Δέκα χρόνια πέρασαν αφότου ο Λεωνίδας Χρηστάκης (1928-2009) αποδήμησε για τόπους περισσότερο χλοερούς σαν αυτούς που οραματιζόταν, έχοντας πριν αφήσει ανεξίτηλο το «στίγμα» του στην εγχώρια αντικουλτούρα της οποίας υπήρξε ένθερμος προπομπός, εμπνευστής και συνδημιουργός.
Προσωπικότητα ανήσυχη, αδούλωτη, δυναμική, πολύπλευρη και πολυτάλαντη, υπήρξε επίσης έμπειρος, μάχιμος και καινοτόμος δημοσιογράφος, εξίσου ικανός να γράφει εντιτόριαλ, στήλες, κείμενα γνώμης, κριτικές, συνεντεύξεις ή ρεπορτάζ, άσχετα που ποτέ δεν αποδέχθηκε αυτή την ιδιότητα – μια ιδιότητα την οποία ανέλαβα να αναδείξω συμμετέχοντας στον επετειακό συλλογικό τόμο «Ο πολυπράγμονας Λεωνίδας Χρηστάκης» που μόλις κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Εκείνο το περίφημο «πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε», τη δημοσιογραφία ως καταρχήν προσωπικό βίωμα δηλαδή, ο Λεό το είχε υλοποιήσει προτού γίνει συρμός στην ορίτζιναλ, μάλιστα, εκδοχή του.
Στο εν λόγω πόνημα περιέχονται άλλα οκτώ κείμενα (από τους Ελισάβετ Αρσενίου, Μαρίνα Εμμανουήλ, Παναγιώτη Καλαμαρά, Χρίστο Μάη, Θανάση Μουτσόπουλο, Νίκο Σούζα, Κωστή Τριανταφύλλου, Έλενα Χαμαλίδη και Νικόλα Χρηστάκη, συν ένα επίμετρο του στενού φίλου του Τέου Ρόμβου) τα οποία εστιάζουν σε εκείνον ως πολιτικό υποκείμενο, πατέρα, ποιητή, ζωγράφο και γκαλερίστα, πρωτεργάτη της γραφιστικής, «εισαγωγέα» του underground στην Ελλάδα, εκδότη και συντελεστή της γέννησης των πολιτικών Εξαρχείων, δίχως να ισχυρίζονται πως εξαντλούν όλο το εύρος μιας πραγματικά πληθωρικής περσόνας:
«Ο Χρηστάκης μοιάζει να παίζει με τις ποικίλες ταυτότητές του, να τις αναποδογυρίζει και συνεχώς να τις αποδομεί/ανασυνθέτει όπως οι πολυφωνικοί καρναβαλικοί χαρακτήρες του Μιχαήλ Μπαχτίν...
Το βασικό ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω –ως ανοιχτό ερώτημα– είναι το πώς προκύπτουν τελικά τέτοιες ξεχωριστές ατομικές περιπτώσεις στη χώρα μας και το αν έχουμε απολέσει ως κοινωνικός σχηματισμός τη δυνατότητα να παράγουμε τέτοιους περίεργους και τόσο απαραίτητους ανθρώπους», καθώς αναγράφεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο.
Από τις εμβληματικότερες και πλέον επιδραστικές μορφές του ελληνικού underground, τις αρχές και το πνεύμα του οποίου δεν πρόδωσε ποτέ παρά τις πολλές ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν, ο πολυσυζητημένος, λατρεμένα «φασαριόζος» και μονίμως αταξινόμητος «κύριος Λεό Κριστ», όπως συχνά αποκαλούσε εαυτόν, υπήρξε ένας σπάνιας κοπής άνθρωπος με πολλές ιδιότητες κι άλλα τόσα χαρίσματα.
Εκτός από ζωγράφος (και γκαλερίστας μια εποχή), συγγραφέας πολυγραφότατος, επιμελητής εκδόσεων, γραφίστας, μουσικός, ποιητής κι εκδότης, ο Εξαρχειώτης αυτός "Homo Universalis" ήταν επίσης ένας διεισδυτικός, οξυδερκής στον τρόπο προσέγγισης και απολαυστικός στον τρόπο γραφής του δημοσιογράφος.
Άσχετα αν ειδικά την ιδιότητά του αυτή συχνά απέρριπτε μετά βδελυγμίας, επικρίνοντας με κάθε ευκαιρία τόσο τον εμπορικό Τύπο (που σήμερα θα ονομάζαμε «καθεστωτικό») όσο και τον «στρατευμένο», αδιάφορο αν είχε αριστερό ή ελευθεριακό πρόταγμα.
Στη γραφή, το ύφος και την αισθητική εκείνου εντοπίζονται, ουσιαστικά, τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης νέας δημοσιογραφίας στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του '70, πολύ προτού την οικειοποιηθεί ευτελίζοντάς την η επέλαση του lifestyle δέκα χρόνια αργότερα.
Εκείνο το περίφημο «πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε», τη δημοσιογραφία ως καταρχήν προσωπικό βίωμα δηλαδή, ο Λεό το είχε υλοποιήσει προτού γίνει συρμός στην ορίτζιναλ, μάλιστα, εκδοχή του.
Διεισδυτικός, ασυμβίβαστος, καυστικός και συνάμα απολαυστικός γραφιάς, ο άνθρωπος που όριζε την ελευθερία του λόγου ως «το μοναδικό του στέγαστρο» υπήρξε επίσης ευφυολόγος και δεινός λεξιπλάστης:
Ανθρωποαναγνώστες, νεοανανέωση, ψυγειοσυντήρητοι, λεκανοκάθιστη τάξη διανοούμενων, όρθιες ταφόπλακες, αστυδομήτορες, μπούφος Τύπος, ιουδαιοκρετίνικος πολιτισμός του κώλου, αντιφατικοπροβοκατόρικη στάση, μελαγχολικές κωλοτρυπίδες, γαλλικά του τύπου Βλαχοροντέν, φωνήφορος ποιητής, μυθοτέλεια, ψυχοφετιχιστικός σουρεαλισμός, μεσοέλληνες, αντιστασιαζόμενοι, ελληνοκοινωνία, αλλουβρεχίτες είναι ανάμεσα στους σπαρταριστούς όσο κι εύστοχους νεολογισμούς που συχνά-πυκνά σκάρωνε.
Εξίσου ανελέητα εφευρετικός υπήρξε στους χαρακτηρισμούς προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων στα οποία αντιπαρατεθόταν, κάτι σύνηθες ένεκα και η φλογερή του ιδιοσυγκρασία.
Όντας προσωπικότητα ανήσυχη, ασυμβίβαστη, πληθωρική και έντονα εξωστρεφής, οι δημόσιες σχέσεις και η «αντικειμενικότητα» με την έννοια του απαθούς παρατηρητή δεν ήταν ποτέ το φόρτε του.
Την παροιμιώδη –πλην όχι «φτηνή»– αθυροστομία του ενίσχυε το γεγονός ότι τα είχε καταφέρει έτσι στη ζωή του ώστε λογαριασμό να μη δίνει πουθενά πέρα από τη συνείδησή του.
Εκείνο που πίστευε θα το έλεγε και θα το έγραφε χύμα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, ακόμα κι αν επρόκειτο να κακοκαρδίσει φίλους και γνωστούς: «Σε αρκετές περιπτώσεις δεν λειτουργώ σαν ο "κακός της περιοχής" αλλά σαν ο από μηχανής μυστικοσύμβουλος για τη βελτίωση της ύλης και της ομαλής λειτουργίας των μέσων...
Πρέπει να φαντάζεστε πόσο δυνατός και περήφανος αισθάνομαι όταν με τους σχολιασμούς μου συμβάλλω στην απομάκρυνση των "κακών σπυριών" της δημοσιογραφίας», σάρκαζε.(1)
Στοχοποιήθηκε, οπότε, και κυνηγήθηκε όχι μόνο από το κατεστημένο (δικάστηκε 26 φορές, μεταξύ άλλων για συκοφαντική δυσφήμιση, αυτοδικία, υπεξαίρεση ευτελούς αξίας, καταδολίευση, αδικήματα διά του Τύπου, εγκωμίαση εγκλημάτων, άσεμνα δημοσιεύματα, σύσταση και συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα, τις 25 αθωώθηκε) αλλά κάποιες φορές κι από κατά συνθήκη ομοϊδεάτες του - μέχρι και στο «γραφειόσπιτό» του στα Εξάρχεια είχαν κάποτε μπουκάρει, τον είχαν ξυλοφορτώσει και τα είχαν κάνει λίμπα κάποιοι «σύντροφοι» του Α/Α χώρου επειδή δεν άρεσαν κάποιες απόψεις του στους «ψευτοαναρχομπαμπάδες», καθώς τους αποκαλούσε.
Είχε μάλιστα αφιερώσει μεγάλο μέρος του 9ου τεύχους του Ιδεοδρομίου (Σεπτέμβριος '78) στην «ενδοκινηματική» κριτική υπό τον σπαρταριστό τίτλο «Η αυτοκριτική είναι για τη σκέψη ό,τι η ξινίλα για το στομάχι»!
Στα τελευταία του, σαν εξιλέωση και αναγνώριση ταυτόχρονα, αντιεξουσιαστική συλλογικότητα του προσφέρει έναν χώρο στο Nosotros στη Θεμιστοκλέους, όμως δεν πήγε ποτέ «για να μη φανεί ότι δεν μπορούσε πια να ανεβαίνει σκαλιά, ήταν βλέπεις στον δεύτερο όροφο», εκμυστηρευόταν η σύζυγός του Μαρία στην εφημερίδα LiFO αφηγούμενη τη ζωή του (Μάρτιος '14).
Υπήρξε δε ο δημοσιογράφος Λεό εξίσου ικανός στην τέχνη του editorial, της συνέντευξης, στο ερευνητικό ρεπορτάζ, τις κριτικές βιβλίων ή έργων τέχνης, τα πορτρέτα προσωπικοτήτων και βέβαια τον σχολιασμό της επικαιρότητας. Κοντά σε αυτά συνέγραψε ένα σωρό άρθρα γνώμης και κριτικές με πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό/καλλιτεχνικό περιεχόμενο.
Γιατί «αντεργκράουντ» μπορεί να ήταν, όχι όμως περιθωριακός με την έννοια του ακοινώνητου - τουναντίον γνώριζε καλά πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις του δημόσιου βίου, έχοντας ζήσει πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, χούντα και μεταπολίτευση.
Σε κάποια μάλιστα πονήματά του, η δημοσιογραφική χροιά είναι παραπάνω από εμφανής όπως στην εξαίσια Ιστορία της Αλητείας,(2) τα κατά βάση αυτοβιογραφικά «Ο κύριος Αθήναι» και «Monsieur Macedoine», (3) «Τα Εξάρχεια δεν υπάρχουν στην ιστορία, τον χάρτη, τη ζωή», το «Της Αθήνας – χρονικό προσωπικής περιήγησης»(4) ή το περιώνυμο «Λεξικό της Ντάγκλας».(5)
Χάρη στην αμεσότητα, την ευστροφία, το κοσμοπολίτικο, εικονοκλαστικό, σαρκαστικό και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστικό του πνεύμα, την ευρυμάθεια σε συνδυασμό με τη δρομίσια κουλτούρα που είχε παιδιόθεν αποκτήσει, είναι σίγουρο ότι εάν είχε προλάβει την εποχή της σαρωτικής επέλασης των προσωπικών ιστοσελίδων, των μπλογκ και των κοινωνικών δικτύων, θα ήταν διαρκώς στη δημοσιότητα, ένα περιζήτητο "viral" διαρκείας χωρίς καν να το επιδιώξει ή να το επιθυμήσει (πιθανότατα θα σιχτίριζε!).
Μήτε πάλι εκμεταλλεύθηκε τα πολλά του τάλαντα αποσκοπώντας σε κάποια κοινωνική, επαγγελματική ή οικονομική καταξίωση είτε προς οικοδόμηση ενός πελώριου, αδηφάγου «Εγώ» - η μεγάλη του λαχτάρα, η προσωπική του «ριξιά» ήταν να μπορέσει να μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα της αμφισβήτησης, της αντικουλτούρας και της ελευθεριότητας σε όσο περισσότερο κόσμο μπορούσε, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία εκείνης ακριβώς της «κρίσιμης μάζας» η οποία θα έφερνε και στην Ελλάδα – που, ένεκα και η χούντα, είχε χάσει πολλά εξελικτικά επεισόδια - τα πάνω, κάτω.
«Δεν επιζήτησα να πάρω συνέντευξη σχεδόν από καμία από τις προσωπικότητες τις οποίες κατά καιρούς γνώρισα, κατάσταση που πολλοί άλλοι θα είχαν εκμεταλλευτεί. Πίστευα, ακόμα, ότι τα λεγόμενα σε μία συνέντευξη έχουν μια αμφίδρομη εξουσιαστική χροιά... ερωτώντες και ερωτώμενοι απογοητεύουν εαυτούς και αλλήλους, ανταλλάσσοντας στα talk show τετριμμένες κουβέντες, γραφικής παρελθοντολογίας και ανέφικτης μελλοντολογίας... τα κείμενα των ερωταποκρίσεων συχνά διατρέχει μια χαλαρότητα ενταγμένη στα πλαίσια μιας μετρίας πληροφόρησης που στην ουσία δεν θέλει να αντιμιλήσει με κανέναν», έλεγε.
Πήρε ωστόσο δεκάδες συνεντεύξεις, ανάμεσά τους με ανθρώπους όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Τζούλιαν Μπεκ του Living Theater, ο Νίκος Εγγονόπουλος (είχαν συνομιλήσει για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, για τον οποίο ο Λεό ισχυριζόταν ότι «κανείς δεν είχε τολμήσει να γράψει μερικές αλήθειες για τη ζωή του») και ο γιατρός Τσιρώνης.
«Για ποιο λόγο γίνονται τα (σ.σ. θεατρικά) σκηνικά για σας;», ρωτά «προβοκατόρικα» τον Γιάννη Τσαρούχη σε συνέντευξη που του παραχώρησε στο 8ο τεύχος του Panderma για να λάβει την απάντηση ότι «ύψιστη αρετή είναι η αναγκαιότης!».(6)
«Ο Θυμός που αισθάνονται για σας δεν είναι ότι είστε ξένοι ή αναρχικοί ή παίζετε μοντέρνο θέατρο. Είναι ο ίδιος ο Θυμός που αισθάνονται για μένα και για τους ομοίους μας. Όσοι από εμάς προσπαθούν να φέρουν στην Ελλάδα ή στην Αθήνα κάτι καινούργιο απ' έξω. Αντιμετωπίζω καθημερινά τον ίδιο Θυμό, απέναντι στην νεωτεριστική εισβολή, για την οποία αναφέρεστε», λέει σε κάποια στιγμή στον Τζούλιαν Μπεκ του Living Theater που είχε έρθει για παραστάσεις τότε στην Ελλάδα, είχε μάλιστα ο ίδιος πάρει την πρωτοβουλία για τη συνέντευξη-συζήτηση που ο Λεό τιτλοφόρησε «Παρακαλώ, από πού πάμε στο Περιθώριο;».(7)
«Πιστεύετε στην ανιδιοτελή πολεοδομία;», ρωτά τον αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, συγγραφέα και σκηνοθέτη Νίκο Λάσκαρη.(8)
«Βρισκόσαστε εντός του μέλλοντός σας; Πού νομίζετε ότι βρίσκεστε εσείς και η λογοτεχνία;», ρωτά, πάλι, τη νεαρή τότε συγγραφέα Έρση Σωτηροπούλου.(9)
«Το βιβλίο σου δεν είναι που έκανε την πρώτη κίνηση να σηκώσει τον πέπλο του μυστηρίου, αποκαλύπτοντας στα φιλοπερίεργα μάτια του κόσμου, μια ομάδα αγνή στη μοναξιά της;», κάνει «πάσα» ποιητική στον Γιώργο Τουρκοβασίλη στο Ιδεοδρόμιο Νο87 (Σεπτέμβρης '85) με αφορμή την κυκλοφορία των Ροκ Ημερολογίων.(10)
«Έκανε σπουδαίες δημοσιογραφικές ανακαλύψεις που δεν θέλησε να τις κάνει και δημοσιογραφικές επιτυχίες. Στα 1978, όταν ο γιατρός Βασίλης Τσιρώνης κήρυξε το σπίτι του Ελεύθερο Κράτος, λίγο πριν εισβάλουν τα ΜΕΑ και τον εξοντώσουν, τον είχε επισκεφθεί και του είχε πάρει συνέντευξη την οποία δημοσίευσε πολύ αργότερα, μη θέλοντας να καπηλευτεί τον θάνατο του γιατρού.
Πρώτος πάλι ο Χρηστάκης ανακάλυψε (11) πως στο Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στη Σταδίου έδρευε γραφείο της CIA με «σταθμάρχη» τον Γουέλς, που αργότερα εκτέλεσε η 17Ν. Όλα τα χρόνια παρουσίας του Ιδεοδρομίου, ο Χρηστάκης κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα σχολιασμού της τελευταίας σελίδας.
Στις Ειδήσεις που Μοιάζουν με Διαφήμιση σχολιάζει καταστάσεις και δημόσια πρόσωπα... έχει μια ροπή, μια τάση προς το παιχνίδι με τις λέξεις. Σε σημείο που ο κατακερματισμός και η επανασυναρμολόγησή τους να τις κάνει αγνώριστες, πολυσήμαντες, μετουσιώνοντάς τις σε χειρουργικά νυστέρια...», αναφέρει επιγραμματικά ο Τέος Ρόμβος.(12)
Η σχέση του Λεωνίδα με τη δημοσιογραφία ξεκινά αρχές της δεκαετίας του '70. Εργάστηκε για ένα διάστημα στην εφημερίδα Μεσημβρινή και το περιοδικό Εικόνες, σύντομα όμως αρχίζει να εκδίδει τα δικά του έντυπα: Κούρος (μηνιαία έκδοση τέχνης, α΄έκδοση 1959, β' έκδοση 1971-75), Το Άλλο στην Τέχνη (1963-64), Panderma (Παντός Έρμα ή Παντός Δέρμα, α' περίοδος 1972-74, β' περίοδος 1993-94), Διάβασε για να Διαβάσεις (έξι τεύχη, 1981-82) και τη «ναυαρχίδα» αυτών, το θρυλικό Ιδεοδρόμιο των τριών περιόδων και των 126 συνολικά τευχών (1978-2004).
Κοντά σε αυτά κυκλοφόρησε δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες βιβλία μέσα από αυτόνομα εκδοτικά εγχειρήματα (εκδόσεις Χάος και Κουλτούρα, Ideotsepi, Εκδόσεις της Μη Άμεσης Επανάστασης – ΕΜΑΕ κ.ά.).
Είχε εξάλλου να λέει ότι αυτός είχε την αρχική ιδέα – τίτλο, υπότιτλο, σχεδιασμό, προσανατολισμό - για το πρωτοπόρο μοντερνιστικό-σουρεαλιστικό περιοδικό Πάλι (1963-67).
Αποχώρησε όμως προτού καν κυκλοφορήσει το 1ο τεύχος, χολωμένος με τον Νάνο Βαλαωρίτη, στον οποίο καταλόγιζε ότι ιδιοποιήθηκε το εγχείρημα, καθώς επίσης με ορισμένους συνεργάτες-επιλογές εκείνου.
«Είμαι εκδότης από περίσταση... Δεν δημοσιογράφησα ποτέ στη ζωή μου, δεν ασχολήθηκα ποτέ ιδιαίτερα με το πάθος του ρεπόρτερ ή του φωτογράφου» διακηρύσσει στο «Η Δυστυχία τού να είσαι Μαλάκας».(13)
Απαντώντας μάλιστα προκαταβολικά στις καλόπιστες και μη κριτικές που συχνά δεχόταν, όπως ο ίδιος ομολογεί, «για την προχειρότητα και τις ατέλειες της έκδοσης, για τη μη δημοσιογραφική δεοντολογία, για τον τρόπο γραφής και οξύτητας ή επιθετικότητας», δηλώνει ευθαρσώς ήδη από τα χρόνια του Panderma ότι: «α) δεν είμαι δημοσιογράφος (αρνούμαι αυτόν τον ξεπουλημένο ρόλο, όπως κατάντησε στην Ελλάδα) β) δεν είμαι εκδότης κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν γ) δεν μ' ενδιαφέρει επαγγελματικά ή και οικονομικά – αν θέλετε – η δουλειά αυτή... ενδιαφέρομαι τα έντυπά μου να τα διαβάζουν κάθε λογής νέοι άνθρωποι που προβληματίζονται και που πιθανώς να γράφουν ή να γράψουν, ή τέλος πάντων να εκφραστούν... ».
Πράγματι όπως στη ζωή, έτσι και στη συγγραφή καθώς επίσης στις εκδοτικές και δημοσιογραφικές ενασχολήσεις του, ο Λεό ανέκαθεν ενδιαφερόταν περισσότερο για την ουσία παρά για τους «τύπους» - έδειχνε, εντούτοις, ιδιαίτερο μεράκι στο layout, ένεκα η καλλιτεχνική φλέβα και οι γραφιστικές του σπουδές.
Την πρώτη του μεγάλη έρευνα που αφορά τον χώρο του βιβλίου (περίοδος 1967-1974) τη δημοσιεύει στο Panderma (τεύχος 11 – αναδημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος του Ιδεοδρομίου). Δεν περιορίστηκε να συντάξει έναν ενδεικτικό κατάλογο τίτλων, εκδοτικών οίκων, βιβλίων (ανάμεσά τους όσα είχαν απαγορεύσει οι συνταγματάρχες), περιοδικών, προσώπων και πραγμάτων.
Ανέδειξε, επιπλέον, την αισχροκέρδεια στην οποία επιδίδονταν πολλοί εκδότες, παρότι ομολογεί πως έτσι «έσκαβε το λάκκο του!».
Τον Ιούνιο του '78 (Ιδεοδρόμιο Νο 8) δημοσιεύει ένα ακόμα εκτεταμένο αφιέρωμα στην εκδοτική δραστηριότητα και τις αναγνωστικές τάσεις της εποχής.
Με την ευκαιρία ξιφουλκεί ξανά ενάντια σε αυτό που αποκαλεί «νέο εκδοτικό κατεστημένο», διαπιστώνοντας «διανοητική σύγχυση στις εκδόσεις που έχει αντίκτυπο στον αναγνώστη».
Τον Φλεβάρη του '79 γράφει αντίστοιχα για τη «σουπερμαρκετοποίηση» της αγοράς βιβλίου στη Γαλλία (τότε άνοιγε η αλυσίδα Fnac) και της κουλτούρας γενικότερα με αφορμή μία επίσκεψή του στο Μουσείο Pompidou στο Παρίσι, σατιρίζοντας στην εύστοχη όσο και διασκεδαστική του ανταπόκριση τη γαλλική «μεγαλομανία» (Ιδεοδρόμιο Νο 20).
Αντίστοιχο αφιέρωμα στις underground εκδόσεις θα επιμεληθεί στο Διάβασε για να Διαβάσεις μέσα στο 1979, καλώντας σε δημιουργία γραφείου διανομής «περιθωριακού» Τύπου και βιβλίων.
Αλλά το ρεπορτάζ που είχε κάνει αίσθηση και συζητηθεί ευρέως ήταν εκείνο που αποκάλυπτε ότι αιτήσεις υποτροφίες που έδινε το Ίδρυμα Φορντ επί χούντας(14) είχαν μεταξύ άλλων κάνει – ανομολόγητα, συνήθως - αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που δήλωναν αριστεροί.
Ήταν μάλιστα αφορμή η έρευνα αυτή να παρεξηγηθεί μαζί του ο ποιητής Νίκος Καρούζος (επίσης υπότροφος) με τον οποίο συναναστρέφονταν μια εποχή.
«Για μας το Ίδρυμα Φορντ είναι ένας πολύ συγκεκριμένος οικονομικός οργανισμός, γέννημα και θρέμμα (κυριολεκτικά) του καπιταλισμού που κάνει μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά: μοιράζει χρήματα, φυσικά, χρήματα "καπιταλιστικά" αφού τα "σοσιαλιστικά" ούτε εφευρέθηκαν ούτε πρόκειται να εφευρεθούν, δεδομένου ότι το χρήμα είναι στοιχείο της εμπορευματικής καπιταλιστικής οικονομίας την οποία ακριβώς προσπαθεί να ανατρέψει ο επιστημονικός σοσιαλισμός.
Είναι αυτονόητο ότι τα χρήματα αυτά... είναι προϊόν της εκμετάλλευσης χιλιάδων εργατών, την υπεραξία της δουλειάς των οποίων τσέπωνε ο Χένρι Φορντ Α' – και τσεπώνουν πάντα οι απόγονοί του... », έγραφε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ωστόσο ότι «και την έννοια καπιταλισμός πρέπει να την απαλλάξουμε από το ηθικό της φορτίο... είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού αλλά η ηθική μας αγκύλωση μας κάνει να το ξεχνούμε συνεχώς.
Ο καπιταλισμός έχει εκπληρώσει ήδη με πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία τον ιστορικό του ρόλο κι είναι καιρός πια να μπει στο μουσείο με όλες τις τιμές που του αξίζουν, δίπλα στον πρωτόγονο κομμουνισμό, τη δουλοκτητική κοινωνία και τη φεουδαρχία...
Οι κάθε είδους αμφισβητίες είναι ακίνδυνοι για το σύστημα όταν δεν αποτελούν σοβαρή και άμεση απειλή. Αποτελούν απλώς τα "αξιοθέατα του φιλελευθερισμού" που δίνουν την ευκαιρία στον καπιταλισμό ν' ασκήσει τη μεγαλόθυμη, την "ανθρωπιστική" πολιτική του».
Το πλέον «δημοσιογραφικό» του περιοδικό υπήρξε βεβαίως το Ιδεοδρόμιο, μια «φυλλάδα παραγωγής αμφισβήτησης» κατά τον αρχικό της υπότιτλο που στην πορεία έγινε «αδέσμευτο περιοδικό πολιτικής δράσης και κουλτούρας».
«Aποφεύγαμε να δημοσιεύουμε ειδήσεις ή ύλη όμοια ή παρόμοια με αυτού του ξεπουλημένου ημερήσιου και περιοδικού τύπου... αργότερα διευκρινίστηκε ότι το περιοδικό δεν κυκλοφορεί παράνομα, κρυφά και δεν είναι αντεργκράουντ, δεν το εκδίδει καμια πολιτική ομάδα ή άλλη μορφή οργάνωσης ή σωματείου, κι ούτε είναι προκάλυψη για να περάσουν γραμμές άλλων που αντιστρατεύονται το πολιτικό, κομματικό, κρατικό ή άλλο κατεστημένο, δεν συντηρεί λέσχη, τηλέφωνο εκτόνωσης, θυρίδα επιστολογράφων ανώνυμων καταγγελιών, δεν προσφέρει υπηρεσίες σε μικρά κοινωνικά προβλήματα εποχιακής «επαναστατικής» μορφής «μαμάδικων» και «μπαμπάδικων» αδιεξόδων», διακήρυσσε.(15)
Οξυδερκής, διεισδυτικός, κυνικός και φύσει «προβοκάτορας», ήταν από τους ανθρώπους που δεν περιμένουν να τους φυσήξουν οι «άνεμοι της αλλαγής», τους προϋπαντούν εκείνοι πρώτοι:
«Νέες πληροφορίες και γεγονότα μας βομβαρδίζουν, νέα είδη ανθρώπων δημιουργούνται και όλα αυτά μας αναγκάζουν να αναθεωρούμε, ολοένα περισσότερο και με ταχύτερο ρυθμό το βομβοστάσιο των ιδεών μας», έγραφε πολλά χρόνια πριν την πληροφοριακή «έκρηξη» που έφερε το Διαδίκτυο στο «Η Δυστυχία τού να είσαι Μαλάκας» και το έκανε πράξη στον υπερθετικό:
Πλήθος αντιεξουσιαστικά, αναρχικά, φεμινιστικά κ.λπ. απελευθερωτικά κείμενα, αφιερώματα στις ελληνικές φυλακές (ανάμεσά τους, μια συγκλονιστική συλλογή επιστολών από κοπέλες του αναμορφωτηρίου),(16) φεμινισμός και γυναικείο κίνημα(17), εκδιδόμενες γυναίκες, αθηναϊκό «νέφος» και ελευθεριακή οικολογία,(18) ψυχιατρεία και αντιψυχιατρική, ουσίες και πολιτικές της απαγόρευσης, (19) ολόκληρο θεματικό τεύχος για την ομοφυλόφιλη απελευθέρωση με αφορμή την ίδρυση του ΑΚΟΕ υπό τον τίτλο «Το τέλος των Σύκων»(20) θεματικά αφιερώματα για την αυτοκτονία ως υπέρτατη ελευθερία με εκτενή αναφορά σε «ιδανικούς αυτόχειρες» που έμειναν στην ιστορία, (21) για τα αφροδίσια σε εποχές που η ενημέρωση γι΄αυτά ήταν σχεδόν ταμπού(22) την αντιαυταρχική εκπαίδευση, τις καταλήψεις σπιτιών...
Αξιοθαύμαστος υπήρξε εξάλλου ο «επιμορφωτικός» του ζήλος. Ανακάλυπτε και επικοινωνούσε ακούραστα, μεθοδικά και κριτικό πάντοτε πνεύμα ένα σωρό φρέσκες πληροφορίες, γνώσεις, ιδέες και αφορμές, ανεδείκνυε κινήματα - dada, σουρεαλισμός, ρομαντικοί, χίπηδες, μπιτ ποιητές, πανκ μουσική, ριζοσπαστική οικολογία κ.λπ., βιβλία και περιοδικά «αξιοδιάβαστα», περσόνες της τέχνης και της αντικουλτούρας είτε εμβληματικές, είτε παραγνωρισμένες, είτε νέες, πολλά υποσχόμενες: Βίλχελμ Ράιχ, Άντι Γουόρχολ, Ζαν Κοκτό, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Θωμάς Γκόρπας, Ηλίας Πετρόπουλος, Νικόλας Άσιμος, Γιάννης Μακρής, Σπύρος Μεϊμάρης, Πάνος Κουτρουμπούσης, Μαρία Μήτσορα, Γιάννης Κοκκόλης και πόσοι άλλοι.
Εξέδωσε επίσης «συναξάρι αγίων» του ελληνικού underground («Οι Δικοί μας Άγιοι» - ανάμεσά τους οι Νικόλας Άσιμος, Παύλος Σιδηρόπουλος, Κατερίνα Γώγου, Γιώργος Μακρής, Τζαίησον Ξενάκης, Θάνος Βελλούδιος, Περικλής Γιαννόπουλος, Νάρκισσος Προβοκάτσης, Βασίλης Τσιρώνης , Νίκος Σπάνιας, Αλέξης Τραϊανός, Παναγιώτης Λιβερέτος),(23) επισημαίνοντας ότι, χάρη στις «νοητικές διεργασίες» που του προκάλεσαν, δεν μετάνιωσε ποτέ που κρατήθηκε «στο περιθώριο».
Σωστό ρεπορτάζ έκανε και τις δικές του περιπέτειες με τις αρχές, ειδικά αφότου φυλακίστηκε στην Αίγινα τον Μάρτιο του '80 ως λίαν επικίνδυνος τρομοκράτης.
Η δημοσιότητα που πήρε το θέμα συν οι εκτενείς αναφορές που έστειλε σχετικά στον ελληνικό και ξένο Τύπο, τη Διεθνή Αμνηστία και αλλού συνέβαλαν στο να βάλει λουκέτο ένα από τα αθλιότερα «σωφρονιστικά» ιδρύματα της χώρας.
Το ίδιο έπραξε γράφοντας σχετικά με την αυτοκτονία του ψυχικά διαταραγμένου ποιητή Αντώνη Γκίκα, ο οποίος είχε κατηγορήσει σε επιστολή του τον Χρηστάκη ότι του προμήθευσε τα χάπια που τον οδήγησαν στο απονενοημένο (Φεβρουάριος '86) - ένα δραματικό γεγονός που τον συγκλόνισε και του στοίχισε ψυχικά ενώ τον ξανάβαλε στο στόχαστρο της αστυνομίας οσότου απεδείχθη αθώος.(24)
Είμαι ιδεολογικά τοποθετημένος στην αναρχική όχθη εκ περιστάσεως, για να μπορώ ανεξάρτητα να πω αυτά που κρύβουνε οι διάφορες οργανωμένες φάκες. Και οι φάκες αυτές τα κρύβουνε/ή τουλάχιστο δεν τα εμφανίζουν, για να πηγαίνουν στις φάκες αυτές οι διάφοροι διανοούμενοι καλλιτέχνες, είτε καλοί είναι είτε κακοί, για να εκμεταλλεύονται το τυρί, που είναι το Κοινό... Όχι δεν προτείνω λύσεις, ουδέποτε προτείνω λύσεις, κρίνω την κάθε περίπτωση καθαυτή.
Κάθε του editοrial ήταν μια επίκαιρη κοινωνικοπολιτική ή/και πολιτιστική παρέμβαση, κάποιες μάλιστα διαπιστώσεις του φαντάζουν εντελώς σημερινές:
«Τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα (σ.σ. αλλού αναφέρεται ευθέως στο συγκρότημα Λαμπράκη) δεν χρειάζονται «ιδεολόγους» δημοσιογράφους... έχουν ανάγκη από κομπιναδόρους και πληρωμένους κονδυλοφόρους που βασικά τους βρίσκουν μέσα από τους παλιούς αγωνιστές της Αριστεράς και τους τοποθετούν σε διευθυντικές θέσεις... σήμερα λειτουργούν στον ελλαδικό χώρο με άτυπη μεθοδικότητα μεριά ιδιωτικής πρωτοβουλίας συγκροτήματα, δημοσιογραφικά και δημοσιότητας και έχουν σαν "προσωπικό" τους όχι μόνο αυτούς που προέρχονται από παράδοση από δεξιές οικογένειες, αλλά και κάθε φιλόδοξο πολιτικό ή απολιτικό ή και πολιτικοποιημένο νέο που η γραφειοκρατία των ορθόδοξων κομμάτων της Αριστεράς, συν τη μισαλλοδοξία της προβολής των ίδιων και των ίδιων προσώπων από το 1945 μέχρι και σήμερα οδηγούν σ' αυτές τις λύσεις-πόρτες».
Ήδη εξάλλου προτού ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλεγεί πρωθυπουργός, ο Λεό σκιαγραφεί σαρκαστικά το «νέο ψυχολογικό σεξουαλικό μοντέλο του ΠΑΣΟΚ»:
«Ο Μαλακοκάβλης, ο γεμάτος χοιρινή ζωντάνια που έχει μια γνώριμη εσωτερική ενοχή, σαν ανθρώπου που παράτησε αβοήθητη τη μάζα στο έλεος των κακοποιών... δεν ανήκει στο καταστροφικό περιθώριο της ζωής αλλά σε κάτι πολύ χειρότερο: στις τυχάρπαστες ευκαιρίες που του προσφέρει ένα αύριο στις απολαβές που πρόκειται να καρπωθεί...».
Εξίσου επικριτικός ήταν απέναντι στη lifestyle δημοσιογραφία, που έπιασε να γίνεται συρμός από τα τέλη της δεκαετίας του '80: «Σήμερα στα θεαματικά ιλουστρασιόν περιοδικά, εκατοντάδες βυζιά, χιλιάδες πόζες, αμέτρητα θρεφτάρια αιδοία που τα κουβαλάνε ανοργασμικά μοντέλα, δεκάδες αγριότριχα αντρικά στήθια. Χαμόγελα, εσώρουχα και πόζες. Μια θεματολογία νούλας... αυτά τα περιοδικά ήταν που κατέστρεψαν τη γενιά της εποχής 1991-93 ...
Τόνοι χαρτιού έπεσαν πάνω στα κεφάλια της νεολαίας... Τώρα (σ.σ. εννοεί τη δεκαετία τού '00) επιχειρείται κάτι ανάλογο... στα πλαίσια αυτής της αδυναμίας έμπλεξαν και τη μαλακοπολιτική».(25)
Απόλυτα προσγειωμένος και ρεαλιστής, παρά τον ιδεαλισμό του, είχε βέβαια συναίσθηση του πώς συνηθίζει να ενθυλακώνει το σύστημα «ενοχλητικούς» τύπους σαν εκείνον:
«"Αυτός είναι underground, είναι τρελός, άσ'τον να λέει, μια που δεν υπάρχει άλλος να λέει τα ίδια πράματα, ένας δεν μας βλάπτει, δεν μας βλάπτει καθόλου, πολλές φορές μάλιστα μας βοηθάει". Έτσι το σκέφτονται...
Θα μου πεις: Εσύ, ο Χρηστάκης, ξέρεις την αλήθεια; Όχι. Εγώ απλά κατόρθωσα κι επέζησα έξω απ' τα κόλπα... από το 1943 που oργανώθηκα στην ΕΠΟΝ μέχρι το 1946 που έφαγα το πολύ μεγάλο ξύλο και μετά που είδα όλο τον εμφύλιο πόλεμο στη Μακεδονία, και μετά που είδα τα στρατοδικεία να δουλεύουν εδώ μέχρι το '52 και να σκοτώνουν "τα καλύτερα παιδιά της Ελλάδας", και μετά που είδα την πειθαρχημένη διαβίωση και όλες τις ελεεινές κυβερνήσεις που πέρασαν μέχρι τον Καραμανλή, και μετά που είδα έναν σκληρό Καραμανλή να εκμεταλλεύεται όλα αυτά τα κόλπα και τις αποτυχίες και τα χαμένα παιχνίδια των αριστερών, έφτασα σ' αυτό το χώρο τον εκδοτικό και γω να πω τα δικά μου τα πράματα... είμαι ιδεολογικά τοποθετημένος στην αναρχική όχθη εκ περιστάσεως, για να μπορώ ανεξάρτητα να πω αυτά που κρύβουνε οι διάφορες οργανωμένες φάκες. Και οι φάκες αυτές τα κρύβουνε/ή τουλάχιστο δεν τα εμφανίζουν, για να πηγαίνουν στις φάκες αυτές οι διάφοροι διανοούμενοι καλλιτέχνες, είτε καλοί είναι είτε κακοί, για να εκμεταλλεύονται το τυρί, που είναι το Κοινό...
Όχι δεν προτείνω λύσεις, ουδέποτε προτείνω λύσεις, κρίνω την κάθε περίπτωση καθαυτή», εξομολογείται μεταξύ άλλων στην «αυτοσυνέντευξη» που παραχώρησε στον Νίκο Ζερβό μπροστά σε έναν καθρέφτη όταν ακόμη εξέδιδε το Panderma.(26)
Προσωπικά, πάλι, από όλα όσα ειπώθηκαν και γράφηκαν για τον Λεό και με δεδομένο ότι, αν ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ένας αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, η πραγματική δημοσιογραφία αξιωματικά εντάσσεται σε αυτόν, ένα του ρητό ξεχωρίζω περισσότερο και με αυτό «κλείνω» την ελάχιστή μου συμβολή στο παρόν βιβλίο: «Ο μόνος επιζών θα είναι εκείνος που θα αντέξει στη μνήμη του».
1. Τα Εξάρχεια δεν Υπάρχουν, εκδόσεις Τυφλόμυγα 2008 - προλογίζει ο συγγραφέας Τέος Ρόμβος.
2. α' έκδοση Κατσάνος 1978, β΄ έκδοση Δελφίνι 1995, γ΄ έκδοση Γόρδιος 2003.
3. Εκδόσεις Δελφίνι, 1992 & 1994 αντίστοιχα.
4. Εκδόσεις Τυφλόμυγα 2008 & 2009 αντίστοιχα.
5. Εκδόσεις Opera 1995, από κοινού με τον Μάρκο Επάρατο – προλογίζει ο τότε πρύτανης του Δημοκρίτειου Γιάννης Πανούσης.
6. Ολόκληρη η συνομιλία περιλαμβάνεται στην ανθολογία συνεντεύξεων του Λεό που αναμένεται προσεχώς από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα.
7. Ιδεοδρόμιο Νο 38, Νοέμβρης '79.
8. Ιδεοδρόμιο Νο 2, Φλεβάρης '78.
9. Ιδεοδρόμιο Απρίλης '87, β΄περίοδος***
10. Μάρτιος 1984, εκδόσεις Οδυσσέας (επανακυκλοφόρησαν τον Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις Στο Περιθώριο)
11. «Μπήκαμε στη CIA», Ιδεοδρόμιο Νο 1, Γενάρης '78.
12. Τα Εξάρχεια δεν Υπάρχουν, εκδόσεις Τυφλόμυγα 2008.
13. Εκδόσεις Κάκτος 1984.
14. Panderma Nο 11, Μάρτης '75.
15. Ιδεοδρόμιο Νο 4, Φλεβάρης '83.
16. «Ψυχές στον Πάγο» τιτλοφορούνταν το πρώτο στο Ιδεοδρόμιο Νο 3, Γενάρης '79, «Καταργείστε τα Νταχάου που λέγονται ελληνικές φυλακές» ένα δεύτερο τον Σεπτέμβρη του '85 στο ίδιο περιοδικό (τεύχος Νο 87).
17. Ιδεοδρόμιο Νο 21, 22 & 23, Φλεβάρης & Μάρτης '79.
18. Ιδεοδρόμιο Νο 7, Ιούνης '78.
19. Ιδεοδρόμιο Νο 6, Μάρτης '78 αλλά και «Αντιφαρμακοτριφτοδρόμιο»(!) Νο 9 1/2
20. Ιδεοδρόμιο Νο 62, Μάρτης '81.
21. Ιδεοδρόμιο Νο 12, Οκτώβρης '78.
22. Ιδεοδρόμιο Ν0 30, Ιούλης '79.
23. Εκδόσεις Χάος και Κουλτούρα 1999.
24. Τις ιστορίες αυτές και πλήθος ακόμα αναφορές σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις μαζί με αυτοβιογραφικά στοιχεία συμπεριέλαβε ο Λεό στο πόνημά του «Ο κύριος Αθήναι», εκδόσεις Δελφίνι 1992.
25. Ιδεοδρόμιο β' περίοδος, τεύχος 1(78) 1980
26. Η κινηματογραφική αυτή συνέντευξη που ο Ζερβός εντέλει ουδέποτε ολοκλήρωσε περιλαμβάνεται επίσης στην ανθολογία συνεντεύξεων του Λεό που αναμένεται προσεχώς από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα.