21.10.2013 | 07:03
Ήθελα
να κάνω ένα τσιγάρο στα κρυφά. Όλοι κοιμούνται. Φτου σου γαμώτο, τα στριφτά μου τα έχω κρύψει στο γραφείο μου. Εκεί δίπλα στον καναπέ κοιμάται η μάνα μου. Ανέβηκε Αθήνα γιατί είχα ένα τροχαίο ψιλοσοβαρό. Πήγα στο δικό της πακέτο. Φτου σου και πάλι, έχει μόνο ένα τσιγάρο μέσα. Ειρωνεία. Μπόλικη ειρωνεία. Σαν νίντζα πήγα πίσω στο γραφείο και τα πήρα. Με έκανε να θυμηθώ εποχές λυκείου με νυχτοπερπατήματα για να μην με ακούσουν οι δικοί μου.Βγήκα στο μπαλκόνι. Αυτό το μπαλκόνι που ένας Θεός ξέρει τι ιστορίες έχει να πει. Κατάφερα με μια περίεργη γωνία να πιάσει το μάτι μου λίγο ουρανό και 3 αστέρια. Αλήθεια, 3 ήταν, τα μέτρησα.Και θυμήθηκα όλες εκείνες τις μέρες που μου έλεγες πως είσαι κακή επιρροή γιατί κάθε φορά που ερχόσουν βλέπαμε τον ήλιο να ανατέλλει με ένα τσιγάρο στο χέρι σε αυτό το μπαλκόνι. Θυμάμαι το πρόσωπό σου και τις συζητήσεις που ξεκινούσαμε που κατέληγαν σε άσχετους μονολόγους και νεύματα του κεφαλιού.Έκανα αυτή την περίεργη κίνηση που κάνεις με κλειστά τα μάτια όταν μπαίνεις σε ένα ζεστό κρεβάτι ή όταν βγαίνεις ξαφνικά στο κρύο, ξέρεις μωρέ εκείνο το χουχούλιασμα που σκας και χαμόγελο ταυτόχρονα.Κάπως έτσι ρούφηξα όλες τις στιγμές από τις αναμνήσεις μου, τις έβαλα ακριβώς εκεί κάτω από το δέρμα μου για να τις έχω φρέσκιες, σαν να συνέβησαν μόλις τώρα, τράβηξα άλλη μια τζούρα στα γρήγορα και πέταξα το υπόλοιπο τσιγάρο στον υποτιθέμενο κήπο της από κάτω που μου κάνει την ζωή μαρτύριο. Ξέρεις μωρέ, εκείνη που ήθελες να δείρεις.Σαν να κατάφερα και σήμερα να μου λείπεις λίγο λιγότερο.Είναι 7.01 και ακόμα δεν ξημέρωσε. Λες να φταίει το ότι λείπεις;Δεν ξέρω, καληνύχτα.