Σε παρακαλώ πολύ ΜΗΝ σνομπάρεις αυτό το σχόλιο.Θέλω να μιλήσουμε, να σε ακούσω να σου πω...Μόλις δημιούργησα την διεύθυνση που ακολουθεί. θα περιμένω.και ποιος να ξέρει, ίσως όντως μια μέρα νά'ρθω να σε βρω[email protected]**please μόνο για το κορίτσι της εξομολόγησης!
13.5.2017 | 22:16
Κάτι σαν παράπονο.
Είμαι 44 χρονών, και ζω μόνη μου στο εξωτερικό. Έχω την δουλειά μου, το διαμερισματάκι μου, τα βγάζω πέρα. Μεγάλωσα στην Ελλάδα, σε ένα χωριό κάπου στην επαρχία. Οι γονείς μου είναι πλούσιοι άνθρωποι. Χωρίς όμως να κάνουν πλούσια ζωή. Εκείνο που τους ενδιέφερε πάντα ήταν να αποκτήσουν μεγάλη περιουσία. Να έχουν ακίνητα, οικόπεδα. Ό,τι χρήματα πέφτανε από παλιά στα χέρια τους, τα αποταμιεύανε για να αγοράσουν το επόμενο ακίνητο. Μεγάλωσα με στερήσεις λόγω αυτής της κατάστασης. Αλλά όπως είπα, δεν ήταν πως οι ίδιοι σπαταλούσαν λεφτά για τον εαυτό τους. Έχουν ένα σπίτι όπως όλα τα άλλα, με τις συνηθισμένες σύγχρονες ανέσεις.Ήμουν πάντα άριστη μαθήτρια. Η σημαιοφόρος, με τις καλύτερες επιδόσεις σε όλο το σχολείο. Φροντιστήριο δεν πήγα ποτέ, δεν χρειάστηκε κιόλας. Έτσι κι αλλιώς οι γονείς μου δεν θα δίνανε χρήματα ακόμη κι αν χρειαζόταν.Όταν ξεκίνησα το Γυμνάσιο, η μητέρα μου μου ξεκαθάρισε πως δεν πρέπει να περιμένω καμιά βοήθεια από την μεριά τους. Πως, όταν τελειώσω με το Λύκειο, να κοιτάξω να δω τι θα κάνω. Πως δεν έχουν σε καμία περίπτωση την πρόθεση να χρηματοδοτήσουν τυχόν σπουδές μου.Τελειώνοντας το Λύκειο, δανείστηκα ένα μικρό ποσό από κάποιον συγγενή μου κι έφυγα για έξω. Έπιασα αμέσως δουλειά, έπλενα πιάτα σε ένα εστιατόριο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα χρόνια, μοναχικά. Σιγά σιγά έμαθα την γλώσσα, βρήκα δουλειά σε εργοστάσιο. Κάθε χρόνο πήγαινα στο χωριό, στους γονείς μου. Μέχρι πριν πέντε χρόνια. Ξαφνικά κάτι πέτρωσε μέσα μου, δεν ήθελα να τους δω. Δεν το αντέχω πια. Εδώ και χρόνια διαδίδουν διάφορα, πως με έχουν στηρίξει πολλές φορές οικονομικά, πως ξόδεψαν παλιότερα μεγάλα ποσά για να σπουδάσω και πως εγώ πάντα τα παρατούσα. Όλοι ξέρουν πως λένε ψέματα, αλλά κάνουν πως τους πιστεύουν. Τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς μου είναι πια μεγάλοι άνθρωποι. Συχνά με παίρνουν τηλέφωνο, ακούω την αγωνία στην φωνή τους. Φοβούνται πως θα μείνουν μόνοι. Με ρωτάνε γιατί δεν πάω να τους δω, κι εγώ αραδιάζω διάφορα ψέματα. Πριν πολλά χρόνια, για μια και μοναδική φορά είχα ξεσπάσει, και τους ρώτησα γιατί με άφησαν τόσο μόνη μου. Είχαν αρχίσει και οι δύο να φωνάζουν, λέγοντας ασυναρτησίες μέσα στην υστερία και τον πανικό. Δεν έχω σκοπό ποτέ ξανά να ανοίξω συζήτηση, ό,τι έγινε έγινε, δεν υπάρχει και λόγος πια.Περιμένουν να τα μαζέψω και να πάω στο χωριό. Έχουν και προβλήματα υγείας, χρειάζονται κάποιον να τους φροντίζει. Μου λένε πως είμαι η μοναδική τους κληρονόμος, πως δεν έχω ανάγκη να δουλεύω σε εργοστάσιο μεροδούλι μεροφάι. Αλλά εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω το κορίτσι που μπήκε πριν χρόνια σε ένα λεωφορείο με δανεικά λεφτά ελπίζοντας πως κάπου στα βόρεια θα βρει μια δουλειά για να επιζήσει. Στην βαλίτσα δυο αλλαξιές ρούχα και έναν φάκελο γεμάτο βραβεία. Τρομάζω όταν σκέφτομαι πως ήμουν μόλις 18. Πολύ φοβάμαι πως δεν θέλω να τους ξαναδώ.
6