Παρασκευή, 6 Φεβρουαρίου 2015. O Βαγγέλης Γιακουμάκης, φοιτητής της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, φεύγει εκείνο το μεσημέρι από το δωμάτιό του στην εστία της σχολής, αφήνοντας πίσω του δύο σημαντικά προσωπικά αντικείμενα, πορτοφόλι και κινητό. Από εκείνη την ημέρα και για περίπου έναν μήνα τα ίχνη του χάνονται.
Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Οι επαναλαμβανόμενες κλήσεις της μητέρας του, Μαρίας Γιακουμάκη, παρέμεναν αναπάντητες. Τότε αποφάσισε να μεταβεί εσπευσμένα στα Ιωάννινα μαζί με άλλα συγγενικά της πρόσωπα. Την ίδια ημέρα δηλώθηκε η εξαφάνισή του στο αστυνομικό τμήμα Κατσικά Ιωαννίνων και ξεκίνησε μια γιγαντιαία επιχείρηση για τον εντοπισμό του.
Οι έρευνες για την αναζήτηση του επεκτάθηκαν σε όλη την περιοχή και κατόπιν εισαγγελικής εντολής εκδόθηκε «Silver Alert». Η κάρτα εξαφάνισης με τα στοιχεία και τη φωτογραφία του προβαλλόταν παντού.
Μέχρι το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου όλα έδειχναν φυσιολογικά. Ο Βαγγέλης είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την οικογένειά του, όπως συνήθιζε άλλωστε καθημερινά, και μάλιστα τους είχε ανακοινώσει ότι ήταν χαρούμενος επειδή είχε βγάλει εισιτήριο και θα κατέβαινε στο Ρέθυμνο για το καρναβάλι.
«Δεν ξέρω αν αντιμετώπιζε πρόβλημα με κάποιο άτομο. Οι συμφοιτητές του γνωρίζουν περισσότερα» δήλωνε χαρακτηριστικά η μητέρα του, ενώ, ταυτόχρονα, με τον σύζυγό της Ανδρέα καλούσαν όποιον θα μπορούσε να γνωρίζει οτιδήποτε. Τρεις μέρες μετά, η 19χρονη τότε Ελένη Γιακουμάκη στέλνει μήνυμα στον αδελφό της μέσω των media.
Σταδιακά, οι μαρτυρίες αυξάνονταν, τα στόματα άνοιγαν και οι έρευνες της Ελληνικής Αστυνομίας επικεντρώνονταν στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. Όλα έδειχναν ότι η λύση του μυστηρίου κρυβόταν εκεί.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν, προκύπτει ότι πρόκειται για καθαρή δολοφονία. Η αλήθεια θα έρθει στο φως. Το μόνο βέβαιο είναι ότι την υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη κάποιοι ήθελαν να την κλείσουν νωρίς.
Στις 7:40 το πρωί της Κυριακής 15 Μαρτίου ένα ζευγάρι εντόπισε ένα πτώμα σε προχωρημένη σήψη στην περιοχή Ανατολή, μόλις 500 μέτρα από τη λίμνη Παμβώτιδα και 800 μέτρα από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. Στο σημείο έσπευσαν οι αστυνομικές δυνάμεις καθώς και ο ιατροδικαστής Ιωαννίνων, Θεόδωρος Βουγιουκλάκης.
Λίγα λεπτά αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι το άψυχο σώμα ήταν του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Ύστερα από 37 μέρες εξαφάνισης, ο θείος του, Γιώργος Βιρδιαδάκης, κλήθηκε επί τόπου για να αναγνωρίσει τη σορό.
Δίπλα του βρέθηκε ένα μαχαίρι και ενώ οι τομές στο δεξί χέρι του αριστερόχειρα φοιτητή αρχικώς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για αυτοκτονία, αργότερα δημιουργήθηκαν υποψίες για εγκληματική ενέργεια.
Η κηδεία γίνεται δύο μέρες αργότερα στον τόπο καταγωγής του πρόωρα χαμένου Βαγγέλη, στο Σελλί Ρεθύμνου. Η μητέρα αποκαλεί «ήρωα» το παιδί της και το μοιρολόι της λυγίζει τους πάντες.
Αυτοκτονία ή δολοφονία; Οι αποκαλύψεις για το bullying εναντίον του ανατρέπουν τα αρχικά δεδομένα ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Τον Απρίλιο του 2015 ασκούνται ποινικές διώξεις σε δύο στελέχη της Γαλακτοκομικής Σχολής, στον πρώην διευθυντή της Σχολής και στην υπεύθυνη της εστίας, με την αιτιολογία της συνεχούς παράβασης των καθηκόντων τους καθώς και για τους χειρισμούς τους σε σχέση με την υπόθεση του Γιακουμάκη.
Στις 10 Ιουνίου του 2015 ο εισαγγελέας αποφασίζει να ασκήσει δίωξη για «ανθρωποκτονία από πρόθεση» έπειτα από αιτιάσεις της οικογένειας. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους παραπέμπεται σε δίκη ο πρώην υπουργός και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Χρήστος Μαρκογιαννάκης, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος.
Ειδικότερα, ο πρώην υπουργός φέρεται να παρενέβη στη διοίκηση της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων ώστε να αποφύγουν την προσωρινή αποβολή οι Κρητικοί φοιτητές που φέρονται να εμπλέκονται στην υπόθεση Γιακουμάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων απάλλαξε από τις κατηγορίες τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη καθώς και την υπεύθυνη της εστίας, ενώ καταδίκασε τον διευθυντή της Γαλακτοκομικής Σχολής σε δύο χρόνια φυλάκιση με τριετή αναστολή για παράβαση καθήκοντος. Ο ίδιος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και το Εφετείο Ιωαννίνων αποφάσισε να του επιβληθεί ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή.
Την ερχόμενη Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου ξεκινά η δίκη των εννέα κατηγορουμένων ηλικίας 21 έως 25 ετών, μετά την παραπομπή τους στο Μονοµελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων για «επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού και κατά µόνας, κατ' εξακολούθηση».
Σύμφωνα με το πολυσέλιδο κατηγορητήριο, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης υποβαλλόταν σε αλλεπάλληλα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, αιφνιδιαστικά και επικίνδυνα χτυπήµατα, «καψόνια» και προσβολές.
Του έκλειναν το ζεστό νερό όταν έκανε μπάνιο, τον είχαν κλείσει μέσα σε ντουλάπα και του πετούσαν κέρματα για να τον αναγκάσουν να τραγουδήσει, όπως τα μηχανήματα, τον ξύρισαν παρά τη θέλησή του, τον έδεναν σε καρέκλες, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο μέσα σε λεωφορείο κατά την επιστροφή από εκδρομή στη Θεσσαλονίκη, τον έσπρωχναν βίαια και τον χτυπούσαν αιφνιδιαστικά και µε σφοδρότητα στον αυχένα και το πρόσωπο.
Όπως είπε ο ίδιος στη μητέρα του, τον είχαν χτυπήσει και είχαν βγάλει δύο τάβλες από το κρεβάτι του, ενώ είχε αναφέρει ότι είχε ζητήσει να αλλάξει δωμάτιο.
Λίγες μέρες πριν από την έναρξη της δίκης, οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι ο Βαγγέλης ήταν «φίλος τους και ουδέποτε βιαιοπράγησαν σε βάρος του, όπως τους αποδίδεται, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται ότι το πραγματικό bullying το έχουν υποστεί οι ίδιοι και οι οικογένειές τους από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε η ποινική εμπλοκή τους στην υπόθεση».
«Το παιδί μου δεν αυτοκτόνησε. Εμείς το μόνο που περιμένουμε είναι να αποδειχθεί η αλήθεια. Αναμένουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη, έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη στους δικαστές και οι ένοχοι πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά για το κακό που έκαναν στον Βαγγέλη» δήλωσε στη LiFO τηλεφωνικά η μητέρα του Βαγγέλη, Μαρία Γιακουμάκη.
Όταν μιλήσαμε βρισκόταν ακόμα στο τόπο κατοικίας της οικογένειας, στους Αρμένους Ρεθύμνου. Τέσσερα χρόνια μετά περιμένει τη δικαίωση του παιδιού της. Ο βουβός πόνος, η πικρία και η θλίψη διακρίνονται ξεκάθαρα στον τόνο της φωνής της.
«Δεν είναι εύκολο για εμάς να αναβιώνουμε όλα όσα ζήσαμε. Έχουμε άλλα δύο παιδιά, την Ελένη και τον Πέτρο, και όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο για όλους μας. Καθημερινά τα παιδιά διαβάζουν αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, βλέπουν φωτογραφίες του νεκρού παιδιού μου και ζουν καταστάσεις που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε.
Ακόμη δεν χωρά στο μυαλό μου ό,τι συνέβη. Είναι πολλά τα αναπάντητα "γιατί". Ζούμε ένα μαρτύριο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ανεβαίνουμε έναν γολγοθά. Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει. Είμαι περήφανη για το παιδί μου και είμαι σίγουρη ότι δεν αυτοκτόνησε» λέει εμφανώς συγκινημένη.
Μέσα στην εβδομάδα θα βρεθεί στην πόλη των Ιωαννίνων, προκειμένου να παραστεί στη δίκη των εννέα Κρητικών στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, και θα δει από κοντά τους νεαρούς που αρχικά τους θυμάται να συμμετέχουν ενεργά στις έρευνες, βοηθώντας την οικογένεια.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος της οικογένειας Γιακουμάκη, Δημήτρης Μπούκας, παραδέχεται στη LiFO ότι «προφανώς η υπόθεση έχει καθυστερήσει πάρα πολύ. Στο πολυσέλιδο κατηγορητήριο καταγράφονται συνολικά 23 περιστατικά κακοποίησης του 20χρονου Βαγγέλη Γιακουµάκη που σημειώθηκαν εντός και εκτός της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, από τον Ιανουάριο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015.
Γι' αυτό και το αδίκημα για το οποίο θα καθίσουν στο εδώλιο οι εννέα νεαροί αφορά την επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού και κατά µόνας, κατ' εξακολούθηση, ενώ υπάρχει και δικογραφία που αφορά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε βάρος άγνωστου δράστη που μέχρι στιγμής δεν έχει αποκαλυφθεί».
Και συνεχίζει: «Εμείς θεωρούμε ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Από τα στοιχεία της δικογραφίας, τα οποία δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν, προκύπτει ότι πρόκειται για καθαρή δολοφονία. Η αλήθεια θα έρθει στο φως. Το μόνο βέβαιο είναι ότι την υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη κάποιοι ήθελαν να την κλείσουν νωρίς».
Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού μελετήθηκε για πρώτη φορά το 1978 στη Νορβηγία και εννέα χρόνια μετά, συγκεκριμένα το 1987, εμφανίστηκε σε πολλά επιστημονικά περιοδικά ο όρος «bullying».
«Η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία ως ακραία μορφή σχολικής βίας και εκφοβισμού που είχε οδυνηρό αποτέλεσμα τον θάνατό του» αναφέρει στη LiFO η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ελένη Σιάνου.
Και συμπληρώνει: «Η σχολική βία και ο εκφοβισμός αποτελούν αντικείμενο επιστημονικού και κοινωνικού διαλόγου εδώ και πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, εκδηλώνονται με ήπιες μορφές και σε μικρή έκταση, κυρίως μεταξύ εφήβων. Ωστόσο, παρατηρούνται τάσεις όξυνσής τους, καθώς αυτή οφείλεται με ποικίλες αιτίες που συνδέονται με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Στις αιτίες αυτές εντάσσονται οι ταχύτατοι οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που συντελούνται στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την πολυδιάστατη κρίση που μεγαλώνει τις κοινωνικές ανισότητες. Η μεταμόρφωση του θεσμού της οικογένειας, καθώς και τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς, οι οποίοι δεν έχουν τον χρόνο ή τη γνώση να ασχοληθούν με τα παιδιά τους.
Η αδυναμία του σχολείου να καλύψει αυτό το κενό, να προσφέρει στους μαθητές τη γνώση και ένα πλαίσιο κοινωνικοποίηση ώστε να καλλιεργήσουν ικανότητες και δεξιότητες, όπως η κριτική σκέψη, η συνεργασία και η υπευθυνότητα που είναι αναγκαίες στην ανάπτυξη ενεργού ρόλου εντός και εκτός του σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι προετοιμασμένοι για τη διαχείριση των φαινομένων βίας και εκφοβισμού, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στην πρόληψη και στην αντιμετώπισή τους».
Ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες; «Οι αιτίες αυτές, όπως και άλλες πολλές, ερμηνεύουν την εμφάνιση της βίας και του εκφοβισμού στο σχολείο, που έχει σοβαρές, ακόμη και επικίνδυνες συνέπειες στους μαθητές. Η βία και ο φόβος κυριαρχούν στους θύτες και τα θύματα.
Για τους θύτες, η βία, σωματική ή ψυχική, πηγάζει από την αναζήτηση μιας ταυτότητας, ενός νοήματος στη ζωή. Όσο πιο αδύναμη ταυτότητα και προσωπικά αδιέξοδα έχουν οι θύτες τόσο πιθανότερο είναι να ασκήσουν βία, καθώς, πίσω από τη σκληρότητά τους, κρύβονται η άγνοια, η δειλία και ο φόβος. Η επιθυμία για άσκηση βίας δεν είναι χαρακτηριστικό των δυνατών, αλλά των αδύναμων, και μάλιστα πολύ επικίνδυνο.
Από την άλλη πλευρά, για τους μαθητές θύματα η βία είναι επώδυνη εμπειρία που γεννάει απελπισία, τους κάνει πιο αδύναμους. Τρομοκρατημένοι από τον κίνδυνο, κυριεύονται από ανασφάλεια και γίνονται λεία των αγελαίων ενστίκτων των θυτών, που με τη σειρά τους διακατέχονται από μένος εναντίον αυτών που δεν είναι μέλη της αγέλης. Κυριεύονται, επίσης, από τον φόβο που τους κλέβει τη θέληση και τη λογική, τους κάνει να υποφέρουν, σε σημείο που προτιμούν να χαθούν παρά να ζήσουν» απαντά.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει η κ. Σιάνου: «Είναι φανερό ότι η σχολική βία και ο εκφοβισμός έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ατομική και κοινωνική ζωή, χρήζουν αντιμετώπισης, που είναι όμως δύσκολη υπόθεση. Στη δυσκολία συντείνει και η δημόσια συζήτηση που συσκοτίζει συχνά το πρόβλημα και δημιουργεί σύγχυση. Παράδειγμα αποτελεί η χρήση του όρου "bullying", που δημιουργεί ένα είδος πανικού στην ελληνική κοινωνία.
Πάντως, είναι σημαντικό το ότι υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο, το οποίο όμως χρειάζεται να αξιοποιηθεί με σύνεση, γιατί αλλιώς δημιουργεί κινδύνους ποινικοποίησης της σχολικής ζωής. Χρειάζεται, ωστόσο, να εφαρμοστούν εναλλακτικές πρακτικές που βασίζονται στον διάλογο και την κατανόηση, εφόσον οι τιμωρητικές πρακτικές είναι αναποτελεσματικές και αποτυγχάνουν.
Μια τέτοια πρακτική είναι η σχολική διαμεσολάβηση που από τη δεκαετία του 1980 εφαρμόζεται σε άλλες χώρες και βασίζεται σε μια διαδικασία τόσο παλιά όσο οι ανθρώπινες κοινωνίες και στις αρχές της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Προβλέπει τεχνικές για την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων με τη συνδρομή ειδικά επιμορφωμένων εκπαιδευτικών και μαθητών και στόχο τη συμφωνία, ώστε να μην επαναληφθούν συγκρούσεις και επιθετικές συμπεριφορές.
Καλλιεργεί τον διάλογο, δίνοντας τη δυνατότητα να ακουστεί η φωνή του παιδιού. Διαμορφώνει τις συνθήκες της ενεργούς συμμετοχής των μαθητών με βάση τις ανάγκες τους, μέσα σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο σεβασμού, ισοτιμίας και ενσυναίσθησης.
Για να επιτύχει, όμως, η διαμεσολάβηση χρειάζεται ένα σχολείο που θα διδάσκει τους μαθητές πώς να γίνουν καλοί πολίτες, θα εφαρμόζει πρακτικές που καλλιεργούν τον διάλογο και τον σεβασμό, την ιδιότητα του πολίτη, καθιστώντας γενικότερα τη δημοκρατία τρόπο ζωής στο σχολείο».
Οι Αρμένοι είναι ένα χωριό στους πρόποδες του Βρύσινα και βρίσκεται 11 χιλιόμετρα νότια του Ρεθύμνο. Η οικογένεια Γιακουμάκη κατοικεί εκεί από το 1994 και ασχολείται επαγγελματικά με την κτηνοτροφία. Στο χωριό των περίπου 400 κατοίκων οι φίλοι και οι συγγενείς θυμούνται τον Βαγγέλη ως ένα πολύ ευγενικό, χαμογελαστό και σπάνιου χαρακτήρα παιδί, ήσυχο, ντροπαλό, ευαίσθητο, ήπιων τόνων, που αντιμετώπιζε τις καταστάσεις νηφάλια και ώριμα.
Ήθελε πολύ να γίνει τυροκόμος. Προερχόμενος από μια οικογένεια που μοχθούσε καθημερινά για να τα βγάλει πέρα, ως πρωτότοκος γιος επιθυμούσε να εισαχθεί στη δημόσια σχολή και να βοηθήσει τον πατέρα του στη κτηνοτροφία.
Οι φίλοι του στο χωριό δεν τον ξεχνούν. Κάθε χρόνο στις 15 Μαρτίου πηγαίνουν στο κοιμητήριο και αφήνουν λίγα λουλούδια. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι Μάρτιο ήταν και τα γενέθλιά του, συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου 1995. Οι ίδιοι δεν σταματούν να πιστεύουν ότι ο Βαγγέλης «σκοτώθηκε από την κανονικότητα».
Η οικογένεια του Βαγγέλη Γιακουμάκη, τιμώντας τη μνήμη του αδικοχαμένου παιδιού τους, αποφάσισε να χτίσει μια εκκλησία. Ο Ναός του Αγίου Ευαγγέλου οικοδομήθηκε στο Σελλί Ρεθύμνου γι' αυτόν το λόγο στον προαύλιο χώρο του σπιτιού τους.
Η τελευταία του εικόνα είναι μέσω της κάμερας ενός πρατηρίου καυσίμων. Την ημέρα που εξαφανίστηκε φορούσε σκούρο μπλε τζιν παντελόνι, μαύρα αθλητικά παπούτσια, φούτερ, σκούρα μπλε ζακέτα με κουκούλα και στάμπα «ITALIA».
Ένα χωράφι γεμάτο λάσπες μόλις λίγα μέτρα από έναν χωμάτινο δρόμο που οδηγεί στη λίμνη Παμβώτιδα είναι ο τόπος όπου έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή.
Σήμερα θα ήταν 24 ετών. Όμως δεν κατάφερε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα και το χαμόγελό του έσβησε πολύ νωρίς. Έπεσε θύμα της ασυγκράτητης βίας, της σιωπής, του χαβαλέ και της μαγκιάς.
Τον Μάρτιο του 2015 ο κορυφαίος στιχουργός και ποιητής, Μάνος Ελευθερίου, έγραψε ένα ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του, το οποίο καταλήγει ως εξής:
Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων.
Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ,
δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων
γι' αυτούς που ζούνε συντροφιά μ' έναν χαφιέ.
Λυσσούν να σ' έβρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι.
Κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι.
Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία
αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής.
Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία.
Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής.
Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία.
Μας περιμένουν τα τσιγγέλια στα σφαγεία.
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο δημοσιεύονται με την άδεια της μητέρας του Βαγγέλη, Μαρίας Γιακουμάκη, καθώς και του δικηγόρου της οικογένειας, Δημήτρη Μπούκα. Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 4.2.2019