Ο Λεωνίδας Χρηστάκης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητας της ελληνικής underground πρωτοπορίας από την δεκαετία του ’60 μέχρι και του ’80. Εικαστικός, συγγραφέας και εκδότης, γκαλερίστας, διανοούμενος, τυχοδιώκτης, αιώνιος έφηβος, αντιρρησίας συνείδησης ή απλά επαναστάτης χωρίς αιτία, ο Λεωνίδας Χρηστάκης έφτυσε στους τάφους του συντηρητισμού και του κατεστημένου.
Μετά από δεκάδες εκδόσεις βιβλίων, κυκλοφορίες περιοδικών τέχνης μεταξύ των οποίων ο «Κούρος» που δημοσιεύτηκε την περίοδο της Δικτατορίας και το ιστορικό «Ιδεοδρόμιο», ο ανήσυχος Χρηστάκης αναπαύτηκε στα χέρια της πρώην γυναίκας του και ταμένης συντρόφου του Μαρίας Χρηστάκη τον Απρίλη του 2009.
Με αφορμή μια αναδρομική έκθεση στο έργο των μποέμ πρωτοπόρων της Αθήνας, συναντήσαμε την Μαρία Χρηστάκη στο σπίτι της στα Εξάρχεια, ξεφυλλίσαμε το αρχείο της και αφουγκραστήκαμε τις φανταστικές ιστορίες της κοινής της ζωής με τον Λεωνίδα.
Το σπίτι της Μαρίας Χρηστάκη (η Μαρία σιχαίνεται τους όρους ‘κύριος’ και ‘κυρία’) είναι γεμάτο βιβλία, παλιές φωτογραφίες και χοντρές υπερήλικες γάτες. Η Claudine ήταν η μόνη που καταδέχτηκε την παρέα μας, χαδιάρα αλλά ιδιότροπη αν το παράκανες, έμοιαζε να έχει προσαρμοστεί πλήρως στο πνεύμα του σπιτιού. Παραδίπλα ένα βιβλίο με γάτες του Άντι Γουόρχολ, «δώρο του Λεωνίδα» μας προλαβαίνει η Μαρία.
Το ότι μαζευόμασταν τα βράδια και αποφασίζαμε να κάνουμε ταξίδι με αερόστατο και περνούσε η ώρα, ξημέρωνε και εμείς ακόμα κάναμε σχεδιασμούς και πρόγραμμα για το πώς θα φτιάξουμε το αερόστατό μας, αυτό ήταν ένα όνειρο underground. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που έζησα την εποχή μου, γιατί ακριβώς ήταν μια αίσθηση, ένα βίωμα. Ήταν μια απίθανη εποχή, ανήκουστη.
«Έτσι ήταν ο Λεωνίδας, επιθετικός στον λόγο και ντόμπρος, μα όταν έκανε λάθος, έφευγε και επέστρεφε με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι. Ήταν απίστευτα τρυφερός, τζέντελμαν. Α, και ψεύτης τρομερός, όπως όλοι οι άντρες.’ Με βυσσινάδα στα ποτήρια ακούγαμε προσεκτικά τη Μαρία να μας διηγείται τα ανδραγαθήματα του συζύγου της. ‘Ο άνθρωπος ήταν μυθομανής, αστείρευτη φαντασία. Όμως σαν τον έπαιρνες χαμπάρι, το μετάνιωνε και ζήταγε συγνώμη. Ήταν ευαίσθητος, συχνά μου έκλαιγε».
Στο χωλ του σπιτιού υπάρχει ένας μεγάλος πίνακας, πορτραίτο της Μαρίας. Τον φιλοτέχνησε ο Λεωνίδας και, ως από σύμπτωση, δίπλα βρίσκεται και το πορτρέτο της μητέρας της, ζωγραφισμένο και αυτό από τον σύζυγό της.
«Πριν γνωρίσω τον Λεωνίδα ήμουν αρραβωνιασμένη με έναν τύπο που κυκλοφορούσε με "πειθαρχημένη διαβίωση". Αριστερός του κερατά, μόλις είχε βγει από την Αίγινα με τρις εις θάνατον και δήλωνε κάθε 15 και πρώτη του μήνα ‘παρών’ στην αστυνομία. Τον πήγα στους γονείς μου, που ήταν κανονικοί άνθρωποι –οι δόλιοι- και τους είπα ότι θέλω να τον παντρευτώ. Είδαν και απόειδαν, κατάλαβαν ότι ήταν καλό παιδί και τον συμπάθησαν. Μείναμε τρία χρόνια μαζί. Ήταν οι χειρότερες μέρες της ζωής μου. Απίστευτα καταπιεστικός και αυταρχικός, όπως όλοι οι κομμουνιστές που είχαν πάει εξορία και τα μυαλά τους είχαν μείνει πίσω.
Αφότου χωρίσαμε, γνώρισα τον Λεωνίδα. Τον συνάντησα πρώτη φορά το ’62 όταν ήρθε σε μια εταιρία για να τυπώσει τα εξώφυλλα των βιβλίων του. Εγώ εκεί έκανα ρετούς σε φιλμ. Ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος, που κυκλοφορούσε με μούσι και μπερέ –ήταν ο πρώτος που άφησε μούσι εκείνη την εποχή. Τον είδε ο πατέρας μου και τα έχασε, τον κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Και εγώ αναγκάστηκα να τον υπερασπιστώ και να έρθω σε κόντρα μαζί τους.
Το πρώτο μας ραντεβού το δώσαμε στο Ηρώδειο για να δούμε τον Carl Orff. Ήταν μια μαγική εμπειρία γιατί οι εποχές ήταν δύσκολες, δεν πήγαινες εύκολα να δεις τέτοια πράγματα, και όταν πήγαινες τα θυμόσουν μια ζωή. Με μάγεψε ο Λεωνίδας».
Μια σκάλα επιστρατεύεται για να φτάσουμε ψηλά σ’ ένα ράφι, έναν περίεργο πάκο με σκληρά χαρτιά μεγάλων διαστάσεων. Οι κυκλοφορίες των εκδόσεων Φέξη σε χασαπόχαρτο, είναι από τις πιο εντυπωσιακές εκδόσεις που μπορεί κανείς να αντικρύσει. Ζωγραφισμένες στο χέρι από τον Χρηστάκη, με καλλιγραφία και κείμενα μεγάλων διανοούμενων της εποχής, τα βιβλία αυτά κόστιζαν διακόσιες δραχμές το ένα. Γι’ αυτό και υπάρχουν ελάχιστα αντίτυπα πια.
«Ο Λεωνίδας είχε πολύ πρωτοποριακές, αυθεντικές ιδέες. Μόλις τις έκανε πράξη, μετά τις παρατούσε. Τις έδιωχνε, τις κατέστρεφε. Αυτό συνέβαινε και στην τέχνη και στις εκδόσεις και στις γκαλερί. Ξέρεις πόσες γκαλερί είχε κλείσει μόλις άρχιζαν να πηγαίνουν καλά; Και ήταν δύσκολοι καιροί. Βέβαια, όταν παρατούσε μια δουλειά, βρισκόταν ήδη σε κατάσταση εγκυμοσύνης με κάποια νέα ιδέα. Μόλις την γεννούσε, αργά ή γρήγορα θα την παρατούσε και τα παιδιά του, τα δημιουργήματά του, δεν θα τα αναγνώριζε. Δεν είχε συναισθηματική σχέση με ό,τι έφτιαχνε».
Παλιές φωτογραφίες σε καλή εκτύπωση με τον Λεωνίδα και την Μαρία, εκθέσεις του, τον Παπανδρέου στα εγκαίνια της έκθεσης του βιβλιοπωλείου του Φέξη, στην Χαλκίδα με τον Γιάννη Σκαρίμπα, σκηνές με συγγενείς και φίλους.
«Πήγαινε στην προεδρία της γκαλερί που έκανε την έκθεση και έπαιρνε μηχανές προβολής και μετά πήγαινε σε ινστιτούτα ξένων κρατών και έπαιρνε ταινίες τέχνης. Κάθε βδομάδα, λοιπόν, προέβαλλε ταινίες και γέμιζε με κόσμο. Όλα αυτά χωρίς να έχει ούτε δική του μηχανή, ούτε ταινίες. Έφερνε τον Σπαθάρη και άλλες φορές λογοτέχνες και ποιητές που διάβαζαν την δουλειά τους. Έκανε εγκαίνια στην γκαλερί στις 12 τα μεσάνυχτα και έφερνε λατέρνες να παίζουν μουσική. Και οι γκαλερί πήγαιναν πολύ καλά, αλλά κάποτε τελείωναν. Όλα τελείωναν για τον Λεωνίδα και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με ό,τι τελείωνε».
Με τι ζούσε Λεωνίδας; Έβγαζε τα προς το ζην με τις εκθέσεις/εκδόσεις; «Συνήθως δούλευα εγώ. Για ένα διάστημα είχα διοριστεί και δούλευα στην Βουλή. Όταν με έδιωξαν στην Χούντα, έπιασα δουλειά σε ασφαλιστική εταιρία. Το κυριότερο εισόδημα στο σπίτι ήταν δικό μου. Για να τυπώσει το πρώτο του περιοδικό ‘Το άλλο στην Τέχνη’, μού στοίχισε ένα σπίτι στο Χολαργό˙ εμένα δεν με ένοιαζε όμως».
Ποιο ήταν το μότο του, για την τέχνη; «Η τέχνη είναι για τα σκατά». Ναι αλλά την ίδια στιγμή, της αντιτείνω, συναναστρεφόταν έναν κύκλο ανθρώπων που απαρτιζόταν από την αφρόκρεμα των διανοουμένων της εποχής. «Και με τον μπακάλη της γειτονιάς έπαιζε πολύ ωραίο τάβλι ο Λεωνίδας, αλλά τι να πει για τα θέματα που τον απασχολούσαν με αυτόν; Με τις καλλιτεχνικές παρέες μόνο μπορούσε να μιλήσει την ίδια γλώσσα και να μοιραστεί τους προβληματισμούς του. Τους πιο πολλούς τούς έβριζε. Όμως εκείνοι επιδίωκαν να κάνουν παρέα μαζί του. Ίσως γιατί καταλάβαιναν ότι στα περισσότερα που έλεγε είχε δίκιο.
Ο Λεωνίδας δεν μπήκε ποτέ στο σύστημα και όποιος προσπαθούσε να τον βάλει, ήταν εχθρός. Μαζί του γνώρισα ποιητές, κινηματογραφιστές, λογοτέχνες, μουσικούς, τόσους που ούτε καν τους θυμάμαι. Στη Βουλή που δούλευα, έμαθα όλους τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους, τις χειρότερες φάρες δηλαδή. Έτσι λοιπόν, νοιώθω ότι για πενήντα χρόνια έζησα στο έπακρο την εποχή μου».
Και κάπως έτσι ξεκίνησε μια αφήγηση που μας ταξίδεψε πίσω στην Αθήνα του ’60-’70: «Όταν γνώρισα τον Λεωνίδα, τα Εξάρχεια ήταν ένα μέρος αστικό. Είχαν το Πολυτεχνείο και την Καλών Τεχνών. Όμως τα καλλιτεχνικά συμβαίνοντα και οι πρωτοπορίες γίνονταν στο Κολωνάκι. Αυτό είχε την ασυλία. Στα Εξάρχεια πήγαινες μόνο στο ‘Φλοράλ’ για καφέ. Τα καλλιτεχνικά στέκια της εποχής ήταν στο πατάρι του Λουμίδη, στο Brazilian στην Βουκουρεστίου και το Κολωνάκι στο ‘μπιντέ’ (έτσι ονόμαζαν την άνω πλατεία Κολωνακίου τις δεκαετίες ’50-’60, λόγω του σχήματός της, αλλά και περιπαικτικά λόγω των θαμώνων της).
Εκεί ήταν το "Ελληνικό", το "Βυζάντιο", ο "Μπόκολας" και το "Carissimo" πάνω απ’ το οποίο έμενε ο Πουλικάκος. Τον θυμάμαι φαντάρο που κατέβαινε να πιούμε καφέ και έφευγε τρέχοντας να παρουσιαστεί στην μονάδα. Όλες τις μορφές της ελληνικής πρωτοπορίες τις συναντούσες στον μπιντέ: τον Καρούζο, τον Μόραλη, τον Τσαρούχη, τον Ταχτσή και τόσους άλλους.
Το "Ελληνικό" είχε στον επάνω όροφο φλιπεράκια και εμείς μαζευόμασταν και παίζαμε. Βάζαμε μάλιστα και ένα συρματάκι για να κατεβάζουμε νομίσματα. Όταν, λοιπόν, επί χούντας έκλεισε το "Ελληνικό", κάναμε την κηδεία του. Ο Λεωνίδας είχε φτιάξει ένα φέρετρο από χαρτόνι και είχε καλλιγραφήσει το καπάκι και έλεγε, ‘κάθε 21 του μήνα, θα κλαίμε’, γιατί στις 21 του μήνα έκλεινε το μαγαζί.
Είχαμε φορέσει, λοιπόν, όλοι μαύρα, οι άντρες φορούσαν ημίψηλο χάρτινο καπέλο, κρατούσαμε τύμπανα και κάναμε παρέλαση από τον Άγιο Διονύση στην Σκουφά μέχρι το "Ελληνικό" στην πλατεία, όπου ανάψαμε σε όλα τα τραπεζάκια κεριά. Τότε, πλάκωσε ξαφνικά η αστυνομία, έσπασε το καπάκι από το φέρετρο και μας μπαγλάρωσε ομαδικώς. Τέτοια περίεργα γίνονταν μόνο στο Κολωνάκι».
Αναπολώντας το παρελθόν, η Μαρία Χρηστάκη, καταλήγει σε αυτό που για εκείνην σημαίνει το ελληνικό underground. «Πήγαινες στο Κολωνάκι και έβρισκες τον "παίδαρο" με το στενό πουκάμισο που έκανε τον ωραίο, αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό της εποχής. Και άλλα τρελά: ήταν ένας που κυκλοφορούσε με αμάξι δίχως πόρτες και άνοιγε σαμπάνιες, ή ο άλλος που ήταν δισεκατομμυριούχος και ζητιάνευε στην Σκουφά και μόλις του πέταγες ένα κέρμα, έβγαζε ένα χιλιάρικο και στο έδινε πίσω.
Όπως και η "ωραία Οφηλία" με τα όμορφα καπέλα στην στοά Νικολούδη, μια χαρακτηριστική φιγούρα που συναντούσες συχνά. Ο γιατρός με το κατακόκκινο κοστούμι, με την άσπρη μποτονιέρα και ψαθάκι, που σού έπαιρνε την πίεση στα καλά καθούμενα, εκεί που έκανες την βόλτα σου. Υπήρχαν οι χίπις όπως ο Σίμος ή ο Μιχάλης ο Κατσαρός που κοιμόταν όπου έβρισκε, μπορεί να άνοιγε το ντουλάπι της κουζίνας και να κοιμόταν. Αυτές ήταν στιγμές underground. Ήταν μια εποχή ανησυχίας και παραλόγου, με έντονο πολιτικό περιεχόμενο».
«Η λέξη underground υποδηλώνει ένα βάθος. Εμένα δεν μου άρεσε αυτό, προτιμούσα την επιφάνεια, που ήταν πάντοτε τόσο γοητευτική. Το ότι μαζευόμασταν τα βράδια και αποφασίζαμε να κάνουμε ταξίδι με αερόστατο και περνούσε η ώρα, ξημέρωνε και εμείς ακόμα κάναμε σχεδιασμούς και πρόγραμμα για το πώς θα φτιάξουμε το αερόστατό μας, αυτό ήταν ένα όνειρο underground. Δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που έζησα την εποχή μου, γιατί ακριβώς ήταν μια αίσθηση, ένα βίωμα. Ήταν μια απίθανη εποχή, ανήκουστη».
Σειρά έχουν φωτογραφίες με έργα του Λεωνίδα, προσκλήσεις σε εγκαίνια φιλοτεχνημένες από τα χέρια του, άλλες σε στυλ λαϊκής τέχνης με ζωγραφισμένους σάτυρους και νύμφες και άλλες πιο λιτές, σφραγισμένες με βουλοκέρι. Στο τέλος, το προσκλητήριο του γάμου τους (που τόσο θύμιζε τις μεταξοτυπίες του Γουόρχολ) και μια φωτογραφία απ’ αυτόν. «Στον γάμο μας δεν φορούσα νυφικό. Θυμάμαι ένα πιτσιρίκι που ρώταγε την μαμά του: "πού είναι η νύφη"», θυμάται η Μαρία Χρηστάκη.
«Ο Λεωνίδας έφτιαχνε από το τίποτα, τον κόσμο όλο. Έπαιρνε χαρτόνια και έφτιαχνε στολίδια, ζωντάνευε το σπίτι μας, το έκανε π-α-ν-έ-μ-ο-ρ-φ-ο». Παρακάτω φωτογραφίες με τους περίτεχνους χαρταετούς που έφτιαχνε ο Χρηστάκης. Χαρταετοί τεράστιοι, που όλοι τους τελικά πετούσαν. «Έφτιαχνε ότι μπορείς να φανταστείς από πυραύλους, μέχρι αρχαιοελληνικούς κίονες. Μια φορά είχε φτιάξει τον Μακάριο και την Θεία Πίτσα, μια κυρία που κρατούσε ένα τσαντάκι. Τους πετούσαμε στου Φιλοπάππου».
Παραπέρα φωτογραφίες από τα έργα του με χρωματιστούς σπάγγους που πολύ άρεσαν στην Μαρία, τις "Ευθειογενείς Καμπύλες" όπως τις ονόμαζε. Και άλλες από μια έκθεση γκροτέσκα με ανθρώπινα εντόσθια. «Ήταν μια έκθεση περίεργη για την εποχή, δεν είχε ξαναγίνει. Θυμάμαι παρεβρέθηκε τότε ένας ψυχίατρος ο Νίκος Δρακουλίδης και του είχε πει ότι αν δεν ζωγράφιζε εκείνους τους πίνακες την δεδομένη στιγμή, θα είχε γίνει σίγουρα δολοφόνος».
Μετά την δικτατορία ο Χρηστάκης άρχισε να στρέφεται στον τομέα των γραμμάτων και των εκδόσεων. Υπήρξε σίγουρα επηρεασμένος από το πολιτικό κλίμα της εποχής, αυτό το διακρίνεις εύκολα σε όλα του τα βιβλία. «Νομίζω ήταν νομοτελειακό να γίνει ο Λεωνίδας αυτό που έγινε. Ήταν πρωτοπόρος χωρίς συνέχεια. Αυτά που έκαναν οι μπίτνικς στην Αμερική, τα είχε κάνει ο ίδιος πέντε χρόνια πριν», αναλογίζεται η Μαρία.
Και πράγματι, η δραστηριότητα του Χρηστάκη στο τομέα αυτό υπήρξε επαναστατική. Πρωτοβουλίες όπως η κυκλοφορία της "Βιβλιοθήκης Νόμπελ" στην παραμονές της Χούντας, του περιοδικού "Κούρος" και της πρώτης του ποιητικής συλλογής στην Δικτατορία, αλλά και ό,τι επακολούθησε από το "Παντέρμα" και το "Ιδεολόγιο" μέχρι το "Η ιστορία της Αλητείας" είναι ενδεικτικά του ανήσυχου πνεύματός του.
Η συζήτησή μας φτάνει στα χρόνια της Δικτατορίας. «Πεινάσαμε πολύ», ήταν η πρώτη φράση που συγκράτησα. «Είχαμε τότε και το παιδί, οπότε τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το σπίτι μας όμως ήταν πάντοτε γεμάτο από επισκέψεις. Για να μην τους κακοκαρδίζουμε, λοιπόν, ο Λεωνίδας έφτιαχνε κάτι καταπληκτικές τηγανίτες. Αλεύρι και ζάχαρη υπήρχαν πάντα στην κουζίνα. Αρκετά χρόνια μετά, που είχαμε αποκατασταθεί οικονομικά, καθόμασταν με την Λιλή Ζωγράφου και αναπολούσαμε τις τηγανίτες εκείνης της εποχής», κατέληξε η Μαρία χαμογελώντας.
«Η Λιλή Ζωγράφου μου είχε πει ότι έχω το χάρισμα του θεατή και του ακροατή. Μπορώ να σου πω αν μ’ αρέσει ένα ποίημα ή ένα τραγούδι, και η κριτική μου να είναι σωστή και ωφέλιμη. Δεν είμαι όμως δημιουργός. Και αυτό ήταν κάτι που με πλήγωνε. Η Λιλή με παρηγορούσε ότι ‘αν δεν υπήρχαν οι Μαρίες, δεν θα υπήρχαν και οι καλλιτέχνες’. Ο Λεωνίδας μάλλον συμφωνούσε, γιατί μου έφερνε κάθε φορά έναν πάκο ποιήματά του και μου ζητούσε να τα ξεσκαρτάρω για να τα δημοσιεύσει».
Μέσα στον σωρό ξεχωρίζω τις φωτογραφίες που ο ίδιος είναι μικρός σε ηλικία. Δίπλα του πάντα στέκει η μάνα του. «Η Χρηστακομήτωρ, όπως εγώ την έλεγα», επεμβαίνει η Χρηστάκη. «Ήταν από την Τραπεζούντα και όπως συνήθιζε να ισχυρίζεται, ήταν απόγονος του Υψηλάντη. Την παντρεύτηκε ο άντρας της 14 χρονών. Το πατρικό της ήταν στην Σολωμού στα Εξάρχεια. Είχαμε χωρίσει με τον Λεωνίδα και συνέχισα να την παίρνω τηλέφωνα και να της στέλνω σταυρόλεξα».
«Όταν ήταν επτά χρονών ο Λεωνίδας είχε πάθει τριχοφάγο. Οι γονείς του, αντί να κάνουν τα κλασσικά γιατροσόφια –συνήθως έβαζαν σκόρδο-, προτίμησαν να τον πάνε στον γιατρό και του έκανε ακτινοβολίες. Αν αναλογιστείς πώς ήταν η ιατρική τεχνολογία στις αρχές του αιώνα, θα καταλάβεις πόσο μεγάλο κακό του έκαναν.
Οι ακτινοβολίες τού έκαψαν όλο το πίσω μέρος του κεφαλιού, μέχρι χαμηλά στον σβέρκο. Το τραύμα του εξασθένισε τους μύες στην πλάτη, έμειναν μόνο κόκκαλα και πετσί, έτσι το στήθος του βούλιαξε μπροστά. Αυτό δεν επουλώθηκε ποτέ, του προκάλεσε πολλά ψυχολογικά προβλήματα, τον έκανε εσωστρεφή. Ήταν αυτό που έθρεψε την καλλιτεχνική του φύση και αυτό απ’ το οποίο πέθανε στο τέλος».
Αυτός τι συνήθιζε να σας λέει σχετικά με το συμβάν; «Ότι έχω μάθει για τον Λεωνίδα τα έχω μάθει από την μητέρα του. Εκείνος έφτιαχνε τις ιστορίες εντελώς φανταστικές, δεν ξεχώριζες αλήθεια από ψέμα».
Ο Χρηστάκης γιατί άλλαξε τόσα σπίτια; «Μα επειδή δεν πληρώναμε και μας κυνηγούσαν! Έχει αλλάξει πάνω από 25. Σε όλη την περιοχή γύρω από τον Λυκαβηττό. Έτρεφε μεγάλο μίσος για την εξουσία. Ακόμη και τον σπιτονοικοκύρη μας θεωρούσε εξουσία. Δεν είχαμε να πληρώσουμε το νοίκι, μας έκαναν έξωση, μας έκοβαν το φως. Εγώ είχα μάθει από το σπίτι μου να πληρώνω τους λογαριασμούς πριν λήξουν. Ο Λεωνίδας μού έλεγε ότι προτιμούσε να αλλάξει σπίτι, παρά να πληρώσει. Και αυτό ήταν κάτι που με γοήτευε. Όμως, όταν απέκτησα παιδί μαζί του και κουράστηκα πια να ζω έτσι, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Ο Λεωνίδας ήταν επαναστάτης, φύσει και θέσει. Αν είχε λεφτά, προτιμούσε να πάει σινεμά παρά να φάει».
Η επαναστατική του θέση ενόχλησε πολλούς. «Τον Λεωνίδα τον αγνοούσαν επιδεικτικά επειδή ήταν κακό σπυρί στον κώλο τους. Πέρα από την κριτική που τους ασκούσε, ήταν αδύνατο να τον τιθασεύσουν. Πολλοί προσπάθησαν να τον βάλουν σε ένα καλούπι, να χτίσουν ένα είδωλο, όμως εκείνος δεν άφηνε τίποτα όρθιο, όλα τα κατέστρεφε για να δημιουργήσει ξανά».
Το αποκορύφωμα του πολέμου εις βάρος του, όμως, ήρθε την περίοδο της Μεταπολίτευσης. «Το ’81, επί Ράλλη, τον προφυλάκισαν για σύσταση συμμορίας. Το μόνο που τού βρήκαν στην έφοδο στο σπίτι του ήταν κάτι περιοδικά πορνό, ούτε βόμβες, ούτε προκηρύξεις, ούτε τίποτα. Ήταν από τους τελευταίους κρατούμενους στις φυλακές της Αίγινας και τον επισκεπτόμουν για να του πάω βιβλία κάθε Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, και ας είχαμε χωρίσει. Είναι αστείο, αλλά μέσα στην Χούντα είχε βγάλει φυλλάδιο με οδηγίες προς Κυπρίους για κατασκευή βόμβας και δεν τον έπιασαν και βρήκαν να τον συλλάβουν, χωρίς κατηγορία, στην Μεταπολίτευση. Ο Λεωνίδας δεν σταμάτησε ποτέ να ενοχλεί την εξουσία».
Όταν τελείωσαν οι φωτογραφίες, η Μαρία παραδέχτηκε σιγανά: « Ο Λεωνίδας είχε έντονη την αίσθηση του προσωρινού. Όλοι έχουμε την τάση να κοιτάμε φωτογραφίες, να αναπολούμε στιγμές. Εκείνος είχε κόψει τις γέφυρες με το παρελθόν, δεν τον ενδιέφερε. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του προσωρινού, του εφήμερου. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι δεν είχε κάποια ιδεολογία. Ότι δεν πίστευε σε τίποτα απολύτως. Σε τίποτα εκτός από τον έρωτα». «Μπορεί να πήραμε διαζύγιο, όμως ποτέ δεν χώρισαν οι δρόμοι μας. Ερχόταν στο σπίτι με τις φιλενάδες του, έφερνα εγώ τους δικούς μου φίλους. Τρώγαμε όλοι μαζί. Ποτέ δεν χωρίσαμε με τον Λεωνίδα, άλλωστε στα χέρια μου πέθανε».
Σταματά για λίγο, δικαιολογείται που μας "κούρασε' με τις διηγήσεις της και συνεχίζει: «Ο Λεωνίδας πέθανε όπως ήθελε. Ήταν πολύ περήφανος. Όταν μεγάλωσε πολύ, ήξερα ότι δυσκολευόταν να περπατήσει. Στο Nosotros τού είχαν φτιάξει ένα γραφείο στον δεύτερο όροφο, όμως δεν μπορούσε να ανέβει τις σκάλες και ντρεπόταν να το πει. Έτσι είχε κάνει το ΒΟΞ στέκι του τα τελευταία χρόνια. Μετά άρχισε να μην βλέπει καλά, αλλά δεν μας έλεγε τίποτα. Δεν ήθελε με τίποτα να πάει στον γιατρό. Στο τέλος, τον χτύπησε ένα αμάξι. Μετά από αυτό φοβόταν να βγει από το σπίτι. Έτσι αποφάσισε να πεθάνει. Δεν δεχόταν να φάει, δεν έπινε ούτε νερό. Ήταν μια συνεχής άρνηση. Ήταν που ήταν αδύνατος σαν κλαράκι, δεν ήθελε πολύ για να καταπονηθεί. Κοιτώντας πίσω, κατάλαβα ότι πέθανε όπως έζησε, ορίζοντας ο ίδιος την μοίρα του».
Πριν κλείσω το μαγνητοφωνάκι μου, επιμένω να μου διαβάσει ένα απόσπασμα από γράμμα που της είχε στείλει ο Χρηστάκης. Στο συρτάρι ανάμεσα στον σωρό με τα υπόλοιπα γράμματα, εκείνη επιλέγει ένα σε ζελατίνη. Το γράμμα ξεκινούσε με ένα κομμένο απόσπασμα από βιβλίο, που είχε παραθέσει ο Χρηστάκης για να περιγράψει τον εαυτό του.
Έλεγε λοιπόν: «‘Ήταν άνθρωπος με αυτοκυριαρχία σε στιγμές μεγάλες εντάσεως, κυνικός, πονηρός και σαρκαστικός. Κάποιες φορές περνούσε από την αυθάδεια στην υποταγή μόλις του άσφυγκαν τα λουριά (…) Μα όσο ψύχραιμος και αν ήταν ο άνθρωπος αυτός, δεν θα ήταν δυνατόν να μην είχε δοκιμάσει πραγματικό ψυχικό μαρτύριο (...)’».
Και συνέχιζε δικαιολογώντας της το γράμμα του: «‘Όπως όλοι ,άλλωστε, οι εραστές έτσι και εγώ θα προσπαθήσω να σου δικαιολογηθώ για το γράμμα μου που δεν είμαι σίγουρος αν κάποτε φτάσει στα χέρια σου, όχι γιατί ζήτησες γράμμα αλλά γιατί δεν έχω την τόλμη να στα πω προφορικά.’» «Με κάτι τέτοια με έριχνε ο μπαγάσας… Και τώρα; Πάμε για ένα στριφτό»;
Η συνέντευξη έγινε στις αρχές του καλοκαιριού του 2012.