Γεννήθηκα πάνω σε ένα γλέντι. Έπαιζε ο Ζαμπέτας τα «Δειλινά» και την ώρα που η μάνα μου χόρευε, έκαναν όλοι στην άκρη για να γεννήσει εμένα. Ο πατέρας μου είναι από προσφυγική οικογένεια, όλοι Μικρασιάτες, της μάνας μου η καταγωγή ήταν απ' τα Ψαρά και από τη Σύρο. Και οι δύο, όμως, γεννήθηκαν εδώ, στο Πέραμα.
• Τα όνειρά μου αλλάζανε με ταχύτητα φωτός. Όταν από τις προδιαγραφές και τις συνθήκες του κατασκευαστή δεν υπάρχουν πλάνα και πλαίσιο που να σε οδηγούν κάπου, έχεις και τη δυστυχία αλλά και την ελευθερία να φαντάζεσαι όλο το πεδίο ανοιχτό. Μπορεί να σου συμβεί οτιδήποτε.
Εμείς μεγαλώσαμε με αυτό, αλλά στην πορεία καταλάβαμε ότι το πεδίο δεν ήταν τόσο ανοιχτό κι έπρεπε κάπως να το μαζέψουμε.
Έπαιζα μπάσκετ από μικρός και παρόλο που ήμουν καλός και πέρασα από τα κλιμάκια της Εθνικής, δεν ονειρεύτηκα ποτέ ότι θα γίνω επαγγελματίας, μάλλον επειδή το μπάσκετ τότε δεν ήταν επαγγελματικό. Ήθελα να γίνω αθλίατρος.
Πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία λόγω Εθνικής, αλλά τελικά δεν πήγα, γιατί μέχρι να τελειώσω τις σπουδές δεν θα είχα τρόπο να ζήσω.
• Δεν ήμουν και πολύ φρόνιμο παιδί, αλλά τότε οι αταξίες ήταν αλλιώς, ήθελαν κι αυτές φαντασία. Μέσα από τις σκανταλιές που κάναμε ως παιδιά βγήκαν δημιουργικά πράγματα. Δεν είχαμε μπούσουλα για το πώς να κάνουμε ό,τι κάναμε.
Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 13 και επειδή είδα ότι θα δυσκόλευα τη ζωή της μάνας μου και του πατέρα μου, αποφάσισα να ζήσω με τη γιαγιά μου.
Στα 16 μου, παρόλο που ήμουν καλός μαθητής, τα παράτησα και πήγα στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, γιατί όταν σκεφτόμουν με τι να ασχοληθώ οι λύσεις εδώ δεν ήταν πολλές. Θα πήγαινες να δουλέψεις στα καράβια, στη Ζώνη δηλαδή, εκεί όπου είχαμε χάσει πολύ κόσμο. Δεν είχα καθόλου καλές παραστάσεις και δεν ήθελα να καταλήξω εκεί. Δεν ήταν επιλογή.
Επέλεξα τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων γιατί μου άρεσε η μαγειρική, έτσι βρέθηκα 16 χρονών σε ένα οικοτροφείο στην Πάρνηθα, ανάμεσα σε 25άρηδες, αλλά επειδή ήμουν αλητάκι επιβίωσα εύκολα, δεν είχα θέμα.
Είμαστε σε έναν τόπο που έχει φροντίσει να είσαι μόνος σου όταν δεν σε χρειάζεται και να έχεις πολύ μεγάλη παρέα όταν δεν την χρειάζεσαι εσύ. Και επειδή είμαστε νεκρόφιλοι, το έργο σου αναγνωρίζεται μετά θάνατον.
• Η ζωή μου ήταν κουζίνα - μπάσκετ - μουσική και όταν βγήκα από κει δούλεψα σε εστιατόρια. Βρέθηκα και στο ξενοδοχείο του Χανδρή, υπεύθυνος στον κρύο μπουφέ. Όλα αυτά γινόντουσαν από ανάγκη. Παρόλο που ήμουν καλός ένιωθα ότι τα έκανα για να επιβιώσω.
• Τα πράγματα στο Πέραμα έφταναν σε ονειρικό επίπεδο και τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ γεμάτα: φίλοι, κοπελιές, μαζώξεις. Η μουσική στο περιβάλλον μου ήταν ό,τι άκουγαν οι πρόσφυγες εδώ, ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά.
Στ' αυτιά μου έχω από Βαμβακάρη και Αττίκ μέχρι Καλδάρα και Γούναρη. Εδώ στο Πέραμα, εξάλλου, υπήρχαν δυο-τρεις ταβέρνες ιστορικές όπου έχουν παίξει όλοι, ο Μάρκος, ο Ζαμπέτας...
Όταν άρχισα να διαλέγω τι θα ακούω, έπεσα πάνω στο χιπ-χοπ όταν γεννιόταν στην Αμερική και επειδή υπήρχε πολύς κόσμος εδώ που άκουγε soul και funk και χόρευαν πολύ, μου φάνηκε οικείος αυτός ο ήχος και άρχισα να τον παρακολουθώ από την αρχή. Όμως πάντα άκουγα κι άλλα πράγματα, από ψυχεδέλεια μέχρι τζαζ.
Ήμουν και DJ από πιτσιρικάς. Μάλιστα, για μια περίοδο ζούσα πιο καλά από τα χρήματα που έβγαζα ως DJ παρά από την κανονική μου δουλειά.
• Τότε γνώρισα την πρώτη μου γυναίκα, τη μάνα του γιου μου ‒ παντρεύτηκα νωρίς. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Στα 23 βρέθηκα παντρεμένος και πήγα να ζήσω στην Καλλίπολη, όπου έμενε η πρώην μου, και στα 24 ήμουν μπαμπάς.
Μετά, με έναν παράξενα όμορφο τρόπο χωρίσαμε, γιατί καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει λάθος, ότι δεν ταιριάζαμε, δεν ήμουν κι εύκολος άνθρωπος. Όμορφα και αναίμακτα, ευτυχώς, τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του ‒ τελικά, βγήκε σε καλό και των δυο μας. Όλοι εδώ πληρώσαμε τη βιάση μας, αλλά ήταν μέρος της ζωής μας αυτό.
Το Πέραμα είναι ένας παράξενος τόπος: δεν αποφεύγαμε τα λάθη, γιατί δεν έτρεχε και τίποτα. Παρ' όλα αυτά, ήταν καθαρές οι γειτονιές. Παραδόξως δεν υπήρχαν ναρκωτικά, πολλά παιδιά δεν μπήκαν ποτέ σε αυτό το τριπ γιατί ήμασταν μακριά από την Αθήνα.
Είχαμε φτιάξει μια καλή κατάσταση και δεν είχαμε ανάγκη να φύγουμε από δω. Δεν το βλέπαμε καθόλου σοβινιστικά το Πέραμα, εξάλλου δεν το νιώσαμε και ποτέ πατρίδα μας, γιατί όλοι ήταν πρόσφυγες.
• Μετά η μουσική μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, από την ανάγκη μου να σκαρώνω τα δικά μου κομμάτια για να πω κάποια πράγματα. Ξεκίνησα με τη φιλοσοφία του DJ, δηλαδή με πικάπ και αργότερα με sampler και τα πρώτα drum machines, μέχρι εκεί πήγαινε το πράγμα μουσικά.
Δειλά-δειλά, άρχισα να ζητάω βοήθεια από παιδιά που έπαιζαν κάποια όργανα με τις μελωδίες. Στίχους έγραφα και παλιότερα. Μάλιστα κάποτε οι γονείς μου μού πέταξαν δυο μεγάλα τετράδια με στίχους γιατί φοβόντουσαν μη γίνω ποιητής. Ήθελαν να βρω μια πραγματική δουλειά.
Μου είχε στοιχίσει πάρα πολύ αυτό τότε κι αυτός ήταν ο βασικός λόγος που δεν ήθελα να μείνω με τη μάνα μου και τον πατριό μου. Έτσι πήγα να μείνω με τη γιαγιά που ήταν Μπουμπουλίνα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μαγικό πλάσμα ήταν.
Ζούσαμε με τη σύνταξή της όταν ήμουν παιδί και τα πρώτα μου πράγματα, στα 16, μου τα πήρε με τα λεφτά που είχε στην άκρη για την κηδεία της. Η συμφωνία ήταν: «Κοίτα, μαλάκα, όταν πεθάνω, όμως, να έχεις να με θάψεις». Δεν με άφησε να την ξεχρεώσω. Πλήρωσα την κηδεία της, αλλά όλα τα λεφτά που έδωσα τα έβαλε στο παιδί μου για να σπουδάσει.
• Ουσιαστικά, τότε, ακόμα κι αν δεν το ήθελες, έπρεπε να γίνεις έμπορος και επιχειρηματίας μαζί και με κάποιον τρόπο να τα κάνεις όλα μόνος σου, γιατί τα μεγάλα labels εκείνη την εποχή δεν καταλάβαιναν καν τι είναι αυτό κάνεις. Δεν τους αδικώ καθόλου, γιατί η ιστορία έδειξε ότι όταν το κατάλαβαν πέσαν με τα μούτρα σε αυτό.
Έβγαλα κάποια ανεξάρτητα πράγματα μαζί με κάποια παιδιά και μετά μας βρήκε η Warner, στο τέλος του '94. Παίξαμε με περίσσιο θράσος στο Ρόδον κι εκεί μας είδε η πολυεθνική και μας πήρε. Μας την είχαν πέσει πολλοί, αλλά εκείνοι είχαν λίγο πιο ανθρώπινο πρόσωπο.
Θυμάμαι, όταν φτάσαμε στο Ρόδον οι ηχολήπτες μάς ρωτούσαν πού ήταν οι ενισχυτές μας για τις κιθάρες. Δεν ήξεραν καν ότι μπορεί να βγει live με τα samplers και τα πικάπ. Ο Καραγιαννίδης, ο ηχολήπτης, επειδή παίζαμε στο Ρόδον μέχρι που έκλεισε, μου είχε πει: «Την πρώτη φορά που σας είδα σκιάχτηκα, είπα θα με ξεφτιλίσουν δύο πικάπ».
• Ήταν εμπειρία για όλους τότε, άρχισε να φτιάχνεται ένας πυρήνας ανθρώπων που να τα στηρίζει αυτά. Εμείς πάντα θεωρούσαμε –βασισμένοι και σε εμμονές δικές μας– ότι το πράγμα πρέπει να μείνει ελεύθερο, ότι αν μπλέξουμε με το σύστημα της δισκογραφίας πρέπει να φαίνεται κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, σαν άμυνα. Με λίγα λόγια θέλαμε να μας φοβούνται, γιατί δεν ξέραμε πώς αλλιώς να το χειριστούμε.
Φαντάσου, ότι για πολύ καιρό στη Warner και εγώ και ο Νικήτας (Κλιντ) που ήμασταν οι Active Member τότε, είχαμε ρόλους: ο Νικήτας να κάνει το καλό παιδί κι εγώ μετά να βγαίνω και να τα κάνω πουτάνα όλα.
Όλο αυτό δεν ταίριαζε σε κανέναν, γιατί ούτε ο Νικήτας ήταν τόσο καλό παιδί, ούτε εγώ ήμουν αγροίκος, αλλά έπρεπε να μας βλέπουν έτσι όπως το είχαμε φτιάξει εμείς στο μυαλό μας για να μας υπολογίζουν.
Κάποια πράγματα τα καταφέραμε, κάποια όχι, κι έβγαλαν πολλά λεφτά στις πλάτες μας. Ο πρώτος δίσκος που βγάλαμε εκεί λεγόταν «Το Μεγάλο Κόλπο» για αυτό τον λόγο, ξέραμε ακριβώς πού έχουμε μπει και λέγαμε «πάμε και ό,τι μπορέσουμε να πάρουμε για όφελός μας», ξέροντας ότι θα μας χρησιμοποιήσουν.
• Η αλήθεια είναι ότι δεν μας χρησιμοποίησαν όσο άλλους που έβλεπα, γιατί το χιπ-χοπ δεν το γνώριζαν. Επειδή τσούλαγε μόνο του, το άφησαν. Πρώτα «κοβόταν» το CD και μετά τους βάζαμε να το ακούσουν. Δεν γινόντουσαν αυτά εκείνα τα χρόνια, δεν τους άφηνα να έρθουν στο στούντιο, είχαμε κάνει τσαμπουκάδες καλούς κι έτσι φτιάξαμε μια κατάσταση...
Δεν είχαν επέμβει ποτέ στους στίχους γιατί το «Άκου, μάνα» ‒το οποίο δεν ήθελαν να το βάλουμε στον δίσκο γιατί τους φαινόταν σαν παλιό λαϊκό τραγούδι‒ έγινε μεγάλη επιτυχία και άλλαξε τον τρόπο που μας αντιμετώπιζαν όλοι.
Εγώ ήθελα να μπει γιατί ήξερα ότι με αυτό το κομμάτι θα πέρναγα στον κόσμο. Ήταν και η κατάλληλη εποχή για να τους θυμίσει κάποιος ότι λαϊκό τραγούδι μπορεί να γίνει και με άλλον τρόπο.
Ξέραμε ότι η μάνα είναι ένα σύμβολο για ό,τι θετικό και αρνητικό σού έχει συμβεί στη ζωή, χρωστάμε σε αυτήν την ύπαρξή μας και όλα γύρω της περιστρέφονται ‒ στην Ελλάδα έχουν φροντίσει γι' αυτό και οι μανάδες, που είναι λύκαινες.
Με το «Άκου, μάνα» και τον «Πρόσφυγα» περάσαμε στον κόσμο, που άρχισε να μας παρακολουθεί. Έτσι άρχισε να δουλεύεται όλη αυτή ιστορία.
• Η μεγάλη μου διαφωνία εκείνη την εποχή με τα άλλα παιδιά που άρχισαν να κάνουν χιπ-χοπ ήταν ότι εγώ δεν μπορούσα με τίποτα να μεταφράσω ζωή απ’ έξω. Τους έβλεπα όλους να παίρνουν κομμάτια και τα μεταφράζουν και ξαφνικά να γίνονται γκάνγκστερ και επαναστάτες.
Τα πράγματα που εμείς κρύβαμε μέσα μας δεν τα έχουμε βγάλει σε κανέναν δίσκο 100%, το θεωρούσα πολύ τραβηγμένο να πω όλα αυτά που είμαι ικανός να κάνω μέσα σε έναν δίσκο και δεν είναι και αυτή η δουλειά της μουσικής, ειδικά στους στίχους.
Εκεί λοιπόν υπήρχε μια διαφωνία, αλλά εκεί ξεχωρίσαμε και τη θέση μας και ονομάσαμε το δικό μας πράγμα «low bap», γιατί έπρεπε να υπάρχει κάτι να σε συγκρατεί.
Παρακολουθώντας το χιπ-χοπ από την αρχή, ήξερα ότι μπορεί να γίνει της πουτάνας αν αυτό το πράγμα μείνει ελεύθερο, και το μόνο που ζητούσα από όσα παιδιά είχαμε τριγύρω τότε και στα άλλα γκρουπ –γιατί φτιάχτηκε μια ομάδα παραγωγής μεγάλη– ήταν «πείτε ό, τι θέλετε μάγκες, αλλά να μπορείτε να το στηρίξετε. Ό,τι θέλετε. Αν είσαι ομοφυλόφιλος, βγες και πες το, αλλά να μπορείς να το στηρίξεις αυτό το πράγμα, μη λέτε σαχλαμάρες και μπουχτίσει ο κόσμος, τρώει τις αμερικανιές, να μην τρώει και εμάς στα μούτρα».
• Φυσικά και ήταν πιασάρικες οι αμερικανιές, γκόμενες, ακριβά αυτοκίνητα, ή «θα πάρω ένα μπιτόνι και θα κάψω τη Βουλή»... Άμα είχα πει στο Πέραμα «θα πάρω ένα μπιτόνι και θα κάψω τη Βουλή» και σε μια εβδομάδα δεν το είχα κάνει, καταλαβαίνεις ότι θα είχα μεταναστεύσει εκείνη την εποχή. Ήταν λίγο παράξενα τα πράγματα.
Τους άλλους ράπερ τους έπιασε ένας πανικός «γιατί αυτός ξεχωρίζει τη θέση του;», ενώ από την αρχή ήταν διαχωρισμένα τα πράγματα. Ήθελα να το ξεχωρίσουμε, ενώ θα βόλευε να ήμουν ο πατριάρχης αυτής της σκηνής, κι όλα αυτά τα παιδιά μετά από λίγο καιρό να βγάζουν λεφτά για μένα, όπως γίνεται στην Αμερική και παντού. Απλά δεν ήθελα αυτές τις αηδίες που έβλεπα εκεί.
Νιώθω ότι έχω κάνει αυτό που πρέπει, κι αργότερα όλη αυτή η ιστορία είδα ότι βοήθησε πάρα πολύ κάποια παιδιά στη ζωή τους, όχι μόνο στη μουσική.
Η μουσική, οι δίσκοι και τα ποιήματα είναι πολύ λίγα μπροστά στη ζωή. Κάποια παιδιά έγιναν επιστήμονες και είχαν σαν μπούσουλα αυτό, να μπορούν να στηρίξουν ό,τι κάνουν.
• Με τις δισκογραφικές είχε πλάκα το όλο κόλπο. Άρχισαν να γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι οι δίσκοι μας και να μην πηγαίνουμε στις απονομές. Μας παρακαλούσαν να κάνουμε μια απονομή κι εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Μάλιστα, δεν ξέρω και τι έχουν απογίνει όλοι αυτοί οι δίσκοι. Μπορεί να είναι πεταμένοι σε κάποια αποθήκη.
Αυτό ήταν και κομμάτι των εμμονών μας, δεν σημαίνει ότι αυτή η λογική ήταν η πρέπουσα. Είχαμε την τύχη και την ατυχία να μην υπάρχει κάποιος πριν από εμάς και αυτό που θέλαμε ευτυχώς πέρασε με τον τρόπο που θέλαμε.
Μας άφησαν στην ησυχία μας μέχρι να κλείσει η Warner, εμείς ήμασταν το κρυφό πουλέν που στοίχιζε λίγα λεφτά ως παραγωγή και έφερνε πάντα κέρδος. Αυτοί, όσο έβλεπαν τους αριθμούς, μας άφηναν ήσυχους.
• Όταν το 2000 φτιάξαμε το δικό μας στούντιο, η Warner δεν ήθελε να μας δίνει λεφτά για να γράφουμε στο στούντιό μας, ήθελε να γράφουμε οπουδήποτε αλλού.
Αυτό ήταν ένα παρανοϊκό πράγμα που είχε σφηνώσει τότε στο μυαλό του ανθρώπου που είχε αναλάβει, οπότε κι εμείς κάναμε απλώς τουρισμό στα άλλα στούντιο της Ευρώπης.
Να βρισκόμαστε σε κοιλάδα στην Ουαλία, να πηγαίνουμε στο Μπαθ, στο Μπρίστολ, στο στούντιο του Πίτερ Γκάμπριελ, σε άλλα στούντιο όπου έγραφε ο Ρότζερ Γουότερς. Πηγαίναμε με έτοιμες μουσικές και απλώς γράφαμε φωνές εκεί και κάναμε κάποιες μείξεις, γιατί έπρεπε να χαλάσουμε τα λεφτά αλλού, όχι στο δικό μας στούντιο.
Φοβόντουσαν ότι αν πλήρωναν εμάς απευθείας για τα μπάτζετ θα τους ρίχναμε, ενώ έτσι τους ρίχναμε 10 φορές. Αυτό συνέβη όταν οι δισκογραφικές περάσαν πια στους λογιστές.
Οι μεγάλες καταστροφές για τη δισκογραφία ήταν στα μέσα της δεκαετίας του '70, όταν σταμάτησαν να φαίνονται οι συνθέτες ως αρχικοί δημιουργοί και στη θέση τους φαίνονταν οι τραγουδιστές.
Η δεύτερη μεγάλη καταστροφή, και τελειωτική, ήταν όταν οι λογιστές έγιναν διευθυντές. Ξαφνικά, η μουσική έχασε την τρέλα της και είχε να κάνει μόνο με αριθμούς. Έπρεπε να βρεις τρόπο να νικήσεις τους αριθμούς και όχι να αρέσει σε κάποιον άνθρωπο το τραγούδι σου.
Γι' αυτό φτάσαμε σε αυτό το χάλι. Καταστράφηκε πολύς κόσμος, πέθανε στην ψάθα. Υπάρχουν απίστευτα ταλέντα που πήγαν χαμένα, έχασαν τη δουλειά τους όλοι οι άνθρωποι που δούλευαν στα στούντιο. Όλοι φτιάχνουν ένα home studio πλέον και κάνουν τη δουλειά τους.
• Δεν ξέρω αν είχα κι άλλη ζωή παράλληλα, όλα ήταν βασισμένα σε όσα έφτιαχνα, ακόμα και οι φίλοι μου έπρεπε να γνωρίζουν ή να έχουν κατανοήσει τι κάνω, αλλιώς δεν έβρισκα λόγο να είμαστε μαζί.
Είμαι ένας άνθρωπος που δεν ζει πολύ παραέξω, δεν βγαίνω, δεν έχω την ανοχή πια και την αντοχή να παρακολουθώ όλο αυτό που συμβαίνει με τους ρυθμούς που συμβαίνει.
Μπορεί να μην έχω χώρο στον «σκληρό» πια για τόσες πολλές πληροφορίες. Έτσι, πάντα διάλεγα ανθρώπους που ακόμα και από μια κουβεντούλα ή ένα ποτήρι κρασί θα βγαίνει κάτι μαζί τους.
• Ευτυχώς, στη ζωή μου από το ’95 βρέθηκε η Γιολάντα. Πιστεύω ότι όλα θα ήταν διαφορετικά χωρίς εκείνη.
Εκεί που εσύ δεν έχεις μέτρο και δεν κατανοείς τον χρόνο, που είσαι σε μία παράλληλη πραγματικότητα, χρειάζεται πάντα να έρχεται ένας που αγαπάς και εκτιμάς για να σε γειώνει. Και πάντα αυτό το ρόλο είχε με τον τρόπο της η Γιολάντα και πάντα απ' την αρχή προσπαθούσε όμορφα να φορτώνει εκείνη πράγματα από τη ζωή μας για να έχω εγώ ελεύθερο χρόνο.
Φυσικά, άργησα να το καταλάβω αυτό, και όταν αργείς να το καταλάβεις δεν ξέρεις και πώς να το φτιάξεις. Πώς λες ευχαριστώ για αυτό; Συμβαίνει τόσα χρόνια που αισθάνεσαι μαλάκας που δεν έχεις καταλάβει τι γίνεται. Είσαι τόσο βυθισμένος σε αυτό που συμβαίνει.
Δεν δικαιολογώ ποτέ τον εαυτό μου, αλλά θεωρώ ότι όλη αυτή η ιστορία με τους στίχους με οδήγησε σε πανέμορφες στιγμές, αλλά δεν με άφησε ποτέ να ζήσω πραγματικά.
Είμαι στα 52 μου και έχω καταλάβει ότι έχω χάσει πολλά πράγματα από αυτά που θα ’θελα να ζήσω, απλά πράγματα που δεν έχω ευχαριστηθεί.
Έχω τρία παιδιά και δεν έχω ευχαριστηθεί πολύ τα παιδιά μου, δεν έχω παίξει πολύ μαζί τους, κάποτε με τη βοήθεια των γιατρών συνειδητοποίησα ότι έχω φορέσει κι άλλον έναν Μιχάλη καβάλα πάνω μου, κι έψαχνα να βρω πώς έχει συμβεί αυτό.
Πιάστηκα μαλάκας σε πολλά πράγματα, δεν έκανα πολλά πράγματα που δεν περίμενα ότι δεν θα τα κάνω, αλλά όταν πας επιτηδευμένα να τα διορθώσεις, τα έχεις κάνει δυο φορές πουτάνα.
Ευτυχώς που υπήρχε η Γιολάντα στη ζωή μου κι όλα αυτά είναι νοικοκυρεμένα, τακτοποιημένα, είναι καπετάνισσα. Της χρωστάω τα πάντα.
• Αισθάνομαι ότι η ποίηση δεν έχει αλλάξει τον κόσμο ριζικά, εκτός από μεμονωμένες συνειδήσεις. Οι βρόμικοι όλου του κόσμου, όταν θέλουν να καθαρίσουν την ψυχή τους, σου απαγγέλλουν έναν στίχο.
Ακόμα και οι χρυσαυγίτες έχουν πάρει τον Περικλή τον Γιαννόπουλο, που ήταν μια συγκλονιστική περίπτωση για την εποχή του, και τον έχουν κάνει ποιητή τους πια. Είναι τραγικό αυτό.
Αν ψάξουν οι Έλληνες ποιος ήταν ο Περικλής ο Γιαννόπουλος ή ο Μικελής ο Άβλιχος ο Κεφαλονίτης, θα δουν ότι όταν μιλούσαν για πατρίδα εννοούσαν άλλα πράγματα, ότι άνοιγαν την πόρτα κι έβλεπαν τι γίνεται έξω και πώς μυρίζει.
Πάνω στην ποίηση έχει ασελγήσει ό,τι πιο βρόμικο. Αν προσπαθήσεις να φορέσεις τον μανδύα του καταραμένου επειδή γράφεις ποιήματα, είσαι καταραμένος άνθρωπος, όχι καταραμένος ποιητής.
• Είμαστε σε έναν τόπο που έχει φροντίσει να είσαι μόνος σου όταν δεν σε χρειάζεται και να έχεις πολύ μεγάλη παρέα όταν δεν την χρειάζεσαι εσύ. Και επειδή είμαστε νεκρόφιλοι, το έργο σου αναγνωρίζεται μετά θάνατον.
Αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει, όποιος σκαρώνει πράγματα από δω και πέρα πρέπει να βάζει δικλείδες ασφαλείας και να λέει «όχι, μαλάκες, εμένα πλατεία δεν θα με κάνετε», θέλω αναγνώριση όσο ζω.
• Ο Ξαρχάκος με είδε στο Ηρώδειο, στο αφιέρωμα για τον Μάνο Ελευθερίου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελα να πάω εκεί, με έπεισε η επιμονή δύο ανθρώπων, ενός φίλου εικαστικού, του Χάρη του Λίθου, που ήταν σαν παιδί του Μάνου Ελευθερίου, και του Γιώργου Νταλάρα, που μου φάνηκε εξωγήινο το ότι με ζήτησε.
Μου είπε: «Μιχάλη, θέλω να έρθεις γιατί σε εκτιμούσε πολύ ο Μάνος. Δεν θέλω, όμως, να πεις τραγούδι του Μάνου, θέλω να φτιάξεις κάτι». Ήταν Παρασκευή και τη Δευτέρα παίζαμε. Του λέω «θα έρθω μόνο αν φτιάξω κάτι».
Υπήρχε μια ατάκα του Μάνου που μου είπε στο τηλέφωνο μια μέρα πριν πεθάνει. Παίζαμε στα Λιπάσματα και με παίρνει από το νοσοκομείο όπου τον είχαν βάλει και μου λέει: «Ήθελα να σ' το πω από καιρό ότι άργησες στη γιορτή εσύ. Γιατί άργησες στη γιορτή;».
Κι επειδή δεν πρόλαβα να πω του Μάνου γιατί άργησα στη γιορτή, έστυψα το μυαλό μου κι έγραψα το κομμάτι που είπα στο αφιέρωμα: «Συγχώρα με, δεν ήξερα καν τι να φορέσω / σε ποιον να είμαι ευγενικός, σε ποιον ν' αρέσω./ Άργησα στη γιορτή / Δεν ήξερα με ποιον να μιλάω, σε ποιον να γελάω, / είμαι ανήμπορος, το ξέρουν όλοι, να με πουλάω».
• Θυμάμαι τον Ξαρχάκο εκείνη την ημέρα, όρθιο στο τέλος του τραγουδιού, να χειροκροτεί, αλλά δεν είπαμε τίποτα. Μετά από καιρό με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Θα κάνω ένα αφιέρωμα στον Βαμβακάρη και θέλω να είσαι κι εσύ. Και θέλω να γράψεις και κομμάτια».
Έτσι φτάσαμε να ενώσουμε 4 δρόμους σε αυτή την παράσταση, που είναι εντελώς διαφορετικοί και με έναν μαγικό τρόπο έχουν δέσει. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έχω πίσω μου 4 μπουζούκια και θα περνάω καλά ‒ μιλάμε όμως για μπουζούκια καραντουζένια.
• Όταν τον γνώρισα καλά, είπα: «Είναι δικός μας άνθρωπος, δεν γίνεται να τελειώνει ένα πρότζεκτ και να ονειρεύεται τα επόμενα δυο-τρία». Κι εκεί ταίριαξε αυτό το πράγμα χωρίς πολλά-πολλά. Χωρίς να σε επηρεάζει τι μύθους σέρνει ο καθένας από δίπλα του.
Είχα τους καλοθελητές, που μόλις ανακοινώθηκε ότι θα παίξουμε μαζί, μου έλεγαν «αυτός είναι δεξιός» κι τους απαντούσα «έλα, μωρέ, είδαμε και τους αριστερούς». Ποιος δεξιός; Και σημειολογικά να το πάρεις, στα Εξάρχεια μένει ακόμα και κυκλοφορεί χωρίς να τον έχει πειράξει ποτέ κανείς, έχει κερδίσει το να είναι κομμάτι της πλατείας.
Και όταν οι άλλοι κρυβόντουσαν στα Παρίσια, αυτός έκανε το «Μεγάλο μας τσίρκο», την πιο ανατρεπτική πολιτιστική κίνηση στην Ελλάδα ‒ που δεν έγινε από αριστερό. Τόσους είχαμε.
Είναι καθαρός, είναι ντόμπρος, είναι «καλό αρσενικό» που λέμε στο Πέραμα ‒ και για μην παρεξηγηθούμε, εννοώ ότι είναι της ξήγας άνθρωπος, είναι πολλές και οι γυναίκες που είναι αρσενικά...
• Είναι το πρώτο πρότζεκτ-συνεργασία που κάνω με ανθρώπους από άλλα είδη. Έχω κάνει συμμετοχές, έχουν κάνει και σ' εμένα συμμετοχές, έχω κάνει και με τον Φίλιππο Πλιάτσικα κάτι πολύ παρεΐστικο, αλλά με τη δική του δουλειά ο καθένας, όπως το είχαμε κάνει στην αυλή μας, στο χωριό.
• Δεν με ενδιαφέρει να γεμίζω στάδια, με ενδιαφέρει να φύγουν πέντε γυαλιάδες από τον Σταύρο και να αποφασίσουν ότι το υπόλοιπο της ζωής τους θέλουν να το ζήσουν τόσο δυνατά όσο εκείνος.
• Δεν παρακολουθώ και πολύ τα πράγματα στο ελληνικό χιπ-χοπ, αλλά θεωρώ ότι υπάρχουν παιδιά που έχουν ψυλλιαστεί την αρχική αίσθηση του κώδικα και το κάνουν με τον τρόπο τους.
Τα καινούργια παιδιά –από αυτούς που κάνουν χιπ-χοπ– είναι χωρισμένα 20% σε αυτό που σου λέω και 80% στο σκουπιδαριό του τραπ που μας ήρθε ατόφιο από την Αμερική και τώρα γιγαντώνεται κι εδώ αυτή η παπαριά, η ανύπαρκτη, που δεν πατάει πουθενά, με αυτούς τους τύπους με τα ελικόπτερα, τα ακριβά αμάξια, που λένε ότι είναι ντιλέρια, που βγαίνουν με όπλα στα βιντεοκλίπ.
Είναι να πεθαίνει κανείς στα γέλια. Αυτό το εξωγήινο που στήνεται με όλη αυτή την ιστορία είναι αυτό που με προέτρεψε αρχικά να διαχωρίσω τη θέση μου. Αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα σκουπιδιάσει τόσο το χιπ-χοπ. Παγκοσμίως, δεν μιλάω μόνο για την Ελλάδα.
Θα σου πω και μια πικρή αλήθεια όμως, ότι τα παιδιά που κάνουν χιπ-χοπ στην Ελλάδα –και το χιπ-χοπ είναι συγκεκριμένη κατάσταση, είναι συγκεκριμένος κώδικας– γράφουν καλύτερα από παντού στον κόσμο. Ακόμα κι αυτοί που εδώ γράφουν μέτρια είναι πολύ καλύτεροι από τον κάθε καλύτερο σε κάθε γωνιά του κόσμου. Κι οι πιτσιρικάδες μας.
Αν σε αυτό οι παλιότεροι έχουμε βοηθήσει λίγο, να το χρεωθούμε. Αυτό θέλουμε να το χρεωθούμε. Και σου μιλάω για πράγματα που είναι μακριά από μένα και αυτοί που τα φτιάχνουν μπορεί να μη με γουστάρουν κιόλας.
Το τραπ είναι πολύ εξωγήινο για μένα, μπορεί να μην το κατανοώ, να έχω μείνει πολύ πίσω, δεν ξέρω... Χαίρομαι, όμως, που κάποια παιδιά δεν είναι αναγκασμένα να πάνε να δουλέψουν στον κάθε μαλάκα και μπορούν και ζουν από τη μουσική.
• Παλιότερα είχα πολλές προτάσεις να πολιτευτώ, από αυτούς που με κυνηγάνε τώρα. Τώρα δεν μου κάνουν πια, γιατί είδαν κι απόειδαν.
Για 4-5 χρόνια με κυνηγάνε. Μου χαλάνε συναυλίες, με κόβουν από φεστιβάλ, με βέτο στα ίσια, «αυτόν δεν θα τον πάρεις και πες ότι το είπα εγώ», έχουν γίνει και μάγκες, οι μούτσοι που γαμάγαμε γίναν καπεταναίοι. Ξεσπάνε πάνω μου με πολύ παράξενο τρόπο, πρέπει να έχει μοιραστεί λίστα στα κομματόσκυλα, αυτά είναι τα σταλινικά κατάλοιπα.
Ένας άνθρωπος έχει δικαιωθεί όλα αυτά τα χρόνια από αυτά που μου έχει πει, ο Νίκος ο Κωνσταντόπουλος, όταν μου έδειξε τον συγκεκριμένο και μου λέει «αυτός σε 15 χρόνια θα γίνει πρωθυπουργός», και του λέω «ποιος, ο φλώρος ρε κυρ Νίκο;», μπροστά στον άλλον.
• Από την άλλη μεριά, βλέπω φως, παγκοσμίως. Πιστεύω πολύ σε αυτά που δεν έχω αντιληφθεί ακόμα ότι γίνονται και ότι υπάρχουν, κι ότι θα σκαρωθεί μια γενιά που δεν θα ντρέπεται να πει ότι δεν ξέρει.
Θα έχει την άγνοια σαν μπούσουλα και όχι τη γνώση, γιατί πάντα αυτά που δεν θα ξέρουμε θα είναι περισσότερα από αυτά που ξέρουμε.
Θα υπάρξει μια γενιά που θα διαχειρίζεται την άγνοιά της για να δημιουργήσει. Εκεί νομίζω ότι είναι και το φως του κόσμου. Ζω αυτή την ευχάριστη αναμονή για το φως, ακόμα και αν δεν προλάβω να το δω...
Ιnfo
Βαμβακάρης κατά Ξαρχάκο
Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι), main stage
Κάθε Σάββατο και Κυριακή
Ο Σταύρος Ξαρχάκος συναντάει τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Μιχάλη Μυτακίδη (a.k.a. BD Foxmoor). Συμμετέχει ο Στέλιος Βαμβακάρης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια