Τελευταία φορά που θυμάμαι να βλέπω το ίδιο όνειρο πάνω από μία φορά θα ήμουν μονοψήφιας ηλικίας.Απορώ επιπλέον πως είναι δυνατόν να θυμάται κανείς τόσες λεπτομέρειες ενός ονείρου. Συνήθως τα όνειρα σπάνε σε μικρά κομματάκια και χάνονται λίγο αφού ξυπνήσει κανείς.
25.1.2017 | 12:19
Όνειρο ή ψυχολογικά;
Τον τελευταίο καιρό, σχεδόν κάθε πρωί έχω το ίδιο όνειρο/εφιάλτη. Είμαι σε ένα τρένο, πάει κάπου μακριά, δεν ξέρω το μέρος. Φτάνουμε στον προορισμό μας, εγώ και κάποιοι άλλοι που υποτίθεται ότι είναι γνωστοί μου αλλά δεν τους ξέρω. Καθόμαστε για λίγο, συνήθως ένα δάσος, μια παραλία και μετά πάμε να γυρίσουμε. Στο γυρισμό γνωρίζω μια κοπέλα, κάθε φορά διαφορετική, μιλάμε, κάτι περίεργα αρχίζουν να συμβούν στο τραίνο, αποσπάται συνήθως το βαγόνι μας, καταφέρνω πάντα να πιάσω από πίσω το τελευταίο βαγόνι, βοηθάω και αυτήν να μπει μέσα. Μιλάμε, περνάμε καλά, κάποια στιγμή φτάνουμε στον προορισμό μου, κατεβαινουμε, την παω σε ένα μέρος που με χαρακτηρίζει, σήμερα ήταν μια κούνια σε ένα δάσος, την φιλάω, καθόμαστε για λίγο εκεί και μετά αποφασίζω να πάμε σε ένα άλλο μέρος, μάλλον ένα μέρος που θεωρώ σπίτι μου ή δικό μου. Φτάνουμε εκεί. Το μέρος είναι μια βιομηχανική περιοχή, βλέπω γύρω μου, όπως φτάνουμε, μονάδες παραγωγής που βγάζουν μαύρο καπνό, δεν υπάρχει πολύ φως, είναι βράδυ αλλά και το μέρος είναι σκοτεινό λόγω του μαύρου καπνού πάνω στον ουρανό, καταλήγουμε σε κάποιες σκάλες που οδηγούν προς τα κάτω σε μια κλειστή πόρτα. Αρχίζω πάλι και την φιλάω, πάντα πάνω στις ίδιες σκάλες, στο ίδιο μέρος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίζονται πάνω στο πεζοδρόμιο 4-5 τύποι, για κάποιο λόγο ξέρω ότι είναι ναυτικοί, στο όνειρο τους ξέρω, είναι άτομα του δικού μου κοσμου, πάντα οι ίδιοι. Βλέπουν την κοπέλα και λυσσανε. Θέλουν να τη βιάσουν, τους λέω ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Εκνευριζονται, κατεβαίνουν, με σπρώχνουν στην άκρη και την αρπάζουν. Αρχίζω και τους βαράω, εκνευριζονται ακόμα περισσότερο και αποφασίζουν να την κλείσουν. Ανοίγουν την πόρτα που οδηγούν οι σκάλες, μέσα υπάρχει ατμός, με το που το βλέπω ξέρω ότι κάτι υπάρχει εκεί μέσα, μια μάσκα, φοβάμαι ακόμα και να κοιτάξω προς τα εκεί, ότι και να γίνει ξέρω ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τους αφήσω να την κλείσουν εκεί μέσα. Τους βαράω όλο και πιο δυνατά, ρίχνω κάτω τον τύπο που την πήγαινε μέσα, η κοπέλα κλαίει, φωνάζει και προσπαθεί να ξεφύγει, πάνω στο πεζοδρόμιο την αρπάζει άλλος από τους τυπαδες, πάει να την κλείσει σε άλλο δωμάτιο, όχι και τόσο τρομακτικό, τον χτυπάω στο κεφάλι, η κοπέλα ξεφεύγει. Έχω τους δύο από τους πέντε δίπλα μου, προσπαθώ να παλέψω μαζί τους, την ακούω να ουρλιάζει, είναι κάτω, δεν μπορεί να περπατήσει, βλέπω τον τελευταίο να την χτυπά με ένα ξύλο στα πόδια και καταλαβαίνω. Ρίχνω με δύο κινήσεις τους δυο τυπαδες κάτω, εξαφανιζονται, τηλεμεταφερομαι ουσιαστικά στον πέμπτο και τον διαλύω. Εμφανίζονται από το πουθενά άλλοι, γέροι και παιδιά, κινούνται πολύ γρήγορα, δεν είναι άνθρωποι, είναι δαίμονες, κρατάνε ρόπαλα και τσεκουρια, αρπάζω και εγώ ένα ξύλο και κάθομαι από πάνω της, βαράω οποιονδήποτε έρχεται κοντά, και έρχονται, καταφέρνουν κάποιοι να την χτυπήσουν, με κάθε χτύπημα γίνεται όλο και πιο μικρή, κλαίει, δεν έχει πλέον δύναμη να κλάψει. Το σώμα της μικραίνει, δεν έχει πληγές, αλλά πονάει. Μετατρέπεται ξαφνικά σε ένα κομμάτι χαρτί, με μια ή μερικές λέξεις πάνω, το σηκώνω, δεν προλαβαίνω να το διαβάσω, οι δαίμονες είναι ακόμα εκεί και με κοιτάνε. Ξέρω ότι έχω αποτύχει, πάλι, όπως κάθε φορά. Νοιώθω πόνο, κενό. Το χαρτί εξαφανίζεται. Ξυπνάω
5