγκληματικότητα, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών από συμμορίες για το ποιος θα ελέγχει ποιο κομμάτι λες κι ήταν η πλατεία αυλή τους, δεν υποφερόταν – μου επιτέθηκαν κιόλας τρεις να με ληστέψουν μέρα μεσημέρι αρχές Πειραιώς. Πάλεψα, φώναξα, εντέλει φύγανε μόνο με το κινητό – τουλάχιστον γλίτωσα πορτοφόλι και laptop. Μια άλλη μέρα δεν μπορούσα να ανοίξω την εξώπορτα της πολυκατοικίας γιατί κάποιος κοιμόταν κατάχαμα από μέσα. Εννοείται ότι μου είχαν σπάσει και το αμάξι. Τώρα πια η κατάσταση είναι διαφορετική, υπάρχει περισσότερη ασφάλεια, ανοίγουν καινούργια καταστήματα, φτιάχνονται νέα στέκια... Ναι, θα σύστηνα και σε άλλους να μείνουν Ομόνοια, να γυρίσουν κι όσοι έφυγαν, να τη φτιάξουμε και να την ξαναζωντανέψουμε, αξίζει!», εύχεται.
«Ναι υπήρχε φόβος, μιζέρια, παρακμή... Σπανίζουν πια ευτυχώς τέτοιες εικόνες, η πλατεία ξαναπήρε σιγά-σιγά τα πάνω της. Όμως οι περισσότεροι δρόμοι και πεζοδρόμια είναι σαν βομβαρδισμένα, οι πεζόδρομοι επίσης, σκουπίδια παντού... Έχω επισκεφτεί όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έζησα κιόλας σε κάποιες – πουθενά δεν συναντάς τέτοιο χάλι στο κέντρο, τη βιτρίνα, υποτίθεται, μιας πόλης. Να ενταχθεί στον άξονα του ιστορικού κέντρου, να φτιαχτούν χώροι πολιτισμού και αναψυχής. Πέντε βήματα απέχουν το Μοναστηράκι, η Πλάκα κι η Ακρόπολη, δύο βήματα το Εθνικό Μουσείο, υπάρχουν ξενοδοχεία, καταστήματα, είναι συγκοινωνιακός κόμβος. Τόσοι Αθηναίοι, ξένοι, τουρίστες περνάνε καθημερινά, κρίμα να αντικρίζουν τέτοια εικόνα. Απαράδεκτη είναι επίσης η κατάσταση στο Εθνικό Θέατρο, ένα σημείο που έπρεπε να είναι στολίδι», θα πει ο Μίρο. «Οι ιδιοκτήτες των περισσότερων κτιρίων κατοικούν αλλού και τα αφήνουν ρημάδια - κάποιοι εκμεταλλεύονται και τους μετανάστες που τους νοικιάζουν κάτι τρύπες με το κεφάλι... Υπάρχουν έπειτα τόσα νεοκλασικά αναξιοποίητα. Βέβαια, τα πάντα έχω δει όσο μένω εδώ, φασαρίες, σκηνικά ασύλληπτα, ανθρώπινα ερείπια, ΜΑΤ να χτυπάνε άσχημα διαδηλωτές... Έχει ωστόσο μια ιδιαίτερη γοητεία όλο αυτό το ασταμάτητο ανακάτεμα από ανθρώπους, φυλές, υποκουλτούρες, πραμάτειες και γεύσεις στην Ομόνοια. Έπειτα το να βρίσκεσαι διαρκώς "μέσα" σε όλα, να νιώθεις σε 24ωρη βάση τον παλμό μιας ολόκληρης πόλης, έχει τη χάρη του!».
σχόλια