Όποιος έτυχε να δει το απόσπασμα από τη βραδινή εκπομπή «Late Show», με τον Κιάνου Ριβς να απαντά σοφά, απλά, ανθρώπινα στην ερώτηση «πού πηγαίνουμε όταν πεθάνουμε;», σίγουρα έλιωσε με τον ειλικρινή περισπασμό του Αμερικανού ηθοποιού ‒ ακόμα κι εγώ, που δεν είμαι fan, αλλά τον συμπαθώ σαν τον γείτονα που πηγαίναμε μαζί στο σινεμά στα σχολικά μας χρόνια. «Αυτό που ξέρω είναι πως θα λείψουμε από αυτούς που μας αγαπούν». Απλά και ωραία.
Αυτός που με κέρδισε ολοσχερώς είναι ο παρουσιαστής Στίβεν Κολμπέρ (ή Κόουλμπερτ, με την εναλλακτική προφορά που τιμά τον πατέρα του). Η αντίδρασή του ήταν σπάνια και πολύτιμη. Δεν ανταπάντησε με κάτι έξυπνο ή αστείο, άφησε την πρόταση του Κιάνου να καθίσει λίγο, την παρέδωσε στους θεατές που αναφώνησαν θετικά, χαμήλωσε το βλέμμα, χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και έκπληξη που δεν έκρυβε ούτε στο ελάχιστο επιτίμηση και τον αποχαιρέτησε με θερμή χειραψία. Κανείς δεν κάνει παύση σε μια εκπομπή όπου το ζάπινγκ απειλεί σαν πέλεκυς και η ταχύτητα εναλλαγής υπαγορεύει τον λόγο.
Το γεγονός πως ο Κολμπέρ είχε χάσει τον πατέρα του και δύο από τα δέκα αδέλφια του σε αεροπορικό δυστύχημα όταν ήταν 10 ετών πρέπει να πέρασε σαν φλας από το μυαλό του. Ομολογώ πως δεν το γνώριζα ‒ το διάβασα πρόσφατα. Ήμουν, ωστόσο, σίγουρος πως υπήρχε λόγος που με άγγιξε τόσο πολύ η άρρητη αντίδρασή του. Ξεχωριστός είναι ο άνθρωπος που δεν ευτελίζει την προσωπική του ζωή μπροστά σε κάμερες όταν δεν υπάρχει λόγος και ξέρει να εκτιμά σιωπηλά οτιδήποτε προέρχεται από έναν βαθύ τόπο.
Ο Κολμπέρ δεν είναι ένας ακόμα κομπέρ: δίνει σήματα και αναβαθμίζει το τηλεοπτικό comedy, χωρίς να αποποιείται την περιστασιακή σαχλαμάρα.
Ο Κολμπέρ διαδέχθηκε τον πολύ Ντέιβιντ Λέτερμαν το 2015 στη διαφημιστικά πανάκριβη, καυτή ζώνη της μεσονύκτιας ψυχαγωγίας που δεν παρακολουθεί σύσσωμη η Αμερική, όπως μαρτυρούν οι τηλεθέασεις, αλλά είθισται να αποτελεί βαρόμετρο της κοινής γνώμης και να αναμεταδίδεται την επομένη, είτε στη μορφή αποσπασματικής παρλάτας από το best of του καθιερωμένου εισαγωγικού μονολόγου των παρουσιαστών είτε μέσω των πασίγνωστων ηθοποιών που κάθονται αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους και προωθούν τη δουλειά τους με χάρη, ιλαρότητα ή αυτοαναφορικότητα, ανάλογα με την προσωπικότητά τους.
Αντίθετα με το αγχώδες και showbiz-ίστικο βιμπράτο του Τζίμι Φάλον και του Τζέιμς Κόρντεν, ο Κολμπέρ έχει χτίσει το πολιτικό του προφίλ εδώ και χρόνια παρωδώντας τις ρεπουμπλικανικές τακτικές με έναν καταπληκτικό χαρακτήρα που επινόησε στο Comedy Central, έναν ανταποκριτή σοβαροφανή και εντελώς δεξιό που πυροβολούσε το πόδι του χωρίς να χρειαστεί να τον παγιδέψει κανείς. Η επιτυχία του είναι μεγάλη και η αναγνώριση δεδομένη.
Και ενώ παρέλαβε τον θρόνο, δεν έχασε την ψυχραιμία του όταν ο Φάλον τραγουδούσε και έπαιζε πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους του ούτε όταν ο Κίμελ είχε το «σπρώξιμο» του ABC με τα Όσκαρ και το πιο τακτοποιημένο προφίλ. Αναμφίβολα, όλο το κόλπο της παρουσίασης μιας τέτοιας εκπομπής, που έχει τις ρίζες της στην απαρχή της αμερικανικής τηλεόρασης και απογειώθηκε με την παντοδυναμία του Τζόνι Κάρσον, φιλτράρεται μέσα από την «όρθια πλάκα», αλλιώς δεν τρυπάει τις μάζες.
Κι ενώ σε κάποια φάση είχαν επιχειρήσει και δημοσιογράφοι όπως ο Τομ Σνάιντερ να αναλάβουν τον κρίσιμο τομέα της βραδινής ψυχαγωγίας, μεταφέροντας μια 60 Minutes πείρα στην post-Watergate περίοδο, επικράτησαν οι ηθοποιοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους κωμικοί, και όλοι άνδρες ‒ το μεγάλο παράπονο της αθυρόστομης Τζόαν Ρίβερς, που ο Κάρσον σταμάτησε να της μιλάει όταν νόμισε πως τον πρόδωσε και έφυγε για ανταγωνιστικό κανάλι, ενώ στην πραγματικότητα κανείς δεν της πρότεινε μια περίοπτη θέση στο πατριαρχικό τηλεοπτικό βασίλειο.
Ακόμα και ο Ντικ Κάβετ, ο άρχοντας των σπουδαίων ωριαίων συνεντεύξεων, από ηθοποιός ξεκίνησε και δεν απαρνιόταν το χιούμορ, ειδικά όταν ήθελε να ελαφρύνει τα πνεύματα. Από το πλευρό των διάσημων και εξαιρετικά καλοπληρωμένων παρουσιαστών έχουν περάσει εξαιρετικοί καλεσμένοι.
Μεγάλο παράδειγμα, ο κορυφαίος Ντον Ρικλς, ένα ακούραστο δυναμό ετοιμότητας και επιθετικού νεοϋρκέζικου χιούμορ (που πολλοί μπέρδευαν με προσβολή) που αναστάτωνε τακτικά το πλατό του Κάρσον και έλεγε αυτά που οι υπόλοιποι δεν τολμούσαν, πυροβολώντας αδιακρίτως εθνότητες, ασχέτως προσωπικής φιλίας ‒ πάει η λιακάδα της πολιτικής λοξότητας. Ή ο ατρόμητος Άντι Κάουφμαν, που λάνσαρε την αντι-κωμωδία και σαν εκδικητικός φαρσέρ πλήγωνε τους ανύποπτους τηλεθεατές, προτείνοντάς τους ένα άβολο, αναρχικό δεκάλεπτο αντί του déjà vu που ήταν πρόθυμοι να καταναλώσουν. Οι οικοδεσπότες έκαναν τους χαζούς, αφήνοντας μεγάλα ταλέντα να αλωνίζουν, προϋπαντώντας το stand up από τον άμβωνα της τηλεόρασης.
Θυμάστε ίσως τον Βασιλιά της Κωμωδίας, την πιο σκληρή ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε μετά τον Ταξιτζή. Με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στον ρόλο του αντιπαθέστατου Ρούπερτ Πάπκιν, του φτωχοδιάβολου που έδεσε χειροπόδαρα τον Τζέρι Λιούις (σε μία από τις θεϊκές του ερμηνείες) για να πραγματοποιήσει πάση θυσία το όνειρό του, να γίνει ακριβώς αυτό, ένας παρουσιαστής late night show, σε πείσμα της αταλαντοσύνης και της παντελούς έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα και την ανθρώπινη φύση. Σκληρή ταινία, σπουδαία, αν και επίτηδες «άχαρη», για ένα τραχύ περιβάλλον που σχεδιάστηκε επιστημονικά για να σκορπάει διασκέδαση με πασπάλισμα πολιτικού σχολιασμού της επικαιρότητας.
Μετά από δεκαετίες εφαρμογής και τελειοποίησης, ο Κολμπέρ γνωρίζει καλά το φορμάτ, πατάει στο καλούπι, αναπτύσσει την περσόνα του Colbert Report σε μια νέα εποχή, αυτήν τη φορά κυριολεκτώντας, για να χτυπήσει αλύπητα τη φαιδρότητα του Τραμπ με επιχειρήματα και κοφτερή άποψη. Η πολιτική του ψυχαγωγία δεν έχει ταίρι. Ο Κολμπέρ δεν είναι ένας ακόμα κομπέρ: δίνει σήματα και αναβαθμίζει το τηλεοπτικό comedy, χωρίς να αποποιείται την περιστασιακή σαχλαμάρα.
Έχει κανείς ακόμη απορία γιατί αντίστοιχη εκπομπή δεν έχει πιάσει ποτέ στην ελληνική τηλεόραση;
σχόλια