Κυριακή απόγευμα βρέθηκα στον σταθμό Λαρίσης. Όλες οι πύλες κλειστές πλην της κεντρικής, αστυνομία παντού, λίγοι οι ταξιδιώτες, μερικές δεκάδες μετανάστες και πρόσφυγες, μόνοι ή οικογενειακώς έξω από τον σταθμό ή στο παρκάκι απέναντι να περιμένουν ακόμα κάποιο «θαύμα», ένας αστυνομικός στην είσοδο να προσπαθεί να «εξηγήσει» σε μια ξέμπαρκη οικογένεια γιατί δεν μπορεί να ταξιδέψει με το τρένο για Θεσσαλονίκη παρότι διαθέτει ταξιδιωτικά έγγραφα και εισιτήρια –και όχι, δεν ήταν «φλασμπάκ» από τη Ν. Αφρική επί απαρτχάιντ–, ένας άλλος να βοηθά πρόθυμα μια μαντιλοφορούσα μάνα να ανεβάσει το καροτσάκι με το μωρό της στο πεζοδρόμιο – μια σκηνή ανθρωπιάς τόσο σπάνια για ένστολο σε τέτοιες ειδικά περιστάσεις ώστε αξίζει να καταγραφεί.
Τις ίδιες ώρες «εκτονωνόταν» και η κατάσταση στα Διαβατά, με τους τελευταίους μετανάστες/πρόσφυγες να αποχωρούν ύστερα από ένα τριήμερο σχεδόν απονενοημένων προσπαθειών να φτάσουν στα σύνορα και συγκρούσεων με τα ΜΑΤ, σκηνικών που θύμισαν Ειδομένη του '15.
Αιτία, η φήμη που κυκλοφόρησε –από κάποιους υπεραισιόδοξους. ανεύθυνους είτε απλά ιδιοτελείς «δικούς τους» ή αλληλέγγυους, από διακινητές με «όραμα», άγνωστο– ότι τα σύνορα επιτέλους θα ανοίγανε.
Δεν ξέρω αν γνώριζαν πως την τελευταία φορά που κυκλοφόρησε μια παρόμοια φήμη για ανοιχτά περάσματα στα σύνορα (Μάρτιος '16), τρεις άνθρωποι χάθηκαν επιχειρώντας να διαβούν ένα ορμητικό ποτάμι στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία προτού οι εκεί αρχές τούς γυρίσουν πίσω, ακόμα όμως κι αν το ήξεραν πίσω δεν θα έκαναν.
Οι 55-60.000 πρόσφυγες και μετανάστες μας –λιγότεροι από τους θεατές ενός γεμάτου ΟΑΚΑ, για να αποκτήσουμε κάποια συναίσθηση του πραγματικού αριθμού τους πέρα από τις ακροδεξιές υστερίες για «εισβολή»– ούτε να φύγουν από τη χώρα μπορούν, ούτε καν να ταξιδέψουν όπου θέλουν στο εσωτερικό κι ας είναι τυπικά ελεύθεροι να το κάνουν.
Ουδείς «καλοθελητής» ανέλαβε φυσικά την ευθύνη για εκείνο το δραματικό συμβάν, ουδεμία πάλι περίπτωση υπήρχε να κάνουνε πίσω άνθρωποι που για να βρεθούν στο σημείο αυτό έχουν αντιμετωπίσει πολύ χειρότερες καταστάσεις, ξεγελώντας συχνά τον ίδιο τον θάνατο.
Κι αν βάζουν μπροστά τα παιδιά τους δεν το κάνουν εκ είδει «ασπίδας» αλλά προτάσσοντας τον απόλυτο λόγο για να τους επιτραπεί να αναζητήσουν αλλού μια καλύτερη τύχη. «Οι μετανάστες δεν πρέπει να ρισκάρουν τα προνόμια που έχουν εδώ», δήλωνε πομπωδώς η υπουργός Προστασίας του Πολίτη.
Ας δούμε λιγάκι τι «προνόμια» και «ευκαιρίες» ρισκάρουν λοιπόν αυτοί οι αχάριστοι: Οι 55-60.000 πρόσφυγες και μετανάστες μας –λιγότεροι από τους θεατές ενός γεμάτου ΟΑΚΑ, για να αποκτήσουμε κάποια συναίσθηση του πραγματικού αριθμού τους πέρα από τις ακροδεξιές υστερίες για «εισβολή»– ούτε να φύγουν από τη χώρα μπορούν γιατί η Ευρώπη των συρματοπλεγμάτων και της υποκρισίας «δαγκώνει», βλέπεις, αν τυχόν τους αφήσουμε, ούτε καν να ταξιδέψουν όπου θέλουν στο εσωτερικό κι ας είναι τυπικά ελεύθεροι να το κάνουν.
Οι προσπάθειες ένταξης έστω στο εκπαιδευτικό σύστημα γίνονται με βήματα χελώνας και χίλια δυο εμπόδια από λογής ακροδεξιούς, «Ελληνάρες» κι Ελλαδέμπορους. Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, περίπου ανέκδοτο για τη συντριπτική πλειοψηφία.
Η συναναστροφή με τους ντόπιους που θα διευκόλυνε την κοινωνική ένταξη όσων αποφασίζουν να μείνουν Ελλάδα θα έδινε, επιπλέον, μια δημογραφική «ανάσα» σε μια από τις πιο γερασμένες ευρωπαϊκές χώρες, σχεδόν ανύπαρκτη πλην εξαιρέσεων.
Ζητήματα –που κάποτε εκφράζονται βίαια– υπάρχουν τόσο με τις συνθήκες διαβίωσης όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις καθώς μιλάμε για συνωστισμένους ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, κουλτούρες και περιβάλλοντα, με εκείνους που προέρχονται από γεωγραφικές ζώνες μη αναγνωρισμένες επίσημα ως εμπόλεμες να νιώθουν δικαίως «ριγμένοι» – μια κατάσταση που φυσικά κοιτάνε να εκμεταλλευτούν διάφοροι επιτήδειοι και τυχοδιώκτες εντός ή εκτός camps. Ακόμα κι όσοι μένουν σε διαμερίσματα δεν ξεφεύγουν πολύ από αυτό το πλαίσιο.
Το «φόρτωμα» όλου αυτού του προβλήματος σε όσους γειτνιάζουν με τις εν λόγω ανθρώπινες «αποθήκες» επόμενο είναι να αβαντάρει ακροδεξιές, ξενόφοβες και ρατσιστικές απόψεις και πρακτικές, όπως μαρτυρούν και οι αυξημένες επιθέσεις κατά τέτοιων «στόχων», με τους δράστες να πέφτουν συνήθως «στα μαλακά» ακόμα κι όταν συλλαμβάνονται μην τυχόν και διαταραχθούν οι ισορροπίες φρίκης των τοπικών κοινωνιών.
Οι αιτήσεις ασύλου λιμνάζουν επί μήνες ή και χρόνια, πάνω από 36.000 εκκρεμούν και παρότι οι εγκρίσεις έχουν τον τελευταίο καιρό αναλογικά αυξηθεί, όσες ειδικά αφορούν οικογενειακές επανενώσεις ή ασυνόδευτα ανήλικα δίνονται με το σταγονόμετρο (στοιχεία Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες). Αυτό μάλιστα παρά τη μείωση των εισερχόμενων «ροών», οι οποίες βέβαια ανά πάσα στιγμή μπορεί να επανακάμψουν σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον.
Η ως εκ τούτου μακρόχρονη παραμονή στα κατά τόπους hot spots –ακόμα και σ' εκείνα όπου επικρατούν καλύτερες συνθήκες από το αίσχος της Μόριας– χωρίς κάποια απασχόληση, ελπίδα ή προοπτική εκτρέφει την οργή, την απελπισία, την παραίτηση κι αυτές με τη σειρά τους ευνοούν τα κυκλώματα εκμετάλλευσης, την γκετοποίηση, την παραβατικότητα, το «λάθε βιώσας».
Και όχι, δεν είναι «στη φύση» ή «στην κουλτούρα» τους, καθένας που διαβάζει αυτές τις γραμμές ας αναρωτηθεί τι αντοχές θα είχε στη θέση τους, πόσο «χαραχτήρα» αλήθεια θα κρατούσε και πόσο θα ρίσκαρε για να απεγκλωβιστεί, όσα κι αν διακινδύνευε.
Οι επαναπροωθήσεις στον Έβρο, κοινό μυστικό, το φαγοπότι που γίνεται στην πλάτη τους από κάποια πρόσωπα σε υπουργεία, υπηρεσίες και ΜΚΟ, επίσης.
Μολονότι δεν είναι όλοι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες μουσουλμάνοι, η πλέον ίσως αντιπροσωπευτική εικόνα για το πώς τελικά τους «θέλουμε» είναι το τζαμί που εδεήσαμε να φτιάξουμε στον Βοτανικό: Άχαρο, στενάχωρο, «ευνουχισμένο» (αφού δεν έχει μιναρέ), θυμίζει προκάτ λυόμενο όπως τα κοντέινερ που τους φιλοξενούν στους καταυλισμούς, με το «περίτεχνο» –συγκριτικά με το οικοδόμημα– συντριβάνι εμπρός του να συμβολίζει τη γυαλιστερή βιτρίνα της μεταναστευτικής μας πολιτικής.
Που δεν ξέρω πόσο καλύτερη θα ήταν με μια απροκάλυπτα ξενόφοβη, εθνοκάπηλη και λιγότερο ευαίσθητη περί τα δικαιωματικά κυβέρνηση, κάτι που οι τωρινοί κρατούντες συχνά επικαλούνται, αλίμονο όμως αν ο «πήχης» μπαίνει τόσο χαμηλά, αν έτσι ξεγελάνε απλώς τις δικές τους ευθύνες κι ανεπάρκειες.