Περίπου ένας στους τρεις Έλληνες κινδυνεύει με φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Παρά τη βελτίωση των κοινωνικών δεικτών στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα παραμένουν ανησυχητικά αφού το 31,8% των πολιτών - δηλαδή περίπου 3.348.000 άνθρωποι - κινδυνεύουν με φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό (στοιχεία 2017) έναντι 34,8% της προηγούμενης χρονιάς (2016). Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό της ΕΕ, σε αυτή την κατηγορία ανήκει το τμήμα του πληθυσμού στερείται τουλάχιστον τέσσερα από έναν κατάλογο εννέα βασικών αγαθών και υπηρεσιών καθώς και όσοι ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλό δείκτη εργασίας.
Το εισοδηματικό κατώφλι της φτώχειας είναι 4.178 ευρώ ανά άτομο ετησίως, και 9.908 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενηλίκους και δύο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Σημειώνεται πως την ίδια χρονιά (2017), το μέσο διαθέσιμο εισόδημα της χώρας διαμορφώθηκε στα 15.556 ευρώ.
Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις στερήσεις σε υλικό επίπεδο, προκύπτει ότι πάνω από τα μισά νοικοκυριά (51,4%) δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ούτε μια έκτακτη αλλά αναγκαία δαπάνη. Το 22,9% δεν απολαμβάνει ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα και το 11,8% στερείται ακόμα τροφής. Την ίδια στιγμή το 43,7% δυσκολεύεται να πληρώσει τις δόσεις των πιστωτικών καρτών ή των δανείων του, το 32,9% δεν εξοφλεί ούτε τους πάγιους λογαριασμούς και το 29,3% «μένει πίσω» στην καταβολή του ενοικίου.
Συνολικά, το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με υλικές στερήσεις ανέρχεται πλέον σε 16,7%, από 21,1% το 2017. Στην αρχή της οικονομικής κρίσης, το 2008, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 11,2%. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικός αποκλεισμός είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (35,0%).
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη υψηλότερη θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ο δείκτης οικονομικής ανισότητας βρίσκεται στο 5,5, που σημαίνει ότι το εισόδημα του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20%. Ο δείκτης είναι μειωμένος κατά 0,5 μονάδες σε σχέση με το 2017.
Σύμφωνα με τον πιο στενό ορισμό του κινδύνου φτώχειας, στον οποίο περιλαμβάνονται άτομα με εισόδημα 60% χαμηλότερο του διαμέσου εισοδήματος σε εθνική κλίμακα, το ποσοστό των Ελλήνων που ήρθε αντιμέτωπο με τον κίνδυνο φτώχειας το 2017 διαμορφώθηκε στο 23,2%, ενώ μετά τις κοινωνικές πολιτικές και πρακτικές (κοινωνικό μέρισμα, επίδομα θέρμανσης κ.λπ.) περιορίστηκε στο 18,5%.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το ετήσιο εισόδημα της μεσαίας τάξης αυξήθηκε κατά 680 ευρώ την περίοδο 2015-2017, ενώ τα πρώτα χρόνια της κρίσης (2011-1014) είχε μειωθεί κατά 5.258 ευρώ.