Κάθε πρωί ξυπνάει στις έξι παρά τέταρτο για να κάνει το πρωινό της μάθημα μπαλέτου, μόνη, όπου βρει χώρο, στην κουζίνα ή στο σαλόνι της. «Πρέπει οπωσδήποτε να συντηρώ το κορμί μου με μπαλέτο γιατί αυτό είναι η κατάνυξή μου, η εκκλησία μου» μου εξηγεί. Μετά ετοιμάζει τον γιο της, τον Πέτρο, για το σχολείο και όταν ελευθερωθεί παίρνει έναν πρωινό ύπνο για να αντέξει την υπόλοιπη μέρα και τις βραδινές παραστάσεις.
Η ηθοποιός Έλενα Τοπαλίδου υπήρξε για αρκετά χρόνια πρωταγωνίστρια στις παραστάσεις της ομάδας ΟΚΤΑΝΑ του Κωνσταντίνου Ρήγου τόσο στην Αθήνα όσο και όταν ήταν ενταγμένη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ως χοροθέατρο. Όταν ο δημιουργικός αυτός κύκλος ολοκληρώθηκε, έχοντας για χρόνια προετοιμαστεί υποσυνείδητα, μεταπήδησε στο θέατρο. Δεν υπάρχει σημαντικός θεατρικός σκηνοθέτης που να μην έσπευσε να την εντάξει σε παραστάσεις του.
Είναι σύντροφοι στη ζωή με τον Νίκο Κουρή, ο οποίος αναμφισβήτητα συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξή της σε μία από τις πιο αξιόλογες ηθοποιούς σήμερα, που κατακτά τον ένα μετά τον άλλο τους σπουδαίους ρόλους. Πρόσφατα την είδαμε στους πιο αντιφατικούς ρόλους: ως Σταυρόγκιν στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, σε σκηνοθεσία Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, αλλά και ως κ. Φαρλάκου στο «Ξύπνα Βασίλη» του Ψαθά, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. Στο Φεστιβάλ Αθηνών πρωταγωνιστεί στη «Γιαννούλα την Κουλουρού» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου.
Αντιμετωπίζω πολύ φιλοσοφικά το μπαλέτο πλέον και θέλω να βοηθήσω και τα παιδιά –διδάσκω στη Λυρική− που αναμετριούνται σκληρά με αυτό, με τον ανταγωνισμό, τον πόνο και τον τρόμο.
— Ιδιαίτερα σκληρός χώρος το μπαλέτο, απαιτητικός και ανταγωνιστικός. Πώς ξεκίνησες;
Το μπαλέτο είναι πρωταθλητισμός. Ξεκίνησα από παιδί, 9-10 χρονών, στη σχολή της Έλενας Βακαλοπούλου. Αυτό που με συγκινεί είναι αυτό το ροζ που έχει το μπαλέτο, που πετάει, που είναι μια νεράιδα ή ένας ιπτάμενος πρίγκιπας, αλλά μέσα του έχει πολύ σκοτάδι − κι εγώ έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Έχω πολύ σκοτάδι μέσα μου κι αυτός ο πόνος, αυτή η πειθαρχία, αυτή η αναμέτρηση με τον εαυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Όμως θέλω το αποτέλεσμα να είναι απαλό, σαν νεραϊδένιο.
Αντιμετωπίζω πολύ φιλοσοφικά το μπαλέτο πλέον και θέλω να βοηθήσω και τα παιδιά –διδάσκω στη Λυρική− που αναμετριούνται σκληρά με αυτό, με τον ανταγωνισμό, τον πόνο και τον τρόμο.
Επειδή έχω ταλαιπωρηθεί κι εγώ πολύ, προσπαθώ να τους πείσω ότι όλα τα σώματα μπορούν να μετρηθούν με αυτή την τέχνη κι ας μη φτάσουν να χορέψουν το μεγαλείο της «Λίμνη των Κύκνων». Ότι αυτή η καθημερινότητα έχει ένα «φάγωμα» που αξίζει τον κόπο, αναμετριέσαι με τον εαυτό σου και τον πλάθεις σαν να είσαι γλύπτης του ίδιου σου του σώματος. Δηλαδή είσαι δίπλα στο σώμα σου και το αντιμετωπίζεις από την αρχή με διάθεση να το σμιλεύσεις, να το χτίσεις, κάθε μέρα.
— Μεγάλωσες με πρότυπα τις μεγάλες μπαλαρίνες;
Όχι, όχι. Μου έλεγε και η δασκάλα μου «δεν μπορεί να μη θέλεις να βλέπεις συνέχεια παραστάσεις μπαλέτου» κι εγώ φοβόμουν να δω το τέλειο. Όταν έφτασα να αντιληφθώ πόσο σκληρός είναι ο ανταγωνισμός, γύρω στα 13, τότε που με είχε πάρει η δασκάλα μου στο εξωτερικό για έναν μήνα, για να κάνω μαθήματα μπαλέτου στην Εξ-αν-Προβάνς στη Γαλλία, τρομοκρατήθηκα.
Ο άντρας της ήταν ο σπουδαίος τραγουδιστής όπερας Φραγκίσκος Βουστίνος και ήταν τρομερή η εμπειρία. Είδαμε το «Ναμπούκο» και φοβήθηκα, τρόμαξα, δεν ήξερα αν μπορούσα να προχωρήσω. Τότε έκανα μερικά βήματα πίσω, άφησα για 2-3 χρόνια τον χορό. Ήταν η πρώτη μου ενηλικίωση. Στα 17 μου, που πέρασα στο Μαθηματικό και έπρεπε να διαλέξω, είπα μέσα μου ότι έπρεπε να κάνω χορό, δηλαδή μπαλέτο, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό.
— Αναφέρεσαι συνεχώς στο μπαλέτο. Εννοείς πάντα τον κλασικό χορό με τις τουτού;
Ναι. Δεν με συγκινεί απλώς, με τρελαίνει. Μικρότερη δεν ήθελα να βλέπω ούτε καν σε βίντεο, αλλά τώρα, που δεν το διεκδικώ, βλέπω κλασικό μπαλέτο και κλαίω. Ο δάσκαλός μου, ο Γιάννης Μέτσης, μου έλεγε πάντα ότι μπορούσα να χορέψω μπαλέτο, αλλά φοβόμουν, δεν το πίστευα. Όσο ήμουν στην Κρατική Σχολή με συγκίνησε πάρα πολύ στις σπουδές και στην καθημερινότητά μου, γιατί το μπαλέτο δεν το είχα στο σώμα μου και ήθελα να γίνω όσο πιο καλή μπαλαρίνα γινόταν. Μου λέγε να πάω να δώσω στη Λυρική, αλλά δεν πήγα ποτέ.
— Πώς από το κλασικό μπαλέτο δέχτηκες την αποδόμηση του Ρήγου και της ΟΚΤΑΝΑΣ;
Τον πίστεψα σαν θεό μου. Τελικά, αυτή ήταν η διπλή μου ύπαρξη σε σχέση με την εκγύμναση και την έκφραση στη σκηνή. Και τώρα, αν είναι να χορέψω κάτι, θα κινηθώ ταυτόχρονα και με το σώμα και με την ψυχή.
— Γνωριστήκατε στην Κρατική;
Ναι, ήταν έναν χρόνο μπροστά. Με το που πέρασα στη σχολή, τον είδα που μπήκε με μια καμπαρντίνα, με είδε και μου είπε: «Εσένα θα σε πάρω υπό την προστασία μου». Είχε ήδη μια ομάδα με καλούς χορευτές, ανάμεσά τους και ο Φωνιαδάκης. Είχαν ξεκινήσει να κάνουν πράγματα. Το '92 ήταν επηρεασμένος από την Πίνα Μπάους και όλο αυτό άρχισε να με συνεπαίρνει. Από την άλλη, με κρατούσε πίσω το μπαλέτο. Έλεγα «πρέπει να δουλέψεις για να βελτιώσεις το σώμα σου, που δεν είναι ακόμα καλό», πάλευα.
— Πάντως, όταν τέλειωσες την Κρατική, βρέθηκες στις ομάδες του Ρήγου και του Παπαϊωάννου συγχρόνως.
Ναι, κάναμε τους «Γάμους» με τον Ρήγο και ήμουν η Γλαύκη στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου.
— Επέλεξες να ακολουθήσεις τον Ρήγο και την ΟΚΤΑΝΑ στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη. Ένα χοροθέατρο πιο κοντά στο θέατρο, όπου η κίνηση αντικαθιστούσε τον λόγο.
Που είναι μεγάλο κεφάλαιο, το ανακαλύπτω συνεχώς.
— Πότε άρχισες να σκέφτεσαι να μεταπηδήσεις στο θέατρο;
Έπαιξα σε μια παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Αμόρε. Ήμουν μία από τις τρεις μάγισσες στον Μακμπέθ. Αυτό πρόεκυψε γιατί συμμετείχαμε ως χορός στην «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του ίδιου, ο οποίος πάντα πίστευε ότι έπρεπε να κάνω θέατρο. Την ίδια εποχή το ίδιο μου είχαν πει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Λευτέρης Βογιατζής. Εγώ τότε σνόμπαρα το θέατρο. Θεωρούσα ότι οι ηθοποιοί μιλούν πολύ, δικαιολογούνται, εξηγούν υπερβολικά τον εαυτό τους.
— Σε ξένιζε ίσως το ότι στο θέατρο δεν απαιτείται η μεγάλη πειθαρχία του μπαλέτου.
Αυτό εμένα μου φαινόταν αδιανόητο! Φυσικά, δεν είναι εύκολο, και τώρα το καταλαβαίνω, αλλά τότε τους κοιτούσα αφ' υψηλού. Ας πούμε, άκουγα στην πρόβα να λένε οι κοπέλες «νιώθω» κι έλεγα «μα, τι λένε, ότι νιώθουν;».
Σε έναν χορευτή δεν υπάρχει αυτή η σκέψη, δεν έχει σημασία τι νιώθεις, το αποτέλεσμα μετράει. Θα χτυπηθείς, αλλά δεν θα πεις πονάω, αισθάνομαι, νιώθω. Δεν τους καταλάβαινα. Εγώ ξυπνούσα πρωί για να πάω στον δάσκαλό μου να κάνω τέσσερις ώρες μάθημα, είτε είχα πρόβα είτε όχι, δεν μπορούσα να διανοηθώ να χάσω έστω και μία ημέρα. Οπότε έλεγα: «Θα δούμε, μπορεί κάποια στιγμή». Στο μεταξύ, διασκέδαζα συμμετέχοντας.
— Εν τέλει, ποια ήταν η επόμενη φορά;
Στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Παρασκευόπουλος μου πρότεινε να παίξω στον «Άμλετ» του με τον Χρήστο Πασσαλή. Ήταν η πρώτη φορά που έδωσα σημασία στον λόγο, που ανακάλυψα τη θεατρική του πλευρά. Παράλληλα, συμμετείχα σε παραστάσεις του Κρατικού Βορείου Ελλάδος, όπου χρειαζόντουσαν χορευτικά. Μέχρι που με έβαλε ο Βίκτορας Αρδίττης να παίξω στο «Δόντι του εγκλήματος» του Σαμ Σέπαρντ, με πρωταγωνιστή τον Παπαχρόνη. Είχα φοβερή αγωνία.
— Οπότε προετοιμαζόσουν υποσυνείδητα. Πότε το αποφάσισες όμως;
Όταν άρχισα να «χωρίζω» από τον χορό. Μου δημιουργήθηκε μεγάλη απέχθεια, σε σημείο να μη θέλω να υπάρχει ίχνος κίνησης πάνω μου. Ξαφνικά δεν άντεχα, επήλθε ένας κορεσμός σε σχέση με όσα κάναμε στην ΟΚΤΑΝΑ.
Θυμάμαι, σε πρόβα του «Ταξιδιώτη του χειμώνα» όπου φορούσα ένα μακρύ παλτό, να γυμνάζομαι πίσω από μια πόρτα μόνη μου, χώρια από τους υπόλοιπους, να ακούω τις οδηγίες και να μη με βλέπω ούτε στον καθρέφτη − πάντα είχα ένα θέμα με τον καθρέφτη, από 15 χρονών δεν ήθελα να κοιτάζομαι.
Γι' αυτό σου λέω, από τη μια λατρεύω το μπαλέτο, αλλά αυτό με τον καθρέφτη δεν το μπορώ. Έχω διαταραγμένη σχέση με το μπαλέτο. Αλλά οι διαταραγμένες σχέσεις είναι πάντα ισχυρές. Μετά από λίγο, το 2004, ξανακάναμε τους «Γάμους» και ένιωθα ότι κάτι είχε τελειώσει. Ήμουν απούσα. Πριν από την πρεμιέρα λιποθύμησα από πανικό.
— Έτσι, εγκατέλειψες τη Θεσσαλονίκη...
Την οποία λάτρεψα. Πέρασα καταπληκτικά τέσσερα χρόνια, από το 2000 μέχρι το 2004. Στην αρχή σε ένα υπέροχο διαμέρισμα με τον Κωνσταντίνο και την Αμάλια, σαν κοινόβιο, στην Καλαμαριά, και αργότερα στην Κηφισιά. Αλλά όταν μάζεψα τα πράγματά μου και μπήκα στο αυτοκίνητο είπα «φεύγω» και σχεδόν κατρακύλησα στην Αθήνα.
Στο μεταξύ, από τη μια ένιωθα ότι δεν είχα καμία ιδιότητα, από την άλλη με είχε κλείσει ο Χατζάκης για τις «Βάκχες» στην Επίδαυρο, με το Εθνικό. Ήμουν στον Χορό, με τους Sine Qua Non, αλλά δεν με άφησε να μιλήσω.
Τότε μου πρότεινε η Έφη Θεοδώρου να παίξω στο Εθνικό, στον «Ρομπέρτο Τσούκο», την Κομψή Κυρία. Ο Χουβαρδάς ήταν της άποψης ότι έπρεπε να πάω σε σχολή, αλλά ήμουν αρκετά μεγάλη, δεν μπορούσα, και προτίμησα να παίξω τον ρόλο που μου πρότεινε η Έφη. Δυσκολεύτηκα πολύ, αλλά κάθε βράδυ έλεγα: «Τι τυχερή που είμαι!».
— Το μετάνιωσες που δεν ακολούθησες τη συμβουλή του Χουβαρδά;
Όχι, αν και για πολλά χρόνια ήμουν η «καλή χορεύτρια» που μπήκε στο θέατρο. Άρχισα να βλέπω ότι κάτι γινόταν με τον λόγο και την ψυχή μου. Είχα μια σύνδεση με τον λόγο. Καταλάβαινα ότι κάτι με συνδέει με αυτόν.
Μετά, ήρθε και η συνεργασία μου με τον Λευτέρη Βογιατζή, με τον οποίο έμεινα ενάμιση χρόνο στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι. Ήταν ένας μονόλογος όπου έπαιζα έναν βουβό ρόλο, αλλά μιλούσα σε όλα τα βίντεο. Ήταν μεγάλο σχολείο ο Λευτέρης κι αργότερα ο Μαρμαρινός, με τον οποίο έκανα το «Πεθαίνω σαν χώρα» στη Γαλλία, το «Ινσένσο», τον «Φάουστ» και, τέλος, τη «Λυσιστράτη».
Ο Μαρμαρινός ήταν συναρπαστικός, όλες τις παραστάσεις μαζί του τις θυμάμαι ξεχωριστά. Ξέρεις τι παθαίνω; Είναι σαν να γίνομαι άλλος άνθρωπος σε κάθε παράσταση. Επίσης, έπαιξα τον Κλοβ στο «Τέλος του παιχνιδιού» με την Κονιόρδου, η οποία με βοήθησε πολύ. Με είδε στις «Βάκχες» και μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα γιατί ήθελε να με βοηθήσει, πίστευε σ' εμένα.
— Ποια στιγμή είπες «ναι, είμαι ηθοποιός»;
Ποτέ, ούτε τώρα το λέω. Καταρχάς, έχω τους μαθητές μου τα πρωινά στο μπαλέτο, που τους βλέπω και τους θαυμάζω.
— Θέλεις να μου πεις πώς σε επέλεξε ο Μπογκομόλοφ για τους «Δαιμονισμένους»;
Με είδε και είπε: «Γεια, θα δουλέψουμε». Και μ' έβαλε να κάνω τον Σταυρόγκιν. «Η φωνή της», είπε μετά, «και τα μάτια της». Ήταν σημαντική στιγμή για μένα. Δούλεψα μαζί του όπως αγαπώ να δουλεύω. Γενικά, αν με πείσει κάποιος, δουλεύω πολύ ωραία μαζί του.
Όλοι με συγκινούν και με πείθουν. Αυτός, όμως, μου ζήτησε τα πιο δύσκολα. Με έβαλε να κάνω στη σκηνή πράγματα που δεν πίστευα ότι θα έκανα, ήταν πολύ δύσκολα. Εγώ έλεγα μόνο τα λόγια του ρόλου. Ήταν ένας σκληρός και απαιτητικός άνθρωπος. Είχε όραμα, χιούμορ και με επηρέασε η δουλειά μαζί του. Μου είπε πράγματα που θα τα θυμάμαι πάντα. Όπως, όλοι άλλωστε.
— Πώς είναι να ζεις με έναν άνθρωπο που όλοι θαυμάζουν;
Επειδή κι εγώ τον θαυμάζω πολύ, είμαι πάρα πολύ περήφανη για τον Νίκο. Είμαστε πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, γι' αυτό δεν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ μας. Ο Νίκος, που δουλεύει επίσης σκυλίσια, αντιμετωπίζει τα πράγματα με άλλον τρόπο, μέσα από το κείμενο, ενώ εγώ είμαι πιο ορμητική. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Το ότι τον θαυμάζουν είναι υπέροχο.
Παλιότερα ήταν δύσκολα, που έκανε τηλεόραση και περπατούσαμε στον δρόμο και ουρλιάζανε − από την άποψη ότι είμαι και ερωτευμένη μαζί του. Υπήρξαν διάφορα κουτσομπολιά που με πείραξαν ως γυναίκα, αλλά αυτά ξεπερνιούνται. Είμαι άνθρωπος που πληγώνομαι εύκολα από πράγματα που λέγονται, ωστόσο δεν μας επηρέασαν και τα πράγματα πια είναι πιο ζωογόνα δεδομένου ότι και οι δύο κάνουμε αυτό που μας αρέσει.
— Ας πάμε σε μια άλλη ερωτευμένη γυναίκα, αυτήν που υποδύεσαι στη σκηνή, τη Γιαννούλα, ένα πλάσμα που χλευάστηκε και κακοποιήθηκε από μια ολόκληρη κοινωνία.
Ξέρουμε πώς αντιμετώπισε η ίδια τους τρεις γάμους. Υπάρχουν ντοκουμέντα. Υπάρχει και το δεδομένο ότι συνέχισαν να τη χλευάζουν μέσα από το Καρναβάλι της Πάτρας.
— Ακόμα ένας αστικός μύθος, σαν τον Αρίστο, για τον Γιώργο Παπαγεωργίου.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι τον ενδιαφέρουν πολύ αυτές οι ιστορίες, όπως και τη Θεοδώρα Καπράλου, που το έγραψε, και το ονειρευόντουσαν από πέρσι. Μου το είπε ο Γιώργος φέτος, που κάναμε το «Ξύπνα Βασίλη». Συγκινήθηκα, μου άρεσε που με φαντάστηκε σε κάτι στο οποίο εγώ έχω χώρο για να κάνω πράγματα.
Αυτό που κάνουμε είναι ένα παραμύθι λυπητερό − έχει φτιάξει έναν καταπληκτικό σκηνικό χώρο η Ευαγγελία Θεριανού. Είναι σαν ένα παραμύθι μέσα στο οποίο υπάρχει αυτό το πλάσμα που βιώνει όλην αυτή την κοροϊδία και στο τέλος σβήνει με έναν χορό.
— Είναι μειωμένης αντίληψης; Πώς το βιώνει;
Στη δική μας ιστορία το βιώνει πολύ δραματικά σε σχέση με τον άνθρωπο που δεν ήρθε να τη βρει, τον έρωτα που την εγκατέλειψε. Ερωτικά έχει εξαπατηθεί και στο τέλος βιώνει τη μοναξιά, το ότι ο έρωτας της ζωής της, που υπήρξε, δεν ήρθε ποτέ. Οπότε στο τέλος κατηγορεί εκείνον και όχι τους άλλους, οι οποίοι διασκεδάζουν, κάνουν τα γλέντια τους, μετανιώνουν, χορεύουν. Είναι τρεις οι καρναβαλιστές και αφηγητές και καθένας βιώνει με τον τρόπο του αυτό το καρναβάλι. Αλλά αυτή η μορφή επιλέγει στο τέλος τη σταύρωσή της.
— Έχει μια τραγικότητα η ιστορία της; Την αντιμετωπίζεις με συμπόνια;
Τη βλέπω σαν ψυχή περισσότερο και όχι σαν σώμα. Έχει πολύ μπαλέτο η Γιαννούλα μέσα της, γι' αυτό και είναι ντυμένη ροζ στην αρχή, τη βλέπω σαν παιδί που ονειρεύεται.
— Το ροζ το επέβαλες εσύ;
Έφερα δικό μου ροζ φουστάνι στις πρόβες. Γενικά, το κάνω αυτό στις πρόβες, κυκλώνω τον ρόλο με τα ρούχα που παρουσιάζω.
— Ποια ήταν η ωραιότερη παράσταση χορού που έχεις δει;
Η πρόβα της Πίνα Μπάους στο Ηρώδειο, που δεν τελείωσε ποτέ και μας φώναξε να μαζέψουμε τα γαρίφαλα και να της τα δώσουμε − ήμασταν η ομάδα του Παπαϊωάννου. Είχε βρέξει, ανεβήκαμε στη σκηνή και ήταν σαν να χορεύουμε όλοι μαζί.
Info
Γιαννούλα η Κουλουρού
18-21/06
Πειραιώς 260 (Η)
Ώρα: 21:00, Εισιτήριο: 10-25 ευρώ
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
σχόλια