Τι αλήθεια χρειάζεται ένα σκηνικό για να περιγράψει το αθηναϊκό γκοθ των αρχών του 20ού αιώνα και να φιλοξενήσει μια τρομακτική ιστορία που διαδραματίζεται στις σκονισμένες φτωχογειτονιές μιας παραπλανητικά ειδυλλιακής Αθήνας;
Ένα φτωχικό θλιβερό σπίτι με αντικείμενα αλλόκοτα και στραβά τοποθετημένα, σαν να βγήκαν από το εξπρεσιονιστικό «Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι». Ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο θα γεννηθούν και θα πεθάνουν όλες οι προσδοκίες. Ένα μικρό, μισάνοικτο παράθυρο για τις λιγοστές ανάσες. Ένα σχοινί με κάτι μισοριγμένα απλωμένα ρούχα, μια ιδέα αυλής κι ένα δέντρο για να σκιαγραφούν το αστικό τοπίο της εποχής. Και πρωταγωνιστές δυστυχείς και κακοζωισμένους που ανυποψίαστοι ετοιμάζονται να βουτήξουν στην κόλαση που τους επιφυλάσσει το πεπρωμένο.
Η Κερένια κούκλα, το κορυφαίο «αθηναίικο μυθιστόρημα» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου που σκανδάλισε τους λογοτεχνικούς κύκλους του 1900 γίνεται όπερα και στις 7 Μαρτίου κάνει πρεμιέρα στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η διάθεση είναι απολύτως πεσιμιστική, τα στοιχεία μπρεχτικά, η αγάπη παθιασμένη, ο ρεαλισμός περνά ως νύξη, η τρυφερότητα αδιόρατη, η θλίψη αβάσταχτη, το λιμπρέτο ακροβατήσει μεταξύ λυρισμού και γλωσσικού ρυθμού της εποχής.
Επιδιώκοντας μια αδιόρατη συνομιλία με τον κόσμο του Τιμ Μπάρτον και σαφέστατα επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, ο Σίμος Κακάλας ζωντανεύει τη δραματική ιστορία δημιουργώντας ένα γοητευτικό, ατμοσφαιρικό και απόκοσμο σύμπαν από γκόθικ στοιχεία, κινηματογραφικές εικόνες, ρεαλιστικές μάσκες και αναμνήσεις από μια Αθήνα άλλης εποχής.
Η μουσική του Τάσου Ρωσόπουλου τα ντύνει όλα ιδανικά, το λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου αναπαράγει αυτούσια την ομιλία της εποχής.
Στη σκιά της Ακρόπολης και «παρά τον βράχον του Φιλοπάππου», ο λυρικός παρεμβατικός λόγος του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου ξετυλίγει ένα αστικό δράμα ταπεινών και καταφρονεμένων ανθρώπων που τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τους τραγικούς ήρωες ενός αρχαίου δράματος.
Η διάθεση είναι απολύτως πεσιμιστική, τα στοιχεία μπρεχτικά, η αγάπη παθιασμένη, ο ρεαλισμός περνά ως νύξη, η τρυφερότητα αδιόρατη, η θλίψη αβάσταχτη, το λιμπρέτο ακροβατεί μεταξύ λυρισμού και γλωσσικού ρυθμού της εποχής.
Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο ωραίος Νίκος και η ασθενική Βεργινία ζουν σε ένα ταπεινό σπίτι στη λαϊκή Γαργαρέττα του 1900. Οι φθονερές γειτόνισσες εξωθούν με τη νοοτροπία τους την άρρωστη σε κατάρρευση. Η θεία Ελέγκω φέρνει για βοήθεια στο σπίτι την όμορφη Λιόλια.
Ο ερχομός της άβγαλτης νέας ελκύει το ενδιαφέρον του Νίκου και δίνει τη χαριστική βολή στην ευάλωτη Βεργινία η οποία –στη θέα του ερωτευμένου ζευγαριού– πεθαίνει.
Το ζευγάρι συνεχίζει να συζεί αστεφάνωτο, όμως, η ανάμνηση της πεθαμένης δηλητηριάζει τη ζωή τόσο τη δική τους όσο και του παιδιού που φέρνουν στην ζωή. Ο κύκλος του δράματος δεν θα κλείσει αν δεν τιμωρηθούν όλοι ανεξαιρέτως.
Το βιβλίο του Χρηστομάνου (πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Πατρίς το 1908 και εκδόθηκε ως αυτοτελές βιβλίο το 1911) αφήνει έντονη αίσθηση Αθήνας αλλά το σκηνικό στην παράσταση, ακόμα πιο κλειστοφοβικό, επιμένει να ζουμάρει στο εσωτερικό των σπιτιών.
Γιατί; «Κατ' αρχάς γιατί είναι οι χώροι στους οποίους προκαλούνται όλα τα δράματα. Αυτά ήθελα να δείξω και όχι την εξωτική Αθήνα του 1900 την οποία, λόγω νοσταλγίας που προκαλεί, αποφάσισα να βγάλω από την παράσταση. Έχουμε δει εκατό φορές αυτήν την πλευρά της πόλης. Μπορεί σήμερα να την εξιδανικεύουμε αλλά δεν είναι για να την αναπολείς.
»Η νοσταλγία και η ανάμνηση της παιδικής ηλικίας δημιουργούν πάντοτε ένα παραπλανητικό φίλτρο. Είναι σαν τους μπαμπάδες που ανεξαρτήτως ηλικίας θα λένε μονίμως στα παιδιά τους πόσο καλύτερα ήταν τα δικά τους παιχνίδια σε σχέση με τα σημερινά. Στην επιστροφή πάντα όλα είναι όμορφα. Αλλά εγώ που δεν συμφωνώ με αυτό είπα να αποφύγω την vintage λατρεία.
»Η πατίνα που δημιουργεί στις αναμνήσεις ο χρόνος θα μπορούσε να είναι ένα ατού αλλά ας μην εξωραΐζουμε άλλο την παιδική μας ηλικία. Ο στρατός, το σχολείο, η οικογένεια, η κατάσταση στην κοινωνία ήταν ιδανικά μόνο στις αφηγήσεις».
Η εποχή, λοιπόν, υπάρχει ως υπαινιγμός. «Δεν κάνουμε ντοκιμαντέρ, δεν υπάρχει πιστότητα στον νατουραλισμό, όλα είναι σαν να θυμίζουν κάτι από το τότε. Όχι σαν να το αναπαριστούν. Θέλησα να εκμεταλλευτώ περισσότερο τα γκόθικ στοιχεία του έργου παρά την αθηναϊκή ανάμνηση του Λυκαβηττού, των τριών –στεγνών πια– ποταμών, των καρτ ποστάλ» λέει ο σκηνοθέτης σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες.
Ευκολίες πολλές δεν είχε σε αυτό το έργο. Είναι ολοκαίνουριο (παραγγελία της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ), δεν ξέρει πού να «πατήσει» για να το στήσει, δεν το έχει ηχογραφημένο. Πάει ψαχουλεύοντας κι ελπίζει ότι τελικά κράτησε τον πόνο, τις ανθρώπινες πληγές, την αίσθηση της τιμωρίας από τη μοίρα και ξεφορτώθηκε εντέχνως τη σκόνη του παλιοκαιρισμένου βιβλίου, της νοσταλγίας, του μελό.
Πλάι στη σκηνή, καθισμένοι στις δυο σειρές από καρέκλες, οι πρωταγωνιστές του δράματος. Όλα τα πρόσωπα ελεύθερα. Μάσκες μόνο φορούν ο αφηγητής (ο ίδιος ο Χρηστομάνος όπως και στο βιβλίο) κι οι κουτσομπόλες, έτσι για να θυμάται κανείς πως ο συγγραφέας με τον τρόπο που τις σκιαγραφεί στηλιτεύει την ευκολία τους στη δημόσια διαπόμπευση προσώπων.
Άλλωστε το κορυφαίο αυτό συμβολιστικό έργο προκάλεσε σάλο στην εποχή του, τόσο για τη δημοτική γλώσσα, που του στοίχισε πολλές εκδοτικές περιπέτειες, όσο και για την τολμηρότητα του θέματος, που πήγαινε κόντρα στον καθωσπρεπισμό.
«Ο Χρηστομάνος από τη μία θέλει να πει ότι ο κακόβουλος σχολιασμός και η κοινή γνώμη φέρονται βάναυσα στις ψυχές των ανθρώπων. Από την άλλη δεν παίρνει ηθική θέση απέναντι στους χαρακτήρες κι επίσης αντιμετωπίζει με τρυφερότητα όλους τους ήρωές του, στοιχεία πολύ τολμηρά για μια εποχή που ασφυκτιά από καθωσπρεπισμό και αγκυλώσεις. Μιλά, για παράδειγμα, για την τυχαιότητα της ζωής όταν τότε ο κόσμος απέδιδε τα πάντα στη θρησκεία και τη μοίρα».
Μια ιστορία φτιαγμένη σαν ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ με στοιχειωμένους και φαντάσματα που επιστρέφουν και ζητούν τον λόγο για τις ανθρώπινες πράξεις. Όλα πλεγμένα γύρω από το τρίπτυχο ζωής, θανάτου, μεταφυσικών στοιχείων που σβήνουν κάθε ρεαλιστική λεπτομέρεια.
«Και όπως όλες οι καλές αφηγήσεις του είδους αφήνουν έναν υπαινιγμό ότι όλα συμβαίνουν στο κεφάλι σου» λέει ο Κακάλας κλείνοντάς μας το μάτι. Αλήθεια, μήπως τελικά η Κερένια Κούκλα είναι και δική μας επινόηση;
Ιnfo
Τάσος Ρωσόπουλος - Η Κερένια Κούκλα
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Πρώτη παρουσίαση / Παραγγελία της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ
Λιμπρέτο: Γιάννης Σβώλος, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου
Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Φωτισμοί: Παναγιώτης Λαμπής
Ερμηνεύουν: Αρκάδιος Ρακόπουλος, Θεοδώρα Μπάκα, Γιάννης Καλύβας, Στελίνα Αποστολοπούλου, Τζούλια Σουγλάκου, Σοφία Κυανίδου, Λυδία Αγγελοπούλου, Μαργαρίτα Συγγενιώτου, Λυδία Ζερβάνου, Διονύσης Τσαντίνης, Γιάννης Φίλιας, Δημήτρης Ναλμπάντης, Κωστής Μαυρογένης, Νίκος Βασιλείου και το Ergon Ensemble
07, 08, 15, 16, 17, 21, 22, 23/3, 20:30
σχόλια